Ο Τζιουζέπε Τομάζι ντι Λαμπεντούζα ολοκλήρωσε, σε πρώτη γραφή, το μυθιστόρημά του Γατόπαρδος (Gatopardo) στα τέλη του 1956, δηλαδή λίγους μήνες πριν από το θάνατό του. Με ιστορικό φόντο τη δημιουργία του ιταλικού εθνικού κράτους και με επίκεντρο τη Σικελία, κατά το Νοέμβριο του 1860, διαδραματίζεται η αλλαγή της σκυτάλης, με τον πρωταγωνιστή να πιστεύει ότι «εμείς ήμασταν οι Λέοντες», ενώ εκείνοι που θα τους αντικαταστήσουν τα «τσακάλια» και οι «ύαινες». Ο Λαμπεντούζα το καλοκαίρι του 1954 συνόδευσε τον εξάδελφό του, τον ποιητή Λούτσο Πίκολο, σε λογοτεχνική συνάντηση που έλαβε χώρα στο Σαν Πελεγκρίνο Τέρμε.


Εδώ ακριβώς έζησε από κοντά τις πρόσφατες εκλογές, δηλαδή του δόθηκε η έμπνευση τόσο για τη μορφή όσο και για το περιεχόμενο του μυθιστορήματός του. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν κάποιες σημειώσεις που κράτησε συζητώντας με τον εξάδελφό του. Για παράδειγμα, ο Λούτσο τον κέντριζε με δηκτικό τρόπο: αν μετακινήσουμε το φακό των δημοσιολογούντων της χώρας μας από την κεντρική πολιτική σκηνή στο πεδίο της τοπικής αυτοδιοίκησης, τι θα διαπιστώσουμε; Συχνά η «τοπική εξουσία» φέρεται «αλαζονικά» και επομένως ο «λαός» μπορεί κάποτε να τη στείλει στην αντιπολίτευση. Ο Τζιουζέπε αντέτεινε: ας πάρουμε ένα ένα τα στοιχεία που συνθέτουν αυτήν την ετυμηγορία. Πρώτος και καλύτερος ο «λαός»: ένα αφηρημένο πλάσμα που βολεύει κάθε φορά όσους τον επικαλούνται. Στην περίπτωσή μας συνευρέθησαν συντηρητικοί και σφραγιδοφύλακες των ριζοσπαστών (και οι δύο προτάσσουν το κριτήριο της «αλαζονείας»).


Καλώς, συγκατένευσε ο Λούτσο. Η «αλαζονεία» όμως παραμένει προς εξέταση ως στόχος που κατανικήθηκε. Ο Τζιουζέπε αποπαίρνει ευγενικά τον ευφάνταστο ποιητή. Εχουμε πράγματι, αν μεταφερθούμε από τη χαρακτηρολογία των ανθρώπινων τύπων διαγωγής στους τρόπους άσκησης μιας πολιτικής, έστω στο μικρόκοσμο της αυτοδιοίκησης, μια συμπεριφορά υπέρμετρα υπερήφανη και συναφώς περιφρονητική προς τους άλλους; Φιλοξενούμαστε μία βδομάδα στο Σαν Πελεγκρίνο Τέρμε και ό,τι μαθαίνουμε κινείται προς την ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση. Δηλαδή;, τον διέκοπτε ο εξάδελφος που δεν χώνευε την απόκρουση της μεταφορικής χρήσης της γλώσσας και επομένως το λιγοστό αντίκρισμα που θα είχε για το θέμα τους η επίκληση της «αλαζονείας».


