Τα σχετικά με την Κατάβαση του Χριστού στον Αδη τα γνωρίζουμε από ορισμένες νύξεις των Ευαγγελίων και από τη μετέπειτα υμνολογία: ο Χριστός εισέβαλε ορμητικά στο σκοτεινό βασίλειο, συνέτριψε τις πύλες, ελευθέρωσε τους δεσμώτες και τους χάρισε ζωή με την ανάστασή του. Περισσότερες πληροφορίες θα βρούμε σε δύο απόκρυφες αφηγήσεις: αρχικά στο Ευαγγέλιο του Βαρθολομαίου και αργότερα στο Β’ μέρος του λεγόμενου Ευαγγελίου του Νικοδήμου, που επιγράφεται «Η εις Αδου Κάθοδος του Ιησού Χριστού». Η «Κάθοδος» είναι ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον κείμενο τόσο για τον λαϊκότροπο αφηγηματικό χαρακτήρα του όσο και το περιεχόμενό του και δεν χρειάζεται να τονίσουμε πως αποτελεί συνέχεια ενός λογοτεχνικού (και θεολογικού) τόπου που πρωτοεμφανίζεται στα ανατολικά κείμενα (έπος Γκιλγκαμές κ.α.), κορυφώνεται στην Οδύσσεια, επανέρχεται με διαφορετικό τρόπο και ήθος στους Βατράχους, επαναλαμβάνεται στον Βιργίλιο και φθάνει με ποικίλες μορφές ως τα βυζαντινά και μετέπειτα χρόνια.


Ο συντάκτης της «Καθόδου» στηρίζεται, όπως δηλώνεται, στις καταθέσεις δύο αδερφών που βρέθηκαν και οι ίδιοι νεκροί στον Αδη και αναστήθηκαν μαζί με τον Χριστό. Τα μέλη του εβραϊκού Συμβουλίου που εξακολουθούν να αμφισβητούν την ανάσταση κάλεσαν τα δύο αδέρφια για μάρτυρες. Κλειδαμπάρωσαν τις πόρτες της συναγωγής, τους όρκισαν στην Παλαιά Διαθήκη και τους ρώτησαν πώς και από ποιον αναστήθηκαν. Αυτοί ζήτησαν χάρτην και μέλαν και κάλαμον, κατέγραψαν όσα είδαν και τα παρέδωσαν σφραγισμένα στο Συμβούλιο. Ιδού η ιστορία τους με λίγα λόγια: Βρίσκονταν, λέει, μεσάνυχτα(!) σ’ ένα κατασκότεινο μέρος μαζί με αμέτρητους νεκρούς. Ξαφνικά άστραψε ο τόπος και όλοι τους, με πρώτους τον Αβραάμ, τους πατριάρχες και τους προφήτες, χαιρετίζουν χαρούμενοι το φως. Κοντά τους φτάνουν ο Βαπτιστής Ιωάννης, ο Αδάμ και ο γιος του ο Σηθ. Ο Σατανάς προειδοποιεί τον Αδη πως πρόκειται να κατέβει εκεί ένας που σταυρώθηκε με τις ενέργειές του επειδή συνεχώς του προκαλούσε ζημιές. Είναι επικίνδυνος και πρέπει να τον αλυσοδέσουν γιατί μπορεί να ελευθερώσει τους νεκρούς. Ενώ ο Αδης θορυβημένος κατηγορεί τον Σατανά για την επικίνδυνη απερισκεψία του, ακούγεται φωνή μεγάλη σαν βροντή, «Ανοίξτε τις πύλες και παραμερίστε για να εισέλθει ο βασιλέας της δόξας». Ο Αδης προστάζει τους δαίμονες να ασφαλίσουν τις πύλες αλλά του κάκου. Η φωνή ξανακούγεται και αμέσως συντρίβονται πύλες, αμπάρες και δεσμά και όλοι οι δεδεμένοι ελευθερώνονται. Ο νικημένος Αδης ρωτά να πληροφορηθεί αν αυτός ο μικρός ορώμενος και μεγάλα δυνάμενος είναι ο Ιησούς. Εκείνος πιάνει τον αρχισατράπη Σατανά από το κεφάλι για να τον δέσουν οι άγγελοι και μετά τον παραδίδει στον Αδη να τον κρατά ως τη δεύτερη Παρουσία. Ο Χριστός οδηγεί πίσω στον Παράδεισο τον Αδάμ και τους προφήτες και ο κύκλος που άνοιξε με την Εξοδο των πρωτοπλάστων κλείνει. Ολοι επιστρέφουν εκεί, ακόμη και ο ευλαβικός ληστής που σταυρώθηκε μαζί με τον Ιησού. Οσο για τους δύο αδελφούς αυτοί στέλνονται πίσω στη ζωή να βαπτισθούν και να κηρύξουν την ανάσταση.


