Αν είναι αλήθεια ότι η βία είναι η «μαμή της Ιστορίας», τότε ζούμε πραγματικά σε ιστορική εποχή και κάτι καινούργιο γεννιέται, που όμως δεν είναι καθόλου ευοίωνο. Η συλλογική βία, η βία στις σχέσεις κράτους – πολίτη αλλά και η διαπροσωπική και ενδοοικογενειακή βία αποτελούν φαινόμενα που παίρνουν διαστάσεις σε μια εποχή γενικότερων κοινωνικών ανακατατάξεων και αύξουσας κοινωνικής δυσφορίας. Από μία άποψη, η βία αποτελεί ένα μήνυμα σχετικά με την κατάσταση μιας κοινωνίας που δεν είναι εύκολο να αποκωδικοποιηθεί αλλά ούτε και να παρακαμφθεί.


Τα φαινόμενα βίας που συνδέονται με ευρύτερα ζητήματα τάξης στην κοινωνία ταυτίζονται συνήθως με τη συλλογική βία, που έχει με την ευρεία έννοια πολιτικό χαρακτήρα. Χαρακτηριστικό των φαινομένων συλλογικής «αυθόρμητης» βίας που συμβαίνουν τον τελευταίο καιρό στην Αθήνα είναι ότι η βία αυτή διαφέρει από ανάλογα φαινόμενα του παρελθόντος καθώς είναι εσωστρεφής και «βουβή»: αφήνει μεγάλα περιθώρια σε εκτιμήσεις, δεν καθιστά σαφώς αναγνωρίσιμο τον συμβολικό της χαρακτήρα, με αποτέλεσμα να παρουσιάζεται μέσα από τα φίλτρα της ειδησεογραφίας ως αυτοσκοπός ή ως σχεδόν «ιδιωτική» υπόθεση (μεταξύ οπαδών ή Αστυνομίας και κουκουλοφόρων), ξένη με τους γενικούς κοινωνικούς στόχους. Παρ’ όλα αυτά, αποτελεί στην πραγματικότητα μέρος των κοινωνικών προβλημάτων.


Οι συνθήκες που συνθέτουν αυτό το νέο σπιράλ βίας ανιχνεύονται στις κοινωνικές αντιφάσεις που χαρακτηρίζουν την εποχή μας. Σε μια κοινωνία στην οποία η προσφορά τεχνολογικών μέσων επικοινωνίας είναι αντιστρόφως ανάλογη προς την καλλιέργεια κριτικής σκέψης και σε ευθεία αναλογία με την απαξίωση της γνώσης, τον κοινωνικό ανταγωνισμό, τη συρρίκνωση των προσδοκιών στη δυνατή συγκίνηση και στην αποτελεσματικότητα και όπου ο διάλογος έχει υποκατασταθεί από θεαματικές φωνές, η νοοτροπία πολέμου κυριαρχεί και διαπερνά όλο το φάσμα κοινωνικών σχέσεων. Σε τέτοιες συνθήκες οι κανόνες έχουν σχετική αξία, δημιουργούνται πεποιθήσεις ότι ο πολιτικός λόγος είναι άχρηστος, ότι η βία δίνει νόημα στη ζωή έστω και για μία στιγμή, ότι όλα επιτρέπονται. Ταυτόχρονα το νόημα της ελευθερίας και των δικαιωμάτων αλλοιώνεται, γεγονός που χαρακτηρίζει όλη την κλίμακα της κοινωνικής ιεραρχίας, αλλά είναι απτό κυρίως στη συλλογική βία.


Εδώ αρχίζει η άλλη όψη του θέματος. Υπό την πίεση της μεγάλης θεατότητας της βίας στους δρόμους, αφενός δημιουργούνται στερεότυπα για τους δράστες με βάση τα οποία στιγματίζονται ως επικίνδυνες ολόκληρες κοινωνικές ομάδες και αφετέρου εμπλουτίζονται συνεχώς οι μηχανισμοί ελέγχου και επιτήρησης ειδικά υπόπτων ομάδων. Ετσι προκύπτει το ζήτημα της προσβασιμότητας της Αστυνομίας στον χώρο (γεωγραφικό ή κοινωνικό) ώστε να έχει εικόνα (βλ. πληροφορία) για πρόσωπα και πράγματα. Κατά κανόνα, μια περιοχή χαρακτηρίζεται άβατο (no-go place) σε συνάρτηση με τη σύνθεση του ελεγχόμενου πληθυσμού, τα κοινά συμφέροντά του και τους πολιτισμικούς, οικονομικούς, ιδεολογικούς κτλ. δεσμούς που τον χαρακτηρίζουν.


