Από την Ιαπωνία ως τη Νότια Αφρική και από τη Βόρεια Ιρλανδία μέχρι τη Λατινική Αμερική, ο σύγχρονος κόσμος στοιχειώνεται από τραυματικές μνήμες θυτών και θυμάτων. Από την πλευρά των θυτών, οι περισσότεροι επιλέγουν να απαλείψουν τις ενοχλητικές μνήμες, σε μια στρατηγική «οργανωμένης λήθης», έτσι ώστε η ιστορία τους να μην περιέχει γεγονότα που θα δημιουργούσαν ενοχή ή ντροπή στους απογόνους. Η ιστορία των θυτών έχει κριθεί, βεβαίως, πολλές φορές στις αίθουσες των δικαστηρίων και των κοινοβουλίων, χωρίς να σημαίνει ότι συνοδεύεται απαραιτήτως από μεταμέλεια και αίτηση συγχώρεσης εκ μέρους τους. Είναι χαρακτηριστικά τα λόγια του Χίμλερ σχετικά με την «τελική λύση»: «Είναι μια ένδοξη σελίδα της ιστορίας μας, που ουδέποτε γράφτηκε κι ούτε θα γραφτεί ποτέ». Καθεστώτα ένοχα για σφαγές και γενοκτονίες προέβησαν ταυτόχρονα σε συστηματική καταστροφή ή αλλοίωση των ιχνών του παρελθόντος, με μικρότερη ή μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα. Στόχος ήταν πάντως η εξουσιαστική επιβολή στο παρελθόν και ο έλεγχος της μνήμης.


Από την πλευρά των θυμάτων, αντίθετα, η διατήρηση της μνήμης και η ιστορική καταγραφή της αποτελούν στοιχεία απαραίτητα για την επιβίωσή τους και, σε μεγάλο βαθμό, νομιμοποίησης του παρόντος τους. Οι ηττημένοι εξάλλου αναπτύσσουν ένα είδος υπερτροφικής μνήμης σε αντίθεση με την αμνησία των νικητών, όπως διαπιστώνει ο Peter Burke στην περίπτωση Αγγλων και Ιρλανδών για παράδειγμα. Ο ρόλος του θύματος στην Ιστορία εξασφαλίζει ένα διαρκές ηθικό και πολιτικό προνόμιο, το οποίο μπορεί να «εξαγοράζεται» στο παρόν. Το αντίκρισμα βρίσκεται είτε στο πλαίσιο της διεθνούς κοινότητας και των διεθνών σχέσεων είτε στο εσωτερικό του κράτους με τη μορφή της κοινωνικής συνοχής. Εκτυλίσσεται πράγματι ένα παράδοξο «παγκόσμιο πρωτάθλημα θυμάτων», όπου όλοι επιθυμούν να αναδειχθούν ως η ομάδα που έχει αδικηθεί και υποφέρει περισσότερο από τις άλλες.


Είναι γνωστή όλη η συζήτηση σχετικά με τη μοναδικότητα του Ολοκαυτώματος και με το ποιες άλλες ιστορικές εμπειρίες μπορούν να συγκριθούν, να εξισωθούν ή να ξεπεράσουν την εβραϊκή γενοκτονία στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η συζήτηση αυτή έχει ως στόχο της είτε τον αναθεωρητισμό, και εν τέλει την αθώωση των θυτών, είτε, αντίθετα, τη νομιμοποίηση άλλων γενοκτονιών μέσω της σύγκρισης με το Ολοκαύτωμα. Το αξιοσημείωτο είναι πάντως, όπως έχει αναλύσει ο Τσβέταν Τοντόροφ, ότι όλοι θέλουν να έχουν υπάρξει θύματα χωρίς όμως να είναι πλέον· «λαχταρούν τη θέση του θύματος». Η θέση του θύματος μπορεί να έχει διπλή συνέπεια: πρώτον, ένα ηθικό όφελος που μεταβιβάζεται στους απογόνους και που νομιμοποιεί την απαίτηση για εξόφληση του συμβολικού χρέους από τους υπεύθυνους της δυστυχίας, τους θύτες. Και δεύτερον, τη δυνατότητα να δικαιολογούνται βιαιοπραγίες εκ μέρους των «θυμάτων» στο παρόν, στο όνομα των δεινών του παρελθόντος.


Εντούτοις, η οδύνη έχει μια παγκοσμιότητα που δεν επιτρέπει συγκρίσεις. Η εμπειρία της οδύνης διατρέχει τον πλανήτη ως παρόν που κληροδοτείται στο μέλλον και ως ιστορικοποιημένο παρελθόν. Η οδύνη αυτή ζητεί διαρκώς ηθική και πολιτική δικαίωση. Η προσφυγή της Βοσνίας εναντίον της Σερβίας στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης για τη σφαγή στη Σρεμπρένιτσα, το 1995, και η πρόσφατη απόφαση σύμφωνα με την οποία η σφαγή ήταν γενοκτονία αλλά η Σερβία δεν ήταν υπεύθυνη για το έγκλημα αυτό, αποτελεί ένα από τα πολλά επεισόδια λύσης των διαφορών γειτονικών εθνών-κρατών που τους αποδίδονται ρόλοι θύτη και θύματος. Για τη συμφιλίωση, εκκρεμεί η τιμωρία των ενόχων εκ μέρους της Σερβίας, η οποία με την πράξη αυτή που θα την αποστασιοποιεί από τις πράξεις του παρελθόντος θα κατορθώσει να αποσείσει και την ενοχή της στο παρόν.


Στην ουσία, πρόκειται για διαδικασίες κάθαρσης όπου κάποιοι είναι και κάποιοι δεν είναι πρόθυμοι να εμπλακούν. Ελάχιστοι από τους γερμανούς ή τους ιάπωνες εγκληματίες πολέμου έδειξαν μεταμέλεια ή, ακόμη λιγότερο, ζήτησαν συγγνώμη. Αλλά και ελάχιστα θύματα μπόρεσαν να εμπλακούν σε διαδικασίες συγχώρεσης. Η αποδοχή ότι διαπράχθηκαν εγκλήματα, η αποδοχή της ενοχής και εν τέλει η συγγνώμη μπορούν να λειτουργήσουν λυτρωτικά τόσο για τον θύτη όσο και για το θύμα. Στην περίπτωση της εξατομικευμένης ευθύνης και ενοχής, η διαδικασία αυτή είναι σχετικά απλή, εφόσον συμβεί. Τι συμβαίνει όμως στην περίπτωση της συλλογικής ενοχής; Πώς μπορεί να εκφραστεί η μεταμέλεια και η συγγνώμη σε συλλογικό επίπεδο; Ποιος νομιμοποιείται να ζητήσει συγγνώμη για την Ιστορία ενός έθνους; Και ποιο θύμα μπορεί να συγχωρέσει στο όνομα άλλων θυμάτων;


Η κυρία Χριστίνα Κουλούρη είναι καθηγήτρια Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.