Η Λουίζα Πασερίνι, ιστορικός, συγγραφέας και καθηγήτρια της Σύγχρονης Ευρωπαϊκής Ιστορίας, ξεκίνησε την καριέρα της ως ερευνήτρια στην Τανζανία και στη Ζάμπια. Γυρίζοντας στην Ιταλία συμμετείχε στα πολιτικά κινήματα του τέλους της δεκαετίας του 1960 και του 1970. Η πολιτική της εμπειρία από το φεμινιστικό κυρίως κίνημα καταγράφηκε στο βιβλίο της Αυτοβιογραφία μιας Γενιάς (1996). Εχει διδάξει στην Αυστραλία, στη Γερμανία, στις ΗΠΑ και βέβαια στην Ιταλία, όπου για χρόνια ήταν καθηγήτρια της Σύγχρονης Ιστορίας στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο της Φλωρεντίας, ενώ από το 2004 εργάζεται στο Πανεπιστήμιο του Τουρίνου. Τα ερευνητικά της ενδιαφέροντα αφορούν την ιστορία της υποκειμενικότητας, την προφορική ιστορία και τη μελέτη των πολιτισμικών διαδικασιών συγκρότησης της ευρωπαϊκότητας κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα. Στην Αθήνα βρέθηκε προσκεκλημένη του περιοδικού Ιστορείν για να δώσει μια διάλεξη στο πλαίσιο του συνεδρίου «Περί συναισθημάτων: ιστορία, πολιτικές, αναπαραστάσεις» και με την ευκαιρία αυτή «Το Βήμα» συζήτησε μαζί της κυρίως για τον ρόλο των συναισθημάτων στην ανάδειξη της ευρωπαϊκότητας.




– Τα βασικά θέματα που θίγετε στο βιβλίο σας Europe in Love. Love in Europe. Imagination and Politics in Britain between the Wars (London: Tauris, 1998) είναι αν υπάρχει ένας ιδιαίτερος ευρωπαϊκός τρόπος να αγαπάει κανείς και αν η αγάπη διαδραμάτισε κάποιον ρόλο στη δημιουργία της ευρωπαϊκότητας. Συνεπάγεται άραγε από αυτό ότι εμείς οι Ευρωπαίοι αγαπάμε διαφορετικά ή ότι μπορούμε να κατανοήσουμε καλύτερα την έννοια της ευρωπαϊκότητας μέσω της μελέτης της αγάπης;


«Θα απαντούσα αρνητικά στην πρώτη ερώτηση και θετικά στη δεύτερη. Είναι εμφανές ότι όλοι οι άνθρωποι διαφόρων πολιτισμών ερωτεύονται με τέτοιον τρόπο που μοιάζει με την ευγενική και ρομαντική αγάπη για την οποία οι Ευρωπαίοι ισχυρίζονται ότι αποτελεί δικό τους μοναδικό χαρακτηριστικό. Φυσικά δεν έχουμε άμεση πρόσβαση στην ίδια την «αγάπη», παρά μονάχα στις εκδηλώσεις της. Ταυτόχρονα οι Ευρωπαίοι, από την εποχή του Διαφωτισμού, αυτοθεωρήθηκαν ικανοί για μια τέτοια μορφή αγάπης, αποκλείοντας όλους τους άλλους από αυτή τη δυνατότητα, και αναγνώρισαν την αγάπη μεταξύ του ζευγαριού ως θεμέλιο της κοινωνίας. Επομένως είναι θέμα αυτο-κατανόησης, ένα πολιτιστικό κατασκεύασμα που χαρακτηρίζει την ιστορική μας κληρονομιά και μόνο ως προς αυτό μπορούμε να ισχυριστούμε ότι αυτού του είδους η αγάπη αποτελεί μια ιδιαιτερότητα, όχι στο επίπεδο των ίδιων των συναισθημάτων, εφόσον γνωρίζουμε πως ο καθένας μπορεί να βιώσει την εμπειρία τού να ερωτευθεί. Ωστόσο οι ιστορικοί και γεωγραφικοί προσδιορισμοί αυτού του συναισθήματος, όπως και των εκφράσεών τους, παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία».


– Η εργασία σας συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό στην ανανέωση του επιστημονικού ενδιαφέροντος για τη μελέτη των συναισθημάτων. Ποιες είναι οι παρούσες και οι μελλοντικές προοπτικές όσον αφορά αυτό το πεδίο μελέτης; Πώς μπορεί η ιστορική ανάλυση των συναισθημάτων να συμβάλει στη δική μας καλύτερη κατανόηση των κοινωνικών και πολιτικών φαινομένων;


