Ο,τι σε όλες τις προηγμένες χώρες τής Ευρώπης και άλλων ηπείρων (ΗΠΑ, Αυστραλίας, Καναδά) αποτελεί από χρόνια αυτονόητη πραγματικότητα για την Παιδεία, στην Ελλάδα αποτελεί απλώς ουτοπία! Σήμερα, μετά από τόσους αιώνες σκληρών δοκιμασιών, αγώνων, περιόδων ανόδου και πτώσεων, είναι πια καιρός ως χώρα, ως πολίτες, ως ηγεσίες πολιτικές, ως υπεύθυνοι πνευματικοί άνθρωποι, ως επιστήμονες, ως γονείς, τελικά ως στοιχειωδώς σκεπτόμενοι πολίτες, να ζητήσουμε, να πείσουμε, να απαιτήσουμε και να επιβάλουμε με τη δύναμη τού λόγου και τής ψήφου μας να υπάρξει μια ριζική και ριζοσπαστική αλλαγή στο σύστημα τής Παιδείας μας, μια επανάσταση στη Γενική Παιδεία (Νηπιαγωγείο, Δημοτικό, Γυμνάσιο, Λύκειο), απ’ όπου περνούν, διαμορφώνονται και προσδιορίζονται όλα τα παιδιά τού ελληνικού λαού και, δι’ αυτών, η πορεία ολόκληρου τού τόπου. Μιλώ για τη Γενική Παιδεία, για το Σχολείο, γιατί από ‘κεί ξεκινούν και κρίνονται όλα.


Το Σχολείο αποτελούν κυρίως οι εξής παράγοντες: το εκπαιδευτικό σύστημα, οι διδάσκοντες, οι γονείς, οι μαθητές, η Πολιτεία. Τι θα ήταν, λοιπόν, μια «επανάσταση» σε σχέση με αυτούς τους παράγοντες;


* Εκπαιδευτικό σύστημα


Το ισχύον σύστημα στην Ελλάδα έχει μεν το καλό ότι σκοπεί σε μια γενική καλλιέργεια των μαθητών και δεν διακατέχεται από μια στενά χρησιμοθηρική κατεύθυνση, αλλά πάσχει κατά το ότι είναι απολύτως δεσμευτικό για τον δάσκαλο και το Σχολείο, αφόρητα γραφειοκρατικό, με διευθυντές χωρίς δυνατότητες παρέμβασης, με αμέτοχους γονείς, με αναξιοποίητους Σχολικούς Συμβούλους, με αναξιολόγητη από όλους και για όλους εργασία και, το χειρότερο, με την επίδοση των μαθητών να μην υπολογίζεται πουθενά και για τίποτε.


Μια «επανάσταση» στο σχολικό σύστημα τής χαλαρότητας και τής εξάρτησης που ισχύει σήμερα θα σήμαινε: 1) Να καταρτίζεται ένα πολύ γενικό διδακτικό (όχι «αναλυτικό») πρόγραμμα για το τι πρέπει να κατακτήσει ο μαθητής και με ποιους στόχους. Το πρόγραμμα αυτό εν συνεχεία να εξειδικεύεται, να συμπληρώνεται και να διαμορφώνεται τελικά από τους συλλόγους διδασκόντων και τους διευθυντές/υποδιευθυντές κάθε Σχολείου. 2) Να επιλέγονται από τους εκπαιδευτικούς τα βιβλία (όχι ένα βιβλίο!) από τα οποία θα μπορούν να μελετήσουν και να εξεταστούν οι μαθητές μαζί με μια βιβλιογραφία. 3) Αμεση προέκταση μιας τέτοιας διαδικασίας είναι η σχολική βιβλιοθήκη. Σχολείο χωρίς Βιβλιοθήκη (το έλεγε ο Κοραής από το 1810!) δεν νοείται. Ενα, κύριο, κλειδί τής επιτυχίας «τού φινλανδικού μοντέλου» ήταν η ύπαρξη και ενεργή χρήση Βιβλιοθήκης μέσα ή δίπλα σε κάθε Σχολείο. 4) Σχολείο χωρίς πραγματική και ουσιαστική Διοίκηση (Διευθυντή/Υποδιευθυντές) και χωρίς ενεργούς Συντονιστές μαθημάτων (έναν για τα μαθηματικά, έναν για τα φιλολογικά κ.ο.κ.) δεν μπορεί να πάει μπροστά. Χρειάζεται να υπάρχει Διοίκηση, που να διοικεί πραγματικά το Σχολείο, να συν-διαμορφώνει τη φυσιογνωμία τού κάθε Σχολείου, να λογοδοτεί στην Πολιτεία και στην κοινωνία, να έχει ουσιαστικές αρμοδιότητες και ευθύνες..


