Η αντιπαράθεση μεταξύ του στρατού και του κόμματος του Ερντογάν παρουσιάζεται στα ΜΜΕ σαν μια σύγκρουση αξιών. Σύγκρουση μεταξύ του κοσμικού Κεμαλισμού και του θεοκρατικού Ισλάμ. Εξ ού και η υπόθεση της «μαντίλας», ως συμβόλου του τελευταίου, παίζει τόσο κεντρικό ρόλο στην τωρινή διαμάχη. Οταν το πρόβλημα παρουσιάζεται με τον παραπάνω τρόπο, δηλαδή ως μια σύγκρουση μεταξύ δύο αντικρουόμενων ιδεολογιών, τότε υποβαθμίζεται ή και εξαφανίζεται το κύριο πρόβλημα: η κυριαρχία του στρατού μέσα στο κράτος. Ή, για να το πω διαφορετικά, η ανισορροπία δύναμης μεταξύ στρατού και κοινοβουλίου. Αυτή η δομική ανισορροπία είναι πολύ πιο βασική από την ιδεολογική αντιπαράθεση. Και αυτό από την άποψη πως αν με κάποιον τρόπο βρεθεί ένας σταθερός συμβιβασμός στο επίπεδο της ιδεολογίας, η αστάθεια και οι δυσλειτουργίες της τουρκικής Δημοκρατίας όχι μόνο δεν θα εξαφανιστούν, αλλά θα εξακολουθούν να εντείνονται.


Στο σημείο αυτό μια σύγκριση με το ελληνικό πολιτικό σύστημα της δεκαετίας του ’60 είναι χρήσιμη. Σε αυτή τη δεκαετία είχαμε στη χώρα μας μια κηδεμονευόμενη δημοκρατία: ο ελληνικός στρατός εξακολουθούσε να παίζει κυρίαρχο ρόλο στο μετεμφυλιακό, αντικομμουνιστικό κράτος. Οπως και στη σημερινή Τουρκία, υπήρχε μια δομική ανισορροπία μεταξύ στρατού (και δευτερευόντως του θρόνου) από τη μια μεριά και κοινοβουλίου από την άλλη. Κατά τελείως αντιδημοκρατικό τρόπο ήταν ο στρατός και ο θρόνος, παρά τα κόμματα, που αποτελούσαν την κυρίαρχη πολιτική δύναμη της χώρας. Την ίδια περίοδο όμως βλέπουμε, λόγω της ταχείας εκβιομηχάνισης και αστικοποίησης, μια μαζική κινητοποίηση και ένταξη των λαϊκών στρωμάτων στην ενεργό πολιτική. Αυτές οι ανερχόμενες πολιτικές δυνάμεις, υπό την αρχηγία της Ενωσης Κέντρου, αμφισβήτησαν τη δύναμη που είχε ο θρόνος και, ακόμη περισσότερο, ο αντικομμουνιστικός στρατός μέσα στο πολιτικό σύστημα. Αντίθετα με αυτό που υποστήριξαν οι πραξικοπηματίες, αυτή η αμφισβήτηση δεν έθετε σε κίνδυνο το αστικό καθεστώς της χώρας. Εθετε όμως υπό αμφισβήτηση την κυριαρχία του στρατού μέσα στο κράτος. Συγκεκριμένα έθετε υπό αμφισβήτηση τα πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά προνόμια ενός αριθμού αξιωματικών (ανωτέρων και μη) που κινούσαν τα νήματα πίσω από τις πλάτες των πολιτικών.


Η δομική αντινομία μεταξύ της μαζικής κινητοποίησης από τη μια μεριά και του ημίκλειστου πολιτικού συστήματος από την άλλη έθετε το εξής δίλημμα στις εξωκοινοβουλευτικές κυρίαρχες δυνάμεις: είτε να υποχωρήσουν «ανοίγοντας» το πολιτικό σύστημα, είτε να επιμείνουν στη διατήρηση της κυρίαρχης θέσης τους καταργώντας τελείως τους κοινοβουλευτικούς θεσμούς. Οι έλληνες στρατηγοί και οι συνταγματάρχες που τους πρόλαβαν επέλεξαν την αυταρχική λύση – χρησιμοποιώντας τον μπαμπούλα του κομμουνιστικού κινδύνου σαν νομιμοποιητική ιδεολογία.


Στη σημερινή Τουρκία η ραγδαία οικονομική ανάπτυξη δημιουργεί μια παρόμοια αντινομία μεταξύ της μαζικής κινητοποίησης και εισόδου των λαϊκών στρωμάτων στην ενεργό πολιτική και της αντιδημοκρατικής κυριαρχίας του στρατού στο πολίτευμα της χώρας. Ετσι οι τούρκοι στρατηγοί έχουν να αντιμετωπίσουν το ίδιο δίλημμα που οι έλληνες συνταγματάρχες αντιμετώπισαν στη δεκαετία του ’60: το δημοκρατικό άνοιγμα ή το δικτατορικό κλείσιμο του πολιτικού συστήματος.


Η διαφορά μεταξύ των δύο κηδεμονευόμενων κοινοβουλευτικών καταστάσεων είναι πως σήμερα η επιβολή δικτατορίας «α λα γκρέκα» είναι πολύ πιο δύσκολη. Και αυτό όχι μόνο ή κυρίως λόγω της ΕΕ, αλλά και λόγω του ότι, στην τωρινή μετακομμουνιστική περίοδο, οι ΗΠΑ ούτε έχουν ανάγκη ούτε επιδιώκουν ενεργά στρατιωτικές παρεμβάσεις και καθεστώτα λατινοαμερικανικού τύπου. Επιπλέον, αντίθετα με τις προηγούμενες στρατιωτικές επεμβάσεις (1960, 1971, 1980), η μαζική είσοδος των λαϊκών στρωμάτων στην ενεργό πολιτική καθιστά πολύ πιο δύσκολη τη δικτατορική λύση. Είναι ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο που και ο Ερντογάν και ο Γκιουλ δηλώνουν ξεκάθαρα πως δεν θα ενδώσουν στις πιέσεις του στρατιωτικού κατεστημένου. Αρα αν το κόμμα της Δικαιοσύνης και της Ανάπτυξης (ΑΚΡ) κερδίσει τις επερχόμενες εκλογές, οι πιθανότητες εκδημοκρατισμού του πολιτικού συστήματος – μέσω της άμβλυνσης της κυριαρχίας του στρατού – είναι μεγαλύτερες από αυτές της επιβολής μιας νέας στρατιωτικής δικτατορίας.


Συμπερασματικά, όπως ο κομμουνιστικός κίνδυνος ήταν μια πρόφαση που οι έλληνες συνταγματάρχες χρησιμοποίησαν για να προστατεύσουν την κυρίαρχη θέση τους, έτσι και σήμερα οι τούρκοι στρατηγοί χρησιμοποιούν τον απίθανο κίνδυνο της μετατροπής του κοσμικού, κεμαλικού κράτους σε θεοκρατικό σαν πρόφαση για να προστατεύσουν την κυρίαρχη θέση που έχει ο στρατός σήμερα. Γιατί το κοσμικό κράτος κινδυνεύει από τον ανερχόμενο φονταμενταλιστικό ισλαμισμό σε χώρες όπως η Αίγυπτος, η Τυνησία και η Αλγερία. Κατά κανέναν τρόπο όμως δεν κινδυνεύει στην Τουρκία όπου το φιλοευρωπαϊκό κόμμα του Ερντογάν κάθε άλλο παρά φονταμενταλιστικό είναι. Για να το επαναλάβω, αυτό που κινδυνεύει στη γείτονα χώρα είναι το πλέγμα των συμφερόντων / προνομίων (οικονομικών, κοινωνικών, πολιτικών) που οι στρατιωτικές ελίτ απολαμβάνουν λόγω της κυριαρχίας τους μέσα στο τουρκικό πολιτικό σύστημα.


Ο κ. Νίκος Μουζέλης είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας στη London School of Economics.