Πολύ συχνά ακούγονται από πανεπιστημιακούς καθηγητές, δημοσιογράφους, εκπαιδευτικούς και από επίσημα ακόμη χείλη (αρμόδιους Υπουργούς, Πολιτικούς ηγέτες, θέσεις κομμάτων κ.λπ.) ότι τα Πανεπιστήμια έχουν ως κύριο σκοπό να προετοιμάζουν επιστήμονες που θα εξυπηρετήσουν τις ανάγκες τής αγοράς, θα οδηγούν σε συγκεκριμένο επάγγελμα και θα εξασφαλίζουν δουλειά στους πτυχιούχους τους. Δίνεται δηλ. έμφαση σ’ έναν επαγγελματικό ρόλο των Πανεπιστημίων και στην εργασιακή αποκατάσταση των πτυχιούχων με το σύνηθες (πειστικό πράγματι) επιχείρημα ότι δεν επιτρέπεται ένας πτυχιούχος τού Πανεπιστημίου να δουλεύει ως ταξιτζής (!) ή ως εργάτης οικοδομών (!) για να εξασφαλίσει τα προς το ζην.


Επειδή στον τόπο αυτόν μιλάμε συνήθως όλοι για όλα, για πράγματα και θέματα που ξέρουμε αλλά και για όσα δεν γνωρίζουμε, χρησιμοποιώντας εύκολα – ενίοτε και εύλογα – επιχειρήματα (ο πτυχιούχος γιατρός που κάνει τον ταξιτζή!) και αποδίδοντας συχνά τις ευθύνες προς μη ευθυνόμενα πρόσωπα ή θεσμούς, είναι ίσως χρήσιμο να δούμε αυτό το κρίσιμο πράγματι ζήτημα στις σωστές του διαστάσεις και, κυρίως, σε σχέση με τους σκοπούς και την υφή λειτουργίας των ΑΕΙ. Θα το επιχειρήσουμε διά βραχυτάτων.


Γιατί έχουμε υπερπληθώρα πτυχιούχων που αναγκάζονται να παραμένουν άνεργοι, να ετεροαπασχολούνται ή να υποαπασχολούνται; Διότι οι εκάστοτε κυβερνήσεις, ασκώντας μια κοινωνική – είναι αλήθεια – πολιτική ανταπόκρισης στη μεγάλη ζήτηση για πανεπιστημιακές σπουδές αλλά, παράλληλα, και για πολιτική ικανοποίηση όσο το δυνατόν περισσότερων ψηφοφόρων (ζήτημα «πολιτικού κόστους» θεωρείται η μείωση τού αριθμού των εισαγομένων…), εισάγουν στα ΑΕΙ για πανεπιστημιακή εκπαίδευση τριπλάσιους ή πενταπλάσιους απ’ όσους μπορούν να μορφώσουν τα ΑΕΙ και εκατονταπλάσιους απ’ όσους μπορεί να απορροφήσει η αγορά. Η έλλειψη δηλ. κεντρικού κυβερνητικού σχεδιασμού με βάση τις ανάγκες σε επιστημονικά επαγγέλματα και σε επιστημονικές ειδικότητες σε συνδυασμό με το ολέθριο για τη χώρα «πολιτικό κόστος» και με ελαφρυντικό την υψηλή ζήτηση για πανεπιστημιακές σπουδές παράγουν τις στρατιές των, τελικά, άνεργων ή υποαπασχολούμενων πτυχιούχων. Ως προς τα ΑΕΙ παραμένουν με τη (συνταγματικά κατοχυρωμένη!) αυτοδιοίκησή τους, η οποία στην πράξη δεν τους επιτρέπει να έχουν καν λόγο στον αριθμό των εισαγομένων ούτε – πολύ λιγότερο – στην επιλογή των υποψηφίων!


Ας υποθέσουμε, όμως, ότι το αριθμητικό-ποσοτικό πρόβλημα μπορούσε να λυθεί με ορθοφροσύνη τού εκάστοτε κυβερνώντος κόμματος, με αγνόηση τού πολιτικού κόστους και συναίνεση των πολιτών. Ας υποθέσουμε ότι στα ΑΕΙ θα εισάγονταν α) όσοι χρειάζονται από πραγματικές ανάγκες τής αγοράς, και β) όσοι θα μπορούσαν να τους εκπαιδεύσουν επαρκώς με το δυναμικό και τις υποδομές τους τα Πανεπιστήμια. (Επ’ ευκαιρία ας σημειωθεί ότι η «λύση» τού από μηχανής Θεού των μη κρατικών – ή και ιδιωτικών – και των «Πανεπιστημίων δικαιόχρησης» θα επιδείνωνε ποσοτικά και ποιοτικά το πρόβλημα αυξάνοντας ανεξέλεγκτα τον αριθμό των πανεπιστημιακών πτυχιούχων!)


