Η προκήρυξη του Επαναστατικού Αγώνα, μεταξύ άλλων, σηματοδοτεί το τέλος μιας περιόδου κατά την οποία έγινε σταδιακή αλλά σαφής στροφή της αντεγκληματικής πολιτικής από την αστυνόμευση της εγγύτητας (που έμεινε ευσεβής πόθος) στην αστυνόμευση της σύγκρουσης και σε στρατηγικές «πολέμου» για την αντιμετώπιση φαινομένων κοινωνικής αναταραχής αλλά και του κοινού εγκλήματος. Ο «πόλεμος στους νέους», που εγκαινιάστηκε ως «πόλεμος στους διαδηλωτές», χρησιμοποιήθηκε στον δημόσιο λόγο για την επανακατασκευή της κοινωνικής ανασφάλειας με άξονα όχι πια τους μετανάστες και τους εγκληματίες, αλλά τον έλεγχο μιας γενιάς νεολαίων που φαίνεται ότι δεν πείθεται από το υπάρχον κομματικό και πολιτικό σύστημα. Οποιο επιχείρημα ταύτισης του φοιτητικού κινήματος συνολικά με τους κουκουλοφόρους, τους αναρχικούς και γενικώς τους αντιεξουσιαστές υποδηλώνει αμηχανία και αδυναμία να συστηματοποιηθούν και να αξιολογηθούν οι λεπτές αλλά και κρίσιμες διακρίσεις και διαφορές, σχετικά με τις συνθήκες που ευνοούν την κοινωνική και πολιτική βία. Ταυτόχρονα καλλιεργεί μια νοοτροπία εχθρότητας και πολέμου ανάμεσα στους φορείς καταστολής και στην κοινωνία, ενώ άτυπα νομιμοποιεί ηθικά την αστυνομική βία, ως αναγκαία «άμυνα» της κοινωνίας απέναντι στο έγκλημα.


Τέτοιες τάσεις στην αντεγκληματική πολιτική συρρικνώνουν το πρόβλημα της δημόσιας ασφάλειας και τάξης σε τεχνικό ζήτημα εξοπλισμού ή έλλειψης προσωπικού, χωρίς να το συνδέουν με τον επαγγελματισμό, το εκπαιδευτικό σύστημα ή την επαγγελματική νοοτροπία της Αστυνομίας. Η μηδενική ανοχή στους νέους όμως σε περιόδους κρίσεων ποτέ δεν υπήρξε πραγματικά αποτελεσματική. Κατά κανόνα έχει αντίθετα αποτελέσματα, όπως έχει δείξει η εμπειρία άλλων κρατών. Επιπλέον, επειδή η πολιτική και οι συλλογικές δράσεις, παρά την κρίση τους, δεν έχουν αποδιαρθρωθεί τελείως στην Ελλάδα, οι θετικές στάσεις απέναντι στη βία εξακολουθούν να έχουν πολιτικο-κοινωνικό χαρακτήρα και να μην εκφράζονται μόνον ως διαπροσωπική βία συνδεόμενη με το κοινό έγκλημα και τον φόβο του εγκλήματος.


Ετσι τα προβλήματα βίας φαίνεται ότι δημιουργούνται σε διαφορετικούς κοινωνικούς χώρους ταυτόχρονα. Από την άποψη αυτή, δεν είναι βέβαιο αν στην παρούσα φάση η δράση του Επαναστατικού Αγώνα θα πρέπει να μας προβληματίζει περισσότερο από τα γεγονότα της Παιανίας. Μια ένοπλη οργάνωση μπορεί να επιβιώνει πολιτικά και οργανωτικά μόνον αν βρίσκει κοινωνικά ερείσματα. Και τα κοινωνικά ερείσματα προκύπτουν όταν έχουν βάση σε πραγματικά προβλήματα. Η συνωμοσιολογία περί τρομοκρατικών οργανώσεων μπορεί να στρέφει κατά καιρούς το ενδιαφέρον σε «σκοτεινές» επιδιώξεις ή ανοχές, αλλά σαφώς απομακρύνει τη συζήτηση σχετικά με τις συνθήκες και τους λόγους που ευνοούν το «πέρασμα στην πράξη» της ένοπλης βίας. Αυτούς τους λόγους αναδεικνύει ή επιχειρεί να «κατασκευάσει» η προκήρυξη του «Επαναστατικού Αγώνα».