* Διδάσκοντες


Ας πούμε πρώτα πρώτα ότι αυτό που χρειάζεται το Σχολείο δεν είναι «διδάσκοντες» με απλή υπαλληλική σχέση, αλλά πραγματικούς δασκάλους, μορφωμένους, αφοσιωμένους λειτουργούς. Σπεύδω να πω το αυτονόητο: Ενας τέτοιος δάσκαλος-λειτουργός πρέπει να είναι αληθινά και υποδειγματικά καλοπληρωμένος.


Επανάσταση στον τομέα αυτόν θα σήμαινε: 1) Να καθιερωθεί υποχρεωτικά για όλους, μετά τις πανεπιστημιακές σπουδές, η ετήσιας διάρκειας κατάρτιση τού εκπαιδευτικού (με μαθήματα παιδαγωγικής και ψυχολογίας, ειδικής διδακτικής, ειδικές για το Σχολείο γνώσεις, μαθήματα στην τάξη υπό την καθοδήγηση και αξιολόγηση ειδικών κ.λπ.). Χωρίς την επιτυχή φοίτηση σε αυτή την Εκπαίδευση Εκπαιδευτικών δεν θα πρέπει να εισέρχεται κανείς στην Εκπαίδευση. Ο πειραματισμός πάνω στα παιδιά δεν έχει αποδώσει ποτέ καρπούς. 2) Πριν από την ειδική αυτή κατάρτιση, η προετοιμασία στα αντίστοιχα Τμήματα των Πανεπιστημίων πρέπει να συμπεριλαμβάνει για μέλλοντες εκπαιδευτικούς ανάλογο – εν μέρει – περιεχόμενο. Δάσκαλος ή καθηγητής λ.χ. που δεν έχει διδαχθεί επιστημονικά την ελληνική γλώσσα δεν μπορεί να τη διδάξει και στο Σχολείο με επάρκεια. Το ίδιο ισχύει για τα μαθηματικά, τη φυσική κ.λπ. 3) Από τον καλά εκπαιδευμένο και καλά αμειβόμενο δάσκαλο είναι φυσικό να ζητάει η Κοινωνία αξιολόγηση τής δουλειάς του – με τίμιο τρόπο, αντικειμενικό και υποβοηθητικό τού έργου του, όχι ως τιμωρία ή απειλή. «Τίμιο» θα πει να ληφθούν υπ’ όψιν όλοι οι παράγοντες (επίπεδο μαθητών, διατιθέμενα μέσα, σωστή καθοδήγηση, γενικότερη απόδοση τής σχολικής μονάδας κ.λπ.). 4) Για να ανέβει το κύρος τού δασκάλου και τού Σχολείου, δεν θα κουραστώ να το επαναλαμβάνω, πρέπει ως κοινωνία – υπό όρους, όπως αυτοί που εκτίθενται εδώ και άλλοι – να εμπιστευθούμε τον δάσκαλο. Να εμπιστευθούμε και να στηρίξουμε τη δουλειά του. Να εμπιστευθούμε τη βαθμολογία που δίνει στους μαθητές του. Ετσι συμβαίνει σ’ όλη την Ευρώπη, στις ΗΠΑ και αλλού. Και να χρησιμοποιείται η αξιολόγηση τής επίδοσης των μαθητών σε όλες τις τάξεις τού Λυκείου – όπως συμβαίνει παντού – ως κύριο κριτήριο για την εισαγωγή στα Πανεπιστήμια. Μπορούν μάλιστα, κατά καιρούς, να οργανώνονται και περιφερειακά διαγωνίσματα με κοινά θέματα για όλα τα Σχολεία μιας Εκπαιδευτικής Περιφέρειας, ώστε να κατοχυρώνεται ακόμη περισσότερο η αντικειμενικότητα και παράλληλα να εκτιμάται η απόδοση κάθε σχολικής μονάδας στο σύνολό της. 5) Πρέπει να υπάρχει συνεχής υποχρεωτική, κατά τακτά διαστήματα, επιμόρφωση και ενημέρωση των εκπαιδευτικών. 6) Σε διαπιστωμένες περιπτώσεις ανεπάρκειας των διδασκόντων κατά τη διάρκεια τής υπηρεσίας τους, να προβλέπεται η αξιοποίησή τους σε άλλες εκπαιδευτικές διαδικασίες εκτός τάξεως.