Ωστόσο, κύριο και καίριο ζήτημα ουσίας παραμένει το ζήτημα τού τι είναι τα Πανεπιστήμια, ποιος είναι ο σκοπός τής λειτουργίας τους, τι παρέχουν σε μια κοινωνία και γιατί υπάρχουν. Ε λοιπόν, ας το ξεκαθαρίσουμε από την αρχή: Τα Πανεπιστήμια δεν είναι Επαγγελματικές Σχολές. Δεν είναι αρμοδιότητα κανενός Υπουργείου Εμπορίου. Είναι, πρώτα και πάνω απ’ όλα, χώροι Παιδείας. Τα Πανεπιστήμια είναι συστήματα εκπαίδευσης που παρέχουν γενική και εξειδικευμένη κατά επιστημονικούς κλάδους γνώση, που ανοίγουν δρόμους στη σκέψη, στην ψυχή και στο πνεύμα των φοιτητών. Που εισάγουν τους νέους επιστήμονες σε γνώσεις και στη γνώση και τους μαθαίνουν να προσεγγίζουν με ταπεινοφροσύνη και αυτογνωσία «τα άγια των αγίων», τη γνώση τού κόσμου, των άλλων και τού εαυτού τους καθώς και μιας ορισμένης περιοχής τού επιστητού βάσει συγκεκριμένης μεθοδολογίας που στηρίζεται στον ορθό λόγο, στο επιχείρημα και στην απόδειξη. Κύριος σκοπός των ΑΕΙ και των διδασκόντων σ’ αυτά είναι η έρευνα, η παραγωγή γνώσης και η περαιτέρω προώθησή της! Διδάσκεις αυτά που ο ίδιος ερευνάς, στηριζόμενος και στην προϋπάρξασα και εμπεδωμένη έρευνα των άλλων. Διδασκαλία χωρίς έρευνα είναι αδιανόητη. Αν κάτι ξεχωρίζει τα Πανεπιστήμια και τη γνώση στα Πανεπιστήμια (σε αντίθεση λ.χ. προς τη γενική ή την επαγγελματική παιδεία) είναι η αναζήτηση τής γνώσης μέσα από την έρευνα, η θεωρία και οι εφαρμογές της.


Ας το καταλάβουμε, το Πανεπιστήμιο δεν είναι Επαγγελματική Σχολή. Δεν διδάσκει επάγγελμα. Δίνει γνώσεις, μέθοδο και τρόπους αναζήτησης τής γνώσης, που μπορούν να αξιοποιηθούν επαγγελματικά για οποιοδήποτε επάγγελμα. Δεν είναι τυχαίο πως ένα πτυχίο ανθρωπιστικών σπουδών σ’ ένα καλό Αγγλικό Πανεπιστήμιο εξασφαλίζει στη χώρα αυτή μια ζηλευτή σταδιοδρομία σε Τράπεζα, στη Διοίκηση ή σε Επιχειρήσεις. Η στενή, περιοριστική αντίληψη ότι το Πανεπιστήμιο εκπαιδεύει γιατρούς, νομικούς, μηχανικούς, εκπαιδευτικούς κ.τ.ό. μετατρέπει το Πανεπιστήμιο σε Επαγγελματική Σχολή με ό,τι αυτό συνεπάγεται: όλο και μεγαλύτερη εξειδίκευση που περιορίζει τον ορίζοντα τής σκέψης και τής θεώρησης και, κυρίως, κατάργηση όλων των κλάδων τού Πανεπιστημίου που δεν οδηγούν άμεσα σε επάγγελμα (τι χρειάζεται η Φιλοσοφία, οι Τέχνες, η Φιλολογία, τα Μαθηματικά αλλά και η θεωρία των οικονομικών ή τού δικαίου κ.λπ.). Καταργεί τη γνώση για τη γνώση, τη μόρφωση για τη μόρφωση, την απόλαυση «τού ειδέναι».


Δεν υπάρχει πιο τραγική παρανόηση τού σκοπού και τού ρόλου τής Ανώτατης Παιδείας από το να την ευτελίσουμε σε ξερή επαγγελματική γνώση που τελικά θα αλλοιώσει και την ίδια την ποιότητα τού επαγγέλματος.


Ο κ. Γεώργιος Μπαμπινιώτης είναι καθηγητής τής Γλωσσολογίας, πρόεδρος τού Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού, τ. πρύτανης τού Πανεπιστημίου Αθηνών.