Από την προκήρυξη αυτή, παρ’ όλα όσα διατείνεται η πλειονότητα των σχολιαστών, καμία ειδική στοχοποίηση δεν προκύπτει, εκτός από αυτήν που οι ίδιοι οι συντάκτες επισημαίνουν: δηλαδή στοχοποιείται το σύνολο της Αστυνομίας. Πρόκειται για ένα συγκροτημένο κείμενο-πρόσκληση, ενώ όποια ανάλυση τονίζει τα περί απειλών κατά του Κοινοβουλίου μάλλον φοβικούς συνειρμούς δημιουργεί παρά διαφωτίζει το πλαίσιο δράσης της οργάνωσης.


Μετά τα γεγονότα στον Αγνωστο Στρατιώτη το ερώτημα σχετικά με το πού μπορεί να φθάσει η βία αν συνεχιστεί η αναταραχή απετέλεσε μάλλον κοινό τόπο. Είναι άλλο ζήτημα αν οι συντάκτες του κειμένου της προκήρυξης επιχειρούν να αξιοποιήσουν πολιτικά προς όφελός τους το γεγονός αυτό, όπως και γενικά τις μαζικές κινητοποιήσεις για την Παιδεία. Αυτό που πρέπει να προβληματίσει όμως είναι αφενός ότι παρόμοιες αναλύσεις ενδεχομένως θα βρουν συναινέσεις, αφετέρου ότι μάλλον επιχειρείται η «ιδεολογική διαφώτιση» μιας νέας γενιάς αστυνομικών σχετικά με το αρνητικό πρόσωπο της δουλειάς του αστυνομικού. Ετσι είναι αξιοσημείωτο ότι η προκήρυξη θέτει το ζήτημα του επαγγελματισμού της Αστυνομίας (από τη δική της οπτική βέβαια).


Το αποτέλεσμα είναι ότι τελικά «περάσαμε» σε μια νέα φάση «πολέμου»: τα Εξάρχεια έγιναν ξανά επικίνδυνη περιοχή, το κύρος της Αστυνομίας πλήττεται σοβαρά, οι σφαίρες από καουτσούκ φαίνεται ότι πρόκειται να χρησιμοποιηθούν (κατά τίνος άραγε;) και οι αστυνομικοί ζουν δέσμιοι των επιλογών που η νέα αντεγκληματική πολιτική προτάσσει, ενώ μια νέα γενιά ανθρώπων «κλείνει το μάτι» ξανά στην ένοπλη βία και στη «λαϊκή» αυτοδικία. Και μάλιστα είναι προφανές ότι αυτή η νέα γενιά τιμωρών του δρόμου δεν φοβάται, ποντάρει με μεγάλη ικανότητα στην έκπληξη και εκμεταλλεύεται με αποτελεσματικότητα μέχρι στιγμής τα κενά των στρατηγικών αστυνόμευσης. Το πιο αποκαρδιωτικό για τους υπέρμαχους της σκληρής αντεγκληματικής πολιτικής είναι ότι, όπως φαίνεται, το σύστημα μέτρων για την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας σε τίποτε δεν συνέβαλε ώστε να αποτρέψει (πόσο μάλλον να καταστείλει) φαινόμενα ένοπλης βίας, αλλά αντίθετα τροφοδότησε ακραίες στάσεις και συμπεριφορές. Αρα δύο ερωτήματα τελικά προκύπτουν: αν συνεχιστεί η πολιτική της μηδενικής ανοχής απέναντι σε κοινωνικά προβλήματα, είμαστε σίγουροι ότι δεν κουβαλάμε νερό στον μύλο του εχθρού; Και δεύτερον, ποιος ωφελείται από την καταστολή;


Η κυρία Σοφία Βιδάλη είναι επίκουρη καθηγήτρια Εγκληματολογίας στο Τμήμα Κοινωνικής Διοίκησης του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης.