Ενα από τα χτυπητά χαρακτηριστικά της πολιτικής μας κουλτούρας είναι ο βαθμός στον οποίο οι συγκρούσεις / διαμάχες στον δημόσιο χώρο τείνουν να έχουν έναν φορμαλιστικό -νομικίστικο χαρακτήρα – μεταθέτοντας την προσοχή των πολιτών από τα ουσιώδη στα επουσιώδη. Ετσι ο πολιτικός διάλογος είτε παίρνει τη μορφή διενέξεων πάνω σε γενικές, αφηρημένες έννοιες, όπως η ελευθερία, η δημοκρατία, η ισότητα, είτε παίρνει την ακριβώς αντίθετη μορφή μιας ανταγωνιστικής κλιμάκωσης σε καθαρά επιμεριστικό, προσωπικό ή συντεχνιακό επίπεδο. Τα δύο επίπεδα, το επιμεριστικό και το φορμαλιστικό, αλληλοσυμπληρώνονται. Ο συνδυασμός βερμπαλισμού και πρωσοποκρατικού / συντεχνιακού προσανατολισμού συντελεί περισσότερο από κάθε ηγεμονική ιδεολογία στο να αποκλείονται συστηματικά από την πολιτική αρένα προβλήματα ουσιαστικής αλλαγής. Φυσικά τέτοιου είδους μηχανισμοί μετάβασης από την ουσία στη φόρμα δεν αποτελούν αποκλειστικά ελληνικό φαινόμενο. Αλλά νομίζω πως ο φορμαλισμός, σαν μέσο διατήρησης του status quo, έχει πάρει στη χώρα μας τέτοιες διαστάσεις που μπορούμε να τον θεωρήσουμε συστατικό χαρακτηριστικό του δημοσίου διαλόγου.


* Προκαταρκτικές διευκρινίσεις


Προτού συγκεκριμενοποιήσω τα παραπάνω, θέλω να κάνω τις εξής προκαταρκτικές διευκρινίσεις:


* Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η κύρια πηγή της τωρινής εκπαιδευτικής κακοδαιμονίας έχει να κάνει με τα κόμματα (και τις προεκτάσεις τους μέσα στο πανεπιστήμιο) που ενδιαφέρονται λιγότερο για την παιδεία και περισσότερο για άγρα ψήφων στις επερχόμενες εκλογές (στη χώρα μας, όπως έχω τονίσει πολλές φορές, δεν έχουμε κομματική αλλά κομματικοκρατική δημοκρατία).


* Δεν υπάρχει επίσης αμφιβολία πως καμιά μεταρρυθμιστική προσπάθεια δεν θα πετύχει αν δεν συνδεθεί, έστω και σταδιακά, με την αύξηση πόρων (5% του ΑΕΠ).


* Δεν υπάρχει τέλος αμφιβολία πως ένας σημαντικός αριθμός πανεπιστημιακών, κάπως καθυστερημένα, ανέπτυξε ουσιαστικές προτάσεις που πάνε πέρα από τον αμυντικό, ξύλινο λόγο των επίσημων αντιπροσώπων της πανεπιστημιακής κοινότητας.


Παρ’ όλα αυτά όμως ο ουσιαστικός διάλογος για τη μεταρρύθμιση ήταν και παραμένει στο περιθώριο. Αυτό που κυριαρχεί στα ΜΜΕ και στον δημόσιο χώρο πιο γενικά είναι ο άκρως φορμαλιστικός ρόλος των κομμάτων, της ΠΟΣΔΕΠ, των φοιτητικών παρατάξεων και των διαφόρων πανεπιστημιακών συντεχνιών. Ιδού μερικά κραυγαλέα παραδείγματα φορμαλιστικού λόγου.


* Τα μη κρατικά πανεπιστήμια


Η διαμάχη για τα μη κρατικά πανεπιστήμια έχει έναν καθαρά τελετουργικό χαρακτήρα. Το ουσιαστικό πρόβλημα που έπρεπε λογικά να τεθεί προτού γίνει η συζήτηση για το άρθρο 16 είναι το εξής: Εχει τη δυνατότητα το ελληνικό κράτος να μην αναγνωρίσει διπλώματα ευρωπαϊκών πανεπιστημίων που αποκτήθηκαν μέσω της οδού των ΚΕΣ; Απάντηση: Εκτός και αν αποχωρήσουμε από την ΕΕ, το ελληνικό κράτος είναι υποχρεωμένο να αναγνωρίσει τα επαγγελματικά δικαιώματα που απορρέουν από τέτοιου είδους διπλώματα. Αν έτσι έχουν τα πράγματα, το ουσιαστικό πρόβλημα δεν είναι η μη αναγνώριση των ΚΕΣ αλλά η δημιουργία ενός αυστηρού ρυθμιστικού πλαισίου ούτως ώστε αυτά να πληρούν συγκεκριμένες προϋποθέσεις λειτουργίας. Οσο η έμφαση δίνεται στον φορμαλιστικό, δονκιχωτικό στόχο της μη αναγνώρισης, ο πολύ πιο ουσιαστικός στόχος της ρύθμισης αγνοείται – και τα ΚΕΣ θα εξακολουθούν να λειτουργούν με τον άναρχο και απαράδεκτο τρόπο που λειτουργούν σήμερα.