Ας πιάσουμε τα πράγματα από την αρχή, αναγκάσθηκε και ο Λούτσο να ακολουθήσει τον Τζιουζέπε που οριοθετούσε το ζήτημα με τον εξής τρόπο. Πώς θα μπορούσε να στοιχειοθετηθεί η ετικέτα: «αλαζονεία της εξουσίας», όταν η τοπική αυτοδιοίκηση έχει και στη χώρα μας (όπως και σε πολλές άλλες της Δυτικής Ευρώπης) σαφή όρια; Εντός ή εκτός αυτών των ορίων κυριολεκτείται μια τέτοια «αλαζονική» συμπεριφορά των φορέων της; Κι εδώ, στο Σαν Πελεγκρίνο Τέρμε, την παρουσία του κράτους καμιά τοπική εξουσία δεν θα μπορούσε να υπερβεί, χωρίς να παρανομήσει, ούτε ειδικότερα την κείμενη νομοθεσία που καθορίζει δικαιώματα και υποχρεώσεις. Θα ακολουθήσω τη συλλογιστική σου, παραδέχθηκε ο Λούτσο. Πράγματι, όταν ένας δήμαρχος που εισηγείται, όπως εδώ ο απερχόμενος, ο Σαν Τζιάκομο, και το δημοτικό του συμβούλιο που αποφασίζει, δεν αυθαιρετεί, όταν ακριβώς λειτουργεί με βάση όσα υπαγορεύουν οι νόμοι, τι είδους «αλαζονεία» θα τους ταίριαζε;


Η στιχομυθία μεταξύ τους και με μοναδικό παράδειγμα το δήμο του Σαν Πελεγκρίνο Τέρμε, δηλαδή χωρίς να γενικεύουν μια και η συζήτησή τους δεν είχε ακόμη ολοκληρωθεί. Ο ένας: όταν το Δημαρχείο ήταν ορθάνοιχτο, όλη την εβδομάδα, στους πολίτες για να «βρουν το δίκιο τους», τότε τι συνιστά «αλαζονεία»; Οταν, συνεχίζει ο άλλος, δεν κρατάς σε προεκλογική ομηρεία «απασχολήσιμους» ή υπό διορισμό συμπολίτες και συμπολίτισσες και είναι εντελώς διαφανείς οι όροι της επιλογής τους, τότε τι είδους «αλαζονεία» διέπει μια τέτοια πρακτική; Οταν τυχόν ενστάσεις προς το υπερκείμενο αρμόδιο όργανο πέφτουν παταγωδώς στο κενό, τότε πού βρίσκεται η «αλαζονεία», στους ενιστάμενους ή τάχα σε όσους δεν τους προσέλαβαν και δεν χρωστούν λιρέτα σε κανέναν;


Εδώ βρίσκει πάτημα ο Λούτσο: η μόνη περίπτωση να θεωρηθεί μια αυτοδιοικητική απόφαση ως «αλαζονική» είναι η πλήρης εκδίωξη του «ρουσφετιού». Δηλαδή όταν δεν υπάρχει καμιά «εξαίρεση» από τη χρηστή διοίκηση; Διευκρίνιζε ο Τζιουζέπε: ο καθένας για τον εαυτό του και όλοι μαζί, ως εκλογική πελατεία, για την επικείμενη εκλογική αναμέτρηση; Η ριζική όμως απομάκρυνση από μια παράνομη ή έστω χαριστική παροχή, από μια ημινόμιμη εκδούλευση, είναι το ακριβώς αντίθετο των «ρουσφετολόγων».


Συχνά μια τέτοια πρακτική «ρουσφετιού» (όπως πέρασε από τις τουρκοκρατούμενες παλαιότερα χώρες η έκφραση), από κάτω προς τα πάνω και από τα πάνω προς τα κάτω, ευδοκιμεί – σε αρκετούς δήμους της Ιταλίας – όταν συντελείται η πραγματική ή η υποτιθέμενη υποκατάσταση του κράτους από την τοπική αυτοδιοίκηση. Η πρακτική μάλιστα αυτή διευρύνεται στις περιπτώσεις που οι δήμοι παρεμβαίνουν σε θέματα πολεοδομίας, εκπαίδευσης, υγείας, απασχόλησης, πρόνοιας κτλ. Δηλαδή εκεί, διακόπτει ο Λούτσο, όπου οι αρμοδιότητές τους έχουν πολλαπλασιασθεί, χωρίς αντίστοιχα να δραστηριοποιείται ένας αξιόπιστος μηχανισμός εποπτείας. Και οι δύο εξάδελφοι, στο τέλος, με ένα στόμα, απευθύνονται στον Σαν Τζιάκομο: σε έφαγε η υπερηφάνεια της νομιμότητας και του δικαίου…


Ο κ. Παναγιώτης Νούτσος είναι καθηγητής της Κοινωνικής και Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.