Ο Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας (ΔΣΕ) υπήρξε ένα από τα πολλά θέματα-ταμπού της ιστοριογραφίας της δεκαετίας του ’40, τόσο για την Αριστερά όσο και για τους αντιπάλους της. Κάποιες από τις πτυχές του μυθοποιήθηκαν, ενώ άλλες αποσιωπήθηκαν ή υποβαθμίστηκαν. Εδώ και μερικά χρόνια προβάλλεται μια αγιογραφική εικόνα του ΔΣΕ στο επίπεδο της δημόσιας μνήμης, κυρίως με τις εορταστικές εκδηλώσεις του ΚΚΕ στον Γράμμο, όπου εκφράζεται «δέος και περηφάνια για τα τρία χρόνια 1946-1949». Από την προσπάθεια αυτή δεν απουσιάζει και η γραφίδα κάποιων ιστορικών. Δυστυχώς, η μετατροπή της τραγωδίας σε έπος αποτελεί εύκολη υπόθεση για όσους συγχέουν την ιστορική έρευνα με τα «φαντάσματα των εφηβικών τους χρόνων».


Από τη μία, ο ΔΣΕ περιγράφεται ως ένας στρατός ηρώων ο οποίος «γνώριζε να γλεντά μια επανάσταση που υποσχόταν, στους ίδιους και στις μικρές κοινωνίες απ’ όπου προέρχονταν, έναν κόσμο πολύ καλύτερο από αυτόν που είχαν ως τότε γνωρίσει», ενώ οι μαχητές του υποτίθεται ότι ήταν «δεμένοι στη ζωή και στον θάνατο με μια υπόθεση ονειρική». Από την άλλη, η περιγραφή του εμφυλίου πολέμου ως μιας τραγωδίας όπου δύο ελληνικοί στρατοί «μακελεύτηκαν μεταξύ τους» στιγματίζεται, και μάλιστα σε γλώσσα παραστρατιωτική, ως «παράδοση των όπλων της σημερινής Αριστεράς, κατάθεση των επιχειρημάτων της στα πόδια του εχθρού και ακύρωσή της». Ετσι, η ηρωοποίηση του ΔΣΕ μετατρέπεται σε πράξη «προάσπισης της ιστορίας της Αριστεράς, υπόμνησης των αγώνων της και υπενθύμισης ότι η ιστορία δεν τελείωσε».


Η μυθοπλασία και η εργαλειοποίηση του παρελθόντος για την εξυπηρέτηση πολιτικών στόχων του παρόντος προσκρούει βέβαια στην επιστημονική έρευνα που, στην περίπτωση του ΔΣΕ, αποκαλύπτει πολύ ενδιαφέροντα παράδοξα: από δημογραφικής πλευράς, ο ΔΣΕ είχε λιγότερα κοινά στοιχεία με τον ΕΛΑΣ απ’ ό,τι θα περίμενε κανείς, αντίθετα μάλιστα από τον Εθνικό Στρατό (ΕΣ). Πράγματι, εκατοντάδες, αν όχι χιλιάδες, πρώην ΕΛΑΣίτες των πόλεων, των πεδινών και της Νότιας Ελλάδας στρατολογήθηκαν και πολέμησαν στις τάξεις του ΕΣ, ενώ ο ΔΣΕ άντλησε στρατολογικά κυρίως από τις ορεινές περιοχές της Κεντρικής και Βόρειας Ελλάδας και τις σλαβόφωνες κοινότητες της Δυτικής Μακεδονίας. Ιδιαίτερα αυτές οι τελευταίες χαρακτηρίζονταν από χαμηλό ή ακόμη και ανύπαρκτο πολιτικό φρόνημα και διάθεση για πόλεμο.


Ο «λαογέννητος στρατός» συνίστατο στην πλειονότητά του από στρατολογημένους εφήβους και νέους αγρότες και αγρότισσες, που είχαν πολύ μικρή σχέση με τον μαρξισμό-λενινισμό και με τα οράματα του ΚΚΕ για μια νέα κοινωνία. Οι περισσότεροι από αυτούς ανακάλυψαν τον σοσιαλισμό στα εργοστάσια, στα σχολεία και στις τεχνικές σχολές της Ανατολικής Ευρώπης και της ΕΣΣΔ μετά το τέλος του Εμφυλίου. Στην πραγματικότητα πολλοί από τους στρατολογημένους αντάρτες δεν είχαν καμία σχέση ούτε καν με την ΕΑΜική κινητοποίηση, που αυτή αποτελούσε αναμφίβολα σημείο αναφοράς, έστω και φαντασιακά, για τη συμμετοχή τους.