* Γονείς


Οπου οι γονείς ασχολούνται με το Σχολείο των παιδιών τους με σοβαρότητα, με αίσθηση ευθύνης και με σεβασμό στους δασκάλους των παιδιών τους, έχει αποδειχθεί ότι προσφέρουν πολύτιμο έργο. Μια επανάσταση στο εκπαιδευτικό μας σύστημα θα σήμαινε: 1) Να ενεργοποιηθούν τα Σχολικά Συμβούλια και να τους δοθούν ουσιαστικές αρμοδιότητες. Σε άλλες χώρες τα Σχολικά Συμβούλια διοικούν ουσιαστικά τα Σχολεία: προσλαμβάνουν και – με αυστηρά προσδιορισμένες διαδικασίες – θέτουν στη διάθεση του Υπουργείου εκπαιδευτικούς που εμφανίζουν σοβαρή ανεπάρκεια στη δουλειά τους ή αποδεδειγμένη ανάρμοστη συμπεριφορά (ηθικά παραπτώματα). Οι γονείς – με την πολιτική δύναμη τής ψήφου τους – επηρεάζουν και πιέζουν τις αρμόδιες αρχές για βελτίωση των όρων λειτουργίας τού Σχολείου τους, συμβάλλοντας παράλληλα και οι ίδιοι οικονομικά με διάφορους τρόπους. Ετσι υπάρχει και στα δημόσια Σχολεία η μέριμνα που εξασφαλίζεται, με άλλους τρόπους, στα ιδιωτικά Σχολεία. 2) Η λειτουργία Σχολικών Συμβουλίων συμβαδίζει με μια αποκεντρωμένη ευθύνη για τα Σχολεία, που πρέπει σταδιακά να περάσει στην Τοπική Αυτοδιοίκηση. Στο επίπεδο αυτό όλοι έχουν τρόπους επαφής, συζήτησης και επηρεασμού για άμεσες λύσεις με πιο προσιτούς φορείς που είναι η Τοπική Αυτοδιοίκηση έναντι μιας απρόσωπης και απρόσιτης κεντρικής εξουσίας που είναι το Υπουργείο Παιδείας.


* Μαθητές


Η μέριμνα για την καλλιέργεια τής προσωπικότητας των μαθητών, όταν γίνεται με αρχές και κανόνες, οδηγεί τους μαθητές να προσαρμόσουν τη συμπεριφορά τους στους όρους τού Σχολείου και στις επιταγές τής Παιδείας.


