Οσοι αντιστέκονται σε οποιεσδήποτε τροποποιήσεις όχι μόνο των συνταγματικών διατάξεων αλλά και του ισχύοντος νόμου-πλαισίου συχνά κατηγορούν όλους εμάς, που, παρά τις φιλοσοφικές και πολιτικές μας διαφωνίες, πιστεύουμε πως πολλά πρέπει να αλλάξουν για να βελτιωθεί το ακαδημαϊκό περιβάλλον μέσα στο οποίο εργαζόμαστε, για την υιοθέτηση προβληματικών ιδεολογικών τοποθετήσεων. Χρησιμοποιούν τους όρους «ιδεολογία» και «ιδεολόγημα» με την αρνητική σημασία της «ψευδούς συνείδησης», της διαστρέβλωσης της περιγραφόμενης πραγματικότητας.


Το βαθύτερο ερώτημα για το οποίο φαίνεται να διαθέτουν έτοιμη απάντηση αφορά το ποια είναι η μη ιδεολογική, σωστή θεώρηση των αναγκών και των επιθυμιών των εμπλεκόμενων δρώντων υποκειμένων και της προοπτικής της καλύτερης ικανοποίησής τους. Προφανώς, στο βαθμό που ενδιαφέρονται για τη διεξαγωγή ενός ορθολογικού διαλόγου, μέσω του οποίου θα πείσουν για την ορθότητα των απόψεών τους, δεν ενστερνίζονται την αρκετά διαδεδομένη αντίληψη πως κάθε αξιολογική επιλογή και εφαρμογή κανονιστικών αρχών αποτελεί ιδεολογική προτίμηση, μη ελεγχόμενη με αναφορά σε αντικειμενικά ή έστω διυποκειμενικά κριτήρια. Θα μπορούσαν βέβαια να δέχονται μια κατ’ αρχήν ουδέτερη έννοια της ιδεολογίας, και να μιλούν για τη διαμάχη αντίπαλων ιδεολογικών θέσεων προσπαθώντας να καταδείξουν την ανωτερότητα των δικών τους επιλογών.


Πάντως, εφόσον μας απασχολούν τα αρνητικά γνωρίσματα που συνήθως αποδίδονται στις ιδεολογικές δεσμεύσεις, μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι αυτά διακρίνουν τη στάση των περισσότερων εκφραστών της επίσημης γραμμής της ΠΟΣΔΕΠ και των πρωταγωνιστών των φοιτητικών καταλήψεων σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από εκείνη των υποστηρικτών των μεταρρυθμίσεων. Ιδεολογικού χαρακτήρα δεν είναι μόνο η τυφλή πίστη στις αρετές ενός αμφίβολου εκσυγχρονισμού και η γενικευτική πεποίθηση ότι η καταφυγή στους κανόνες του ελεύθερου ανταγωνισμού αποτελεί πανάκεια για την αντιμετώπιση δυσλειτουργιών των ακαδημαϊκών θεσμών, αλλά και η δαιμονοποίηση της οποιασδήποτε σύνδεσης αυτών των θεσμών με την αγορά και τις επιχειρήσεις, και η πλήρης εγκατάλειψή τους στη φροντίδα ενός κράτους ανίκανου να διασφαλίσει τη διαχείριση και την ανάπτυξή τους.