Πλιάτσικο, ληστεία, εκβιασμοί, απαγωγές και «υπερφορολόγηση» αποτελούσαν συχνά τις εντελώς αναγκαίες ενέργειες προκειμένου να σταματήσουν οι μαχητές του ΔΣΕ να τρέφονται με χορτάρια και να βάλουν μια μπουκιά ψωμί στο στόμα τους. Σε αρκετές περιοχές της Ελλάδας ο αντάρτης του ΔΣΕ ταυτίστηκε στη συλλογική μνήμη των χωρικών με τον ρακένδυτο γενειοφόρο, τον κυνηγημένο και περιπλανώμενο, που τρέφεται περιστασιακά από τα περισσεύματα της τροφής των φτωχών κατοίκων της ορεινής Ελλάδας. Αυτή η εικόνα απείχε πολύ από τους όμορφους αντάρτες και αντάρτισσες που απαθανάτισαν οι φωτογράφοι και οι σκηνοθέτες του ΔΣΕ, στρατευμένοι και αυτοί στην υπηρεσία ενός γνήσιου σταλινικού προπαγανδιστικού μηχανισμού.


Από μια άποψη βρισκόμαστε μπροστά σε μια ειρωνεία της Ιστορίας: οι αντάρτες του ΔΣΕ είχαν τα ακριβώς αντίθετα χαρακτηριστικά από τους φυλακισμένους της Ακροναυπλίας και τους ηγέτες τους κόμματος: οι περισσότεροι ξένοι προς το κομμουνιστικό κίνημα, κάτοικοι της υπαίθρου και αναλφάβητοι, με πολλές γυναίκες ανάμεσά τους, οι οποίες ήταν συνήθως εντελώς αμέτοχες πολιτικά, πολύ συχνά στρατολογημένες με το ζόρι, παρά τα κλάματα και τα παρακάλια να τις αφήσουν.


Αυτή λοιπόν η κοινωνική βάση βίωσε την ιεραρχημένη κοινωνική πραγματικότητα του ΔΣΕ. Ο κομμουνιστικός κόσμος όχι μόνο δεν υπήρξε άτρωτος στις «μικροαστικές ματαιοδοξίες», αλλά συνέβη ακριβώς το αντίθετο: ήταν εξαιρετικά ευάλωτος σε αυτές, πράγμα φυσικό καθώς η πίεση για κοινωνική άνοδο έβρισκε μόνο μία διέξοδο μέσα σε αυτόν τον κόσμο: την κομματική αναρρίχηση. Στην ίδια την ηγεσία του ΚΚΕ ο ανταγωνισμός για την εξουσία και τον απόλυτο έλεγχο υπήρξε αδυσώπητος. Ο Δημήτρης Βλαντάς το μεταφέρει αυτό στο ημερολόγιό του με τον πιο έντονο τρόπο: «Τη δουλειά του ΑΚΕ (Αγροτικού Κόμματος) να προσέξετε κι όχι τα πόστα» έγραφε στις 11.11.1948 και πρόσθετε: «Το θέαμα των κουκουέδων είναι αποκαρδιωτικό». Οχι μόνο δεν υπήρχε η απαιτούμενη συντροφική αλληλεγγύη, που υποτίθεται ότι έπρεπε να κυριαρχεί στις σχέσεις των ηγετικών στελεχών μεταξύ τους, αλλά αντίθετα η κρίση των διαπροσωπικών τους σχέσεων ήταν τόσο οφθαλμοφανής ώστε ακόμη και η ηγεσία του κόμματος να μιλάει για «έλλειψη ψυχικής επαφής ανάμεσα στους πολιτικούς επιτρόπους και τους μαχητές και αξιωματικούς […], έλλειψη ενότητας ανάμεσα στα στελέχη […], κλίμα αλληλοϋπόσκαψης και αλληλοεξόντωσης […], αγεφύρωτες αντιθέσεις [όπου] η διαβολή, η μηχανορραφία, η ραδιουργία ήταν μέσο ανάδειξης…».


Εν τέλει, πολύ περισσότερο από την ηρωική διάσταση ή το ιδεολογικό πείσμα της ηγεσίας του ΚΚΕ, η μελέτη του ΔΣΕ αναδεικνύει μια βαθύτατη ανθρώπινη τραγωδία: τη λυσσαλέα προσπάθεια δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων για επιβίωση σ’ έναν αγώνα που για τους περισσότερους από αυτούς δεν ήταν δικός τους.


Ο κ. Σ. Ν. Καλύβας και ο κ. Ν. Μαραντζίδης διδάσκουν Πολιτική Επιστήμη, στο Yale ο πρώτος και στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας ο δεύτερος.