Οι συνθήκες όμως υπό τις οποίες μετατρέπονται σε άβατο περιοχές μέσα στην πόλη δεν είναι άσχετες με τις στρατηγικές αστυνόμευσης. Συνήθως έχει προηγηθεί στην περιοχή μια έντονη και ανεξέλεγκτη υπερδραστηριότητα της Αστυνομίας με αδικαιολόγητους και συχνούς ελέγχους, μαζικές προσαγωγές, έρευνες χώρων και πραγμάτων και με περιπολίες ειδικών μονάδων καταστολής. Αυτό το στρατιωτικό, όπως ονομάζεται, μοντέλο αστυνόμευσης, όπως προκύπτει από τα γεγονότα του Λος Αντζελες (1992), των γαλλικών προαστίων (2006) κ.α., όχι μόνο δεν περιόρισε την εγκληματικότητα αλλά αντίθετα «αποκάλυψε» την εγκληματικότητα της ίδιας της Αστυνομίας κυρίως εις βάρος κοινωνικά ευάλωτων ομάδων και νέων.


Οι περίφημοι κουκουλοφόροι υποθέτουμε ότι είναι νέοι (ή και νέοι) καθώς δεν είναι αναγνωρίσιμοι. Ωστόσο η μεθοδολογία δράσης τους έχει διαφορές τόσο με ανάλογες περιπτώσεις του παρελθόντος όσο και με τις πρακτικές συλλογικών κοινωνικών κινημάτων. Η «πρωτοτυπία» τους συνίσταται στο γεγονός ότι στην επιχειρησιακή ανάπτυξη των δυνάμεων καταστολής αντιπαρέθεσαν τον αυτοσχέδιο κλεφτοπόλεμο.


Δεν είναι όμως μόνον αυτό. Η βία που παρατηρούμε αυτή την περίοδο θέτει υπό αμφισβήτηση την αποτελεσματικότητα της σύγχρονης τεχνολογίας επιτήρησης. Μεταξύ άλλων οι κουκουλοφόροι και τα γεγονότα στην Παιανία μας δείχνουν ότι το έγκλημα και η βία «προσαρμόζονται» κατά το modus operandi έτσι ώστε οι δράστες να παραμένουν στο απυρόβλητο: είτε μεταφέρεται εκεί όπου δεν υπάρχουν κάμερες είτε τα πρόσωπα κρύβονται, πρακτική που καταργεί τα στερεότυπα και αφήνει ως μόνα αποδεικτικά στοιχεία τον σωματότυπο και άλλα νομικά και λογικά απαράδεκτα τεκμήρια (όπως τα δύο πράσινα παπούτσια του φοιτητή στη Θεσσαλονίκη). Σε κάθε περίπτωση αυτό που προκύπτει είναι ότι απέναντι σε ένα δυναμικό ανθρώπων διαθέσιμο να καταφύγει στη βία και στην πρόκληση αντιπαρατίθενται λογικές του κράτους ασφαλείας ή του δικαίου του εχθρού ξένες προς το κράτος δικαίου.


Επιπλέον αυτή η βία που αναπαράγει συνεχώς την ανάγκη Αστυνομίας αποτρέπει ταυτόχρονα την προσοχή από τη γενικότερη κοινωνική βία και την εγκληματικότητα που διαχέεται στην πόλη. Ετσι στην ίδια περιοχή, π.χ. στα Εξάρχεια, ενώ η Αστυνομία ήδη βρίσκεται σε κατάσταση συναγερμού για τους κουκουλοφόρους, δεν διαφαίνεται μια ανάλογη στρατηγική για το εμπόριο ναρκωτικών, τη μαύρη εργασία και το οικονομικό έγκλημα. Ταυτόχρονα σε άλλες γειτονιές της Αθήνας αναπτύσσονται συστηματικά φαινόμενα εκμετάλλευσης των ανθρώπων, είτε λέγεται εκμετάλλευση μεταναστών και ανηλίκων είτε λέγεται προστασία μαγαζιών είτε εμπορία ανθρώπων είτε άλλο. Είμαστε αλήθεια πεπεισμένοι ότι σε αυτούς τους κοινωνικούς χώρους κυριαρχεί λιγότερη βία ή το κύριο μέλημα της πολιτείας είναι η αυτοσυντήρηση των μηχανισμών της και η διατήρηση της αθλιότητας απλά υπό έλεγχο σε συγκεκριμένες περιοχές της πόλης;


Το πρόβλημα είναι ότι η βία στη σύγχρονη πόλη αντιμετωπίζεται ως ένας «κόσμος» ξεχωριστός από την υπόλοιπη κοινωνία. Γι’ αυτό και η καταστολή συχνά βρίσκει συναινέσεις. Δηλαδή, η βία, αν και το πλέον ατόφιο προϊόν της κοινωνίας μας, θεωρείται ξένη προς τις κοινωνικές σχέσεις. Και για να την αντιμετωπίσουμε φαίνεται ότι είμαστε διατεθειμένοι να εκχωρήσουμε τα πάντα: και πρώτα από όλα τα δικαιώματα και τις ελευθερίες μας.


Η κυρία Σοφία Βιδάλη είναι επίκουρη καθηγήτρια Εγκληματολογίας στο Τμήμα Κοινωνικής Διοίκησης του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης.