Υπάρχουν περίοδοι στις οποίες αυτό που έχουμε συνηθίσει να ονομάζουμε ιστορία μοιάζει να μη δίνει πια ρυθμό στον χρόνο. Ο τελευταίος, άρρυθμος, κυματίζει πάνω κάτω, πίσω μπρος, δεξιά και αριστερά, έρμαιο της δύναμης των πραγμάτων. Σε τέτοιες περιστάσεις βρισκόμαστε κάπως άοπλοι και στη ζωή και στη σκέψη μας και είμαστε υποχρεωμένοι να αρπαχτούμε από την πρώτη σανίδα που θα βρούμε μπροστά μας με την ελπίδα ότι η επόμενη μέρα θα είναι πιο ήρεμη, πιο λογική, πιο κοντά στις συνήθειές μας, περισσότερο οικεία. Να τα βάλουμε με τη φύση, δεν το μπορούμε: ένας βρυχηθμός της αρκεί για να εξαφανιστούν περιοχές ολόκληρες με τα βουνά και τα λαγκάδια τους, τις πόλεις και τα χωριά τους κι όλα τα ζωντανά τους. Τα λόγια μας εδώ είναι άκυρα και οι κατάρες μας θα γίνουν, θέλοντας και μη, βουβές προσευχές. Υπάρχουν και οι άλλοι, αυτοί που προσεύχονται φωναχτά. Αλλά η προσευχή τους είναι πόζα που επενδύει στον φόβο και τον πόνο των ανθρώπων με την ελπίδα – που σιγά σιγά γίνεται βεβαιότητα – ότι θα κερδίσουν τις ψυχές, θα τις υποτάξουν και θα τις οδηγήσουν οριστικά στην αδυναμία και την απραξία.


Αν δεν μπορούμε να τα βάλουμε με τη φύση, μπορούμε να τα βάλουμε με τους ανθρώπους, και το πεδίο δράσης εδώ είναι ανεξάντλητο. Ολοι διαμαρτυρόμαστε, όπως το διαπιστώνει ο Πασκάλ: αρχηγοί, υπαρχηγοί, υπήκοοι, γέροι, νέοι, δυνατοί, αδύναμοι, σοφοί, αδαείς, άρρωστοι και υγιείς. Πάντα φταίει ο άλλος, ο περίφημος πλησίον, τον οποίο πρέπει να αγαπάμε σαν τον εαυτό μας. Ο διπλανός μάς εμποδίζει, κυρίως επειδή τον χρειαζόμαστε για να του δείξουμε πόσο ανώτεροι είμαστε απ’ αυτόν. Δεν είναι καθόλου εύκολο να τον πείσουμε και γινόμαστε θηρία όταν καταλαβαίνουμε ότι έχει τις ίδιες απαιτήσεις με τις δικές μας. Σε καταστάσεις δύσκολες και επικίνδυνες όπως η προηγούμενη, ιδιαίτερα σε περιόδους όπως η τωρινή που η ιστορία μάς έχει στερήσει τις αισιόδοξες προοπτικές, έχουμε πάντα στη διάθεσή μας τις διόλου ευκαταφρόνητες, τελικά, γενικεύσεις: αλλάζουμε κλίμακα, στρογγυλεύουμε τις γωνίες και εξαφανίζουμε τα πάθη μας στην απρόσωπη χοάνη – έτσι μας βολεύει να πιστεύουμε – που ονομάζουμε πολιτική.


Η μεγάλη αυτή χοάνη μοιάζει να διαθέτει δύο εξόδους, μια στα δεξιά της και μια στα αριστερά της, ενώ στο κέντρο της βρίσκεται ο εύπλαστος χώρος που οι προϊστάμενες αρχές των δύο άκρων ονομάζουν μεσαίο. Η χοάνη γέρνει, ανάλογα με τους κλυδωνισμούς του χρόνου, πότε στα δεξιά της και πότε στα αριστερά της και τότε οι φύλακες και οι οπαδοί του άκρου που ευνοήθηκε από την κλίση στήνουν μεγάλες γιορτές και πανηγύρια. Στο άλλο άκρο, όπως είναι φυσικό, επικρατεί κάποια κατήφεια. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι τα επινίκια λόγια και στα δύο άκρα είναι προαποφασισμένα και γνωστά σε όλους: ο ευνοημένος της στιγμής υπόσχεται την επιστροφή στην ισορροπία, ενώ ο ηττημένος θεωρεί πως η ισορροπία θα επιστρέψει μόνον όταν ευνοηθεί το άκρο στο οποίο ανήκει ο ίδιος.


Θα ήταν όμως λάθος, κατά τη γνώμη μου, να θεωρήσουμε ότι η συμμετρία ανάμεσα στα δύο άκρα είναι απόλυτη. Στα αριστερά φαίνεται να υπάρχουν ακόμη κάποιες μνήμες από ένα μακρινό παρελθόν που υποσχόταν ένα πιο ανθρώπινο μέλλον. Αλλά και στα δεξιά υπάρχει μνήμη, και μάλιστα πολύ ζωηρή: η παράδοση του αυταρχισμού, η μεθοδική χρήση της απειλής ως μεθόδου διακυβέρνησης, αλλά και μια ιδιόμορφη απέχθεια, αν όχι μίσος, για τους νεότερους ανθρώπους, όταν αρνούνται να θεωρήσουν πρότυπο επιτυχίας τον τσιτουριδισμό. Το γεγονός ότι ο Καραμανλής ονομάζεται Μέρκελ στη Γερμανία και Σαρκοζί στη Γαλλία δεν έχει και τόση σημασία. Το θέμα είναι πώς ονομάζονται στις χώρες αυτές ο Τσιτουρίδης, οι βοηθοί του και οι θιασώτες του, δηλαδή οι άνθρωποι που όλο και περισσότερο μοιάζουν να δίνουν τον τόνο στην ευρωπαϊκή πολιτική.


Και με τους άλλους; Τι γίνεται με τους άλλους, τις μεγάλες μάζες των ανθρώπων που υποφέρουν, δυσκολεύονται να ζήσουν και δεν καταλαβαίνουν; Τα τελευταία λόγια του τρελού στον Γκόγκολ μπορούν ίσως να τους παρηγορήσουν: «Εξαντλήθηκα εντελώς, δεν μπορώ πια να υποφέρω τα βασανιστήριά τους, το κεφάλι μου βγάζει φλόγες, ο κόσμος γυρίζει, γυρίζει, γυρίζει, κι εγώ βουλιάζω, χάνομαι. Ανθρωποι του Θεού, σώστε με!… Μάνα! Μάνα! Ακουσέ με! Μάνα! Σώσε το δύστυχο παιδί σου! Ασε να πέσει ένα ζεστό σου δάκρυ στο πονεμένο του κεφάλι! Μάνα, μανούλα, κοίτα πώς βασανίζουνε τ’ αγόρι σου! Σφίξε το το φτωχό ορφανό στο στήθος σου: Δεν έχει θέση για τον γιο σου σ’ όλη τη γη! Από παντού τον διώχνουν!».


Ο κ. Γεράσιμος Βώκος είναι καθηγητής Φιλοσοφίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.