* Η δωρεάν παιδεία


Ενας άλλος άκρως παραπλανητικός στόχος των φοιτητικών κινητοποιήσεων είναι η «διατήρηση της δωρεάν παιδείας». Το ουσιαστικό πρόβλημα που τίθεται εδώ είναι αν όντως η παιδεία είναι δωρεάν. Η προφανής απάντηση είναι αρνητική. Ούτε τα φροντιστήρια που αναγκάζονται να πληρώνουν αυτοί που πετυχαίνουν στις εισαγωγικές εξετάσεις είναι δωρεάν, ούτε τα έξοδα διαβίωσης των φοιτητών και φοιτητριών. Αν έτσι έχουν τα πράγματα τα οικονομικώς αδύνατα κοινωνικά στρώματα αδυνατούν να στέλνουν τα παιδιά τους (ανεξαρτήτως ικανοτήτων) στο Πανεπιστήμιο. Γιατί τα δωρεάν δίδακτρα και βιβλία αποτελούν μόνο ένα μέρος των πόρων που πρέπει να διαθέσει μια οικογένεια για την πανεπιστημιακή μόρφωση των τέκνων της.


Ετσι δεν είναι καθόλου περίεργο πως στην πλειονότητά τους οι φοιτητές / φοιτήτριες προέρχονται από σχετικά εύπορες οικογένειες, ενώ ο αριθμός αυτών που προέρχονται από τα πολυπληθέστερα λαϊκά στρώματα (εργάτες, τεχνίτες, αγρότες) είναι αναλογικά εξαιρετικά χαμηλός. Και αυτή η δυσαναλογία αντί να μειώνεται εντείνεται με τη σημαντική αύξηση των εισαγομένων στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση που παρατηρούμε τις δύο τελευταίες δεκαετίες. Δηλαδή όσο αυξάνεται ο αριθμός των εισακτέων στα πανεπιστήμια τόσο μειώνεται αναλογικά το ποσοστό αυτών που προέρχονται από τους μη έχοντες.


Λαμβάνοντας υπόψη την παραπάνω γενική εικόνα, είναι εύκολο να αντιληφθεί κανείς πως η λεγόμενη δωρεάν παιδεία – όταν δεν συνοδεύεται από συμπληρωματικά, επιπρόσθετα κοινωνικά μέτρα – εντείνει αντί να αμβλύνει τις κοινωνικές ανισότητες. Και αυτό γιατί οι οικονομικά ασθενέστερες τάξεις, και κυρίως οι χαμηλόμισθοι, από τη μια μεριά έχουν λιγότερες πιθανότητες να στείλουν τα παιδιά τους στο Πανεπιστήμιο, ενώ από την άλλη σηκώνουν αναλογικά μεγαλύτερα φορολογικά βάρη από ό,τι οι εύπορες τάξεις που, ως γνωστόν, μέσω διαφόρων τεχνικών, φοροδιαφεύγουν κατά συστηματικό τρόπο. Με πιο απλά λόγια έχουμε ένα πανεπιστημιακό σύστημα όπου, όλο και περισσότερο, οι χαμηλόμισθοι – μέσω ενός εξοργιστικά άδικου φορολογικού συστήματος – χρηματοδοτούν τις σπουδές των παιδιών των γιατρών, δικηγόρων, αρχιτεκτόνων κτλ.


Ο θεσμός του ασύλου είχε ως αρχικό σκοπό την υπεράσπιση της ελευθερίας του λόγου και την απρόσκοπτη διακίνηση των ιδεών στον πανεπιστημιακό χώρο. Στο πλαίσιο όμως της μεταδικτατορικής περιόδου αυτός ο θεσμός έχει μετατραπεί σε φετίχ. Δηλαδή σε ένα «ιερό» αντικείμενο που πρέπει να λατρεύεται ανεξάρτητα αν, στις τωρινές συνθήκες, λειτουργεί κατά τρόπο που όχι μόνο δεν προστατεύει τις ατομικές ελευθερίες αλλά συχνά τις καταργεί, αφού δίνει τη δυνατότητα σε φασιστικής νοοτροπίας άτομα – που έχουν ή και δεν έχουν σχέση με το Πανεπιστήμιο – να διαλύουν συνελεύσεις, να εκφοβίζουν φοιτητές και καθηγητές και να καταστρέφουν ανενόχλητα την πανεπιστημιακή περιουσία. Βέβαια οι «λάτρεις» του θεσμού μας λένε πως ο νόμος περί ασύλου δεν χρειάζεται να αλλάξει, χρειάζεται μόνο να εφαρμόζεται σωστά. Εδώ και 25 χρόνια όμως οι διατάξεις του νόμου δεν εφαρμόζονται. Οι λόγοι είναι απλοί. Στην επιτροπή του ασύλου όχι μόνον ο αντιπρόσωπος των φοιτητών αλλά και οι αντιπρόσωποι των πανεπιστημιακών αρχών δεν τολμούν να εφαρμόσουν τον νόμο. Και αυτή η ατολμία εξηγείται από το ότι οι εξουσίες που ασκούν είναι αποτέλεσμα πελατειακών συναλλαγών στις οποίες οι κομματικοκρατούμενες φοιτητικές παρατάξεις παίζουν καθοριστικό ρόλο.


Συμπερασματικά τα τρία παραδείγματα στα οποία αναφέρθηκα δείχνουν νομίζω με τι είδους μηχανισμούς στη χώρα μας ο ουσιαστικός λόγος θυσιάζεται συστηματικά στον βωμό του φορμαλισμού και της τυπολατρίας.


Ο κ. Νίκος Μουζέλης είναι ομότιμος καθηγητής της Κοινωνιολογίας στη London School of Economics.