Οπως ήδη δηλώθηκε, η «Κάθοδος» ανήκει στην ίδια κατηγορία με την οδυσσειακή Νέκυια και δεν είναι δύσκολο να ευρεθούν, κοντά στις διαφορές τους, κοινά ή ομοειδή στοιχεία. Ο ληστής, λ.χ., που μετανοημένος περιφέρεται με τον σταυρό στους ώμους, θυμίζει, ως ένα βαθμό, τις αμαρτωλές ψυχές που στοιχειώνουν τον ομηρικό Αδη. Ομως, αν τον συγκρίνουμε με τον Σίσυφο, αντιλαμβανόμαστε αμέσως τη διαφορά. Κι αν ο ερχομός του Οδυσσέα στον Αδη έγινε για να ρωτήσει τους νεκρούς πώς θα πορευθεί στον Πάνω Κόσμο (αυτό σημαίνει «νέκυια»), ανάλογα και οι δύο πεθαμένοι αδελφοί επιστρέφουν στη γη έχοντας πάρει τη δική τους απάντηση. Ομως μέχρις εδώ οι ομοιότητες, καθώς η υποκείμενη ιδέα στα δύο κείμενα διαφέρει εντελώς: η «Κάθοδος» είναι κείμενο θεολογικό, η ομηρική Νέκυια δεν έχει σχέση με τη θεολογία. Η «Κάθοδος» είναι κείμενο αισιόδοξο που διασαλπίζει μιαν εσχατολογικής φύσεως λύτρωση καθώς οι ψυχές μεταφέρονται από τον σκοτεινό Αδη στο φως του Παραδείσου. Είναι, ας μου επιτραπεί να πω, μια «ρομαντική» μυθιστορία όπου οι αποχωρισμένοι ήρωες, μετά από βάσανα και περιπέτειες, επανενώνονται οριστικά και ευτυχισμένα. Ο επίμονος αγώνας δύο ερωτευμένων να ξανασυναντηθούν, όπως γίνεται στο αρχαίο ελληνικό μυθιστόρημα, συχνά συνδέεται με τον αγώνα των ψυχών να επανενωθούν με το θείο. Και στις δύο περιπτώσεις υπάρχει η ανταμοιβή του ευτυχισμένου τέλους.


Αντίθετα στη Νέκυια ούτε επανένωση των αγαπημένων υπάρχει, ούτε διαφαίνεται λυτρωμός ή διέξοδος για τις βασανισμένες ψυχές. Ολοι οι νεκροί της Νέκυιας, οι ωραίοι νέες και νέοι, οι πολύπαθοι γέροντες, οι απαλές παρθένες και οι ανδρειωμένοι πολεμιστές, όλοι τους περιφέρονται αιώνια, σκιές χωρίς καμιά ελπίδα. Ο ίδιος ο Αχιλλέας προτιμά να βλέπει το φως του ήλιου δούλος, παρά να κυβερνά στον Αδη. Και αν κάποτε, σε άλλη περίπτωση, κάποια ψυχή, όπως η Ευρυδίκη λ.χ., καταφέρει, έστω και στιγμιαία, να ξαναδεί το φως, αυτό γίνεται στη βάση μιας προσωπικής σχέσης και όχι της θρησκείας. Το αναστάσιμο λυτρωτικό μήνυμα προσφέρει, το δίχως άλλο, αισιοδοξία σε όποιους μπορούν και δέχονται το νόημα του Πάθους και της Ανάστασης. Ομως, όπως φαίνεται από τη Νέκυια, τα μοιρολόγια και τα τραγούδια του Κάτω Κόσμου, υπάρχουν και άλλοι πολλοί που λίγο παρηγορούνται από τη μελλοντική, «ρομαντική» επανένωση των ψυχών και από τον προσδοκώμενο εσχατολογικό λυτρωμό. Στην ελληνική αρχαιότητα η τραγωδία είναι που γεννήθηκε πρώτη, το ρομάντζο ήρθε μετά.


Ο κ. Γιώργης Γιατρομανωλάκης είναι καθηγητής Κλασικής Φιλολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.