Επανάσταση εδώ θα σήμαινε: 1) Να «επιστρέψουν» οι μαθητές στο Σχολείο, γνωρίζοντας ότι η επίδοσή τους στο Σχολείο θα καθορίσει την είσοδό τους στα Πανεπιστήμια. Τότε, αντί να αποκτούν τις απαιτούμενες γνώσεις στα Φροντιστήρια, θα εστιάσουν την προσπάθεια και το ενδιαφέρον τους μέσα στο Σχολείο. Φτάνει να τους δοθούν τα κίνητρα. 2) Να δημιουργηθεί ζωή και πνεύμα μαθητικής κοινότητας. Να μάθει ο μαθητής να δουλεύει στη Βιβλιοθήκη, να ζει μια έντονη σχολική ζωή, να αυτενεργεί, να συνεργάζεται με τους συμμαθητές του και με τον (εποπτεύοντα τις σπουδές του) εκπαιδευτικό. Να έχει τελικά μια άλλη σχέση με το Σχολείο και την Παιδεία. 3) Το Ελληνόπουλο, στα αστικά κέντρα, είναι το πιο φορτωμένο και αγχωμένο παιδί τής Ευρώπης, με καθιερωμένο τρόπο μάθησης την αποστήθιση και με μοναδικό κριτήριο αυτοεκτίμησης και κοινωνικής αναγνώρισης την επιτυχία εισαγωγής σ’ ένα Πανεπιστήμιο! Επανάσταση είναι να ξυπνήσεις και να καλλιεργήσεις κλίσεις και ενδιαφέροντα των μαθητών: επαφή με τη λογοτεχνία, την τέχνη, το θέατρο, τον κινηματογράφο, το γράψιμο, τον αθλητισμό, τη μουσική. Εμείς, λοιπόν, οι θύτες πρέπει να λυτρώσουμε τα θύματα των αποφάσεών μας, τους μαθητές.


* Επίλογος


Ισως οι σκέψεις αυτές γεννήσουν (καλοπροαίρετες) αντιρρήσεις από συνδικαλιστές διαφόρων κλάδων, από εκπαιδευτικούς, από γονείς, από αρμόδιους φορείς τής Πολιτείας κ.ά. Μπορούν εύκολα λ.χ. να παρατηρήσουν: Θα λαμβάνεται υπ’ όψιν η βαθμολογία για την εισαγωγή στα Πανεπιστήμια; – τότε οι δάσκαλοι θα δίδουν ή θα πιέζονται να δίδουν μεγάλους βαθμούς! Τοπική Αυτοδιοίκηση στα Σχολεία; – μα αυτοί δεν καταφέρνουν να μαζέψουν τα σκουπίδια! Διευθυντές με εξουσία; – έτσι θα δημιουργηθούν νέοι εξουσιαστές στην εκπαίδευση! Οι γονείς στη λειτουργία τού Σχολείου; – αλλά αυτοί θα θέλουν να έχουν λόγο σε όλα, προπάντων στην καλή βαθμολογία των παιδιών τους! Σχολική ζωή; – μα ακόμη υπάρχουν Σχολεία διπλής βάρδιας! κ.λπ. κ.λπ.


Η απάντηση σ’ αυτά είναι απλή: Αν πιστεύουμε ότι αυτά που ισχύουν σε όλες τις προηγμένες χώρες δεν μπορούν να ισχύσουν σ’ εμάς, τότε ως χώρα πρέπει να αποδεχθούμε ότι είμαστε «παιδιά ενός κατώτερου Θεού». Δεν μπορούμε να εμπιστευθούμε κανέναν. Δεν μπορούμε να αλλάξουμε τίποτε. Είμαστε εγγενώς ανάξιοι να κάνουμε ό,τι είναι άξιοι να κάνουν όλοι οι άλλοι, άρα τελικά θα μείνουμε και θα είμαστε άξιοι τής τύχης μας… Εγώ αυτή τη «λογική» δεν την συμμερίζομαι.


Ο κ. Γεώργιος Μπαμπινιώτης είναι καθηγητής τής Γλωσσολογίας, πρόεδρος τού Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού, τ. πρύτανης τού Πανεπιστημίου Αθηνών.