Ιδεολογικά, με την επίμαχη έννοια της στρεβλής σύλληψης και απεικόνισης της πραγματικότητας, δεν είναι μόνο τα κίνητρα εκείνων που υποτίθεται πως «δυσφημίζουν» το δημόσιο Πανεπιστήμιο και το φοιτητικό κίνημα, αλλά και τα δόγματα της διατήρησης μιας τραγελαφικής κατάστασης πλήρους παράλυσης της εκπαιδευτικής διαδικασίας στο όνομα της μακροπρόθεσμης προάσπισης των κοινωνικών της στόχων. Οσο ιδεολογική μπορεί να θεωρηθεί η προέλευση της διάθεσης «εντατικοποίησης» των σπουδών, τουλάχιστον τόσο ιδεολογική είναι και η έμπνευση της σιωπηρής μετατροπής των πανεπιστημίων σε διαρκή εξεταστικά κέντρα, όπου συχνά επιβάλλει τους ρυθμούς της μια μεγάλη μάζα επίδοξων πτυχιούχων, κυρίαρχο όραμα των οποίων δεν είναι η εμβάθυνση στη γνώση, αλλά η διεκδίκηση μιας θέσης στο Δημόσιο. Αν ιδεολογική προκατάληψη είναι η αφετηρία της αναζήτησης νέων εκπαιδευτικών σχημάτων για μεγαλύτερη ευελιξία και πολυμορφία στη μάθηση μέσα σε ένα μεταλλασσόμενο κόσμο, σε χειρότερη ιδεολογική καθήλωση οφείλεται η εμμονή στην προάσπιση των κεκτημένων με τίμημα την ακινησία και τη μετριότητα.


Η προσκόλληση στην ιδεολογία, σε βάρος της ορθής κατανόησης της κοινωνικής δυναμικής, συνεπάγεται φανατικό δογματισμό, όπως αυτός των φοιτητών που τρομοκρατούν τους καθηγητές τους, εμποδίζοντάς τους να μπουν στα γραφεία τους ή επιχειρώντας να τους χτίσουν μέσα σ’ αυτά. Επιφέρει σοβαρές νοητικές και συναισθηματικές αγκυλώσεις, όπως εκείνες των καθηγητών που στρέφονται κατά συναδέλφων και πρώην μαθητών τους, ερμηνεύοντας τις πράξεις τους με συνωμοτικές υποθέσεις και με πολιτική κρίση αντάξια της πρωτόγονης μανιχαϊστικής σκέψης μιας αριστεράς άλλων εποχών.


Τα εκφυλιστικά αυτά φαινόμενα δηλητηριάζουν την ατμόσφαιρα και καθιστούν ιδιαίτερα δύσκολο το να εργάζεται κανείς αυτόν τον καιρό στα ελληνικά πανεπιστήμια, τα οποία παραμένουν για μεγάλα διαστήματα κλειστά, σχεδόν νεκρά. Φυσικά, παρά τις αντίξοες συνθήκες, πολλοί από μας ελπίζουν ότι θα μπορεί να συνεχίζεται η επιστημονική έρευνα στα διαλείμματα των καταλήψεων, και ότι δεν θα πάψουν να υπάρχουν φοιτήτριες και φοιτητές που θα κατορθώνουν να διατηρήσουν τον ενθουσιασμό και την όρεξή τους για δημιουργική δουλειά μέσα στο ζοφερό κλίμα. Αναλογιζόμαστε μονάχα πόσο περισσότερο και καλύτερο έργο θα παραγόταν από διδάσκοντες και διδασκόμενους, αν επικρατούσε η κοινή λογική και επιβάλλονταν τα στοιχειώδη κριτήρια ποιότητας και εύρυθμης λειτουργίας που ισχύουν σε όλες τις πολιτισμένες χώρες.


Προς το παρόν, τα πανεπιστήμιά μας, από προπύργια του ανανεωτικού, κριτικού στοχασμού και από άσυλα της ελεύθερης διακίνησης ιδεών και του νηφάλιου δημοκρατικού διαλόγου, τείνουν δυστυχώς να μετατραπούν σε άσυλα ιδεολογικώς ανιάτων. Και οι τοίχοι από τούβλα με τους οποίους χτίζονται τα γραφεία των διαφωνούντων καθηγητών και πρυτάνεων, θλιβερά σύμβολα του πνευματικού επιπέδου εκείνων που τους οικοδομούν, μετατρέπονται σε τείχη που «ανεπαισθήτως» αποκλείουν αυτούς τους ίδιους από τον ζωντανό κόσμο που τους περιβάλλει, μέχρις ότου βυθιστούν τελείως στο σκοτάδι της ιδεολογίας τους.


Ο κ. Στέλιος Βιρβιδάκης είναι καθηγητής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.