«Πρώτα απ’ όλα θα έλεγα ότι το συνέδριο που διοργανώθηκε στην Αθήνα είναι μέρος μιας συνολικής επαναδιαπραγμάτευσης της σχέσης μεταξύ των συναισθημάτων και των κοινωνικών φαινομένων, προς την κατεύθυνση μιας πολυδιάστατης και δυνητικά συγκριτικής προσέγγισης. Δεύτερον, όπως υποστήριξαν και οι διοργανωτές του συνεδρίου, τα συναισθήματα έχουν γίνει ενιαίο και αναπόσπαστο τμήμα της παγκόσμιας σκηνής και των διεθνών σχέσεων, ώστε οι κοινωνικο-ιστορικοί και πολιτιστικοί τομείς δεν μπορούν πλέον να τα αγνοούν ή να τα θεωρούν ελάχιστης σπουδαιότητας. Αυτό συνεπάγεται στην πραγματικότητα μια τάση προς τον εκδημοκρατισμό τόσο των συναισθημάτων όσο και των διεθνών υποθέσεων. Φυσικά γνωρίζω πως η διεθνής πολιτική βρίσκεται στα χέρια ολίγων, ωστόσο αυτοί οφείλουν να λάβουν όλο και περισσότερο υπόψη τους το αίσθημα της μεγάλης πλειοψηφίας των ανθρώπων που είναι ικανοποιημένοι ή δυσαρεστημένοι από την πολιτική τους. Αντ’ αυτού εκείνοι προσπαθούν από την πλευρά τους να χειραγωγήσουν το κοινωνικό αίσθημα. Εχω όμως την εντύπωση ότι κάτι τέτοιο θα λειτουργήσει ως μπούμερανγκ εναντίον τους. Το αποτέλεσμα θα ήταν, αν κατανοήσουμε κάτι από αυτή την πολύπλοκη διαδικασία, να αποκαλυφθούν οι μηχανισμοί των σημερινών μορφών εξουσίας, που έχουν άμεση σχέση με τα μέσα ενημέρωσης και την επικοινωνία και δεν μπορούν να μη λάβουν υπόψη τα συναισθήματα».


– Δεδομένου ότι συνήθως εστιάζουμε στη μελέτη της επίσημης πολιτικής, μήπως έχει παραμεληθεί ο ρόλος των συναισθημάτων στην ανάδειξη της ευρωπαϊκότητας;


«Είμαι σίγουρη γι’ αυτό, όπως συμβαίνει άλλωστε και με άλλους τομείς που αφορούν την Ευρώπη και τις ευρωπαϊκές υποθέσεις. Γενικώς ειπείν, όλη η ευρωπαϊκή κατασκευή μετά το τραύμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και τη χρεοκοπία του ευρωπαϊσμού κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου βασίστηκε στο «κάρβουνο και το ατσάλι», ήτοι στον οικονομικό τομέα. Δεν επιδιώκω να υποβαθμίσω τη σημασία του ευρώ, ωστόσο θεωρώ ότι στο εξής πρέπει να δοθεί μεγαλύτερη προσοχή στον ρόλο του πολιτιστικού, καλλιτεχνικού, πνευματικού και επιστημονικού τομέα όσον αφορά την ίδρυση μιας ενωμένης Ευρώπης. Θα ήταν υψίστης σημασίας να καταπολεμήσουμε την ξενοφοβία, ένα είδος αισθήματος που αναπτύσσεται σήμερα στην ευρωπαϊκή ήπειρο και το οποίο είναι φθοροποιό τόσο για τους μετανάστες όσο και για τους αυτόχθονες».


– Εχει λεχθεί ότι η Ευρώπη βρίσκεται σε κρίση από πολιτικής και πολιτιστικής απόψεως. Η διεύρυνσή της επανατροφοδότησε την Ενωση με προσδοκίες από τις ανατολικές ευρωπαϊκές χώρες. Μπορεί αυτή η νέα δυναμική Ανατολής – Δύσης να ενδυναμώσει το ευρωπαϊκό όραμα; Υπάρχει ελπίδα στην έννοια της ευρωπαϊκότητας;


«Δεν θεωρώ ότι η κρίση – η οποία αδιαμφισβήτητα υπάρχει – μπορεί να επιλυθεί από τους γραφειοκράτες και τους ανώτατους αξιωματούχους της πολιτικής. Πρεσβεύω ότι υπάρχει ακόμη μια εν δυνάμει ευρωπαϊκή ουτοπία, και σίγουρα οι χώρες-μέλη της Ενωσης της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης αισθάνονταν από παλιά αυτή τη συγγένεια με την Ευρώπη, ακόμη και σε περιόδους καταπίεσης και απόσχισης. Αυτή η παράδοση εκφράζεται αφενός από τους καλλιτέχνες και τους διανοούμενους και αφετέρου από τις ορδές των μεταναστών: στο παρελθόν από τους Ευρωπαίους που μετανάστευαν σε άλλες ηπείρους, όπου άκουγαν τους άλλους να τους αποκαλούν για πρώτη φορά «Ευρωπαίους». Σήμερα από τους μετανάστες εκείνους που προέρχονται από διάφορα μέρη του κόσμου, μερικά από τα οποία ίσως στο μέλλον αποφασίσουν να γίνουν τα «νέα μέλη της Ευρώπης». Αν υπάρχει κατά κάποιον τρόπο ελπίδα στην έννοια της ευρωπαϊκότητας, αυτή πρέπει να ενταχθεί σε ένα παγκόσμιο φάσμα, και άρα στο πλαίσιο μιας ευρύτερης έλξης μεταξύ των ανθρώπων όλου του κόσμου».


Η κυρία Ιωάννα Λαλιώτου είναι επίκουρη καθηγήτρια Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.