Η πρόσφατη συζήτηση που έγινε στη Βουλή με αντικείμενο την ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση δεν πρέπει να περάσει εντελώς απαρατήρητη, μια και ανέδειξε τόσο την επάρκεια του κοινοβουλευτικού λόγου όσο και τη μόνιμη πρωτοτυπία των επιχειρημάτων που αναπτύχθηκαν από όλες τις πλευρές: ο καθένας είπε τα δικά του επιμένοντας στις θέσεις του. Από τη σκοπιά αυτή η συζήτηση, για όσους την παρακολούθησαν, είχε παιδευτικό χαρακτήρα, αν υποθέσουμε την ισχύ του ρητού που διδάσκει ότι η επανάληψη είναι η μητέρα της μαθήσεως. Προφανώς αυτό είχαν κατά νου οι κοινοβουλευτικοί, επαναλαμβάνοντας, ο καθένας με δικά του ή σχεδόν με δικά του λόγια, αυτά που έλεγε ο προηγούμενος ομοϊδεάτης, ενώ προετοίμαζε όλα όσα θα υποστήριζε ο επόμενος. Αυτό δεν ίσχυσε μόνο για τους συνήθεις τενόρους της κοινοβουλευτικής ρητορείας αλλά και για τους άγνωστους χορωδούς, που αποτελούν σχεδόν το σύνολο του κοινοβουλευτικού πληθυσμού. Στο μέτρο που ισχύουν τα προηγούμενα, καταλαβαίνει κανείς γιατί η συνδρομή της τηλεόρασης είναι απαραίτητη: όχι τόσο για να ακούσουμε αυτά που λέγονται αλλά κυρίως για να απολαύσουμε το σύντομο και συνήθως όντως απολαυστικό μονόπρακτο που στήνει για λογαριασμό του κάθε ομιλητής.


Με δεδομένα τα προηγούμενα θα μπορούσε κανείς να διακρίνει τον πληθυσμό της Βουλής σε τρεις κατηγορίες. Στην πρώτη, με προεξάρχοντες τον πρωθυπουργό και τον αρχηγό της αξιωματικής, ανήκουν οι περισσότεροι υπουργοί, αρκετοί υφυπουργοί, καθώς και περιορισμένος αριθμός βουλευτών. Η δεύτερη κατηγορία αποτελείται από τους βουλευτές που είναι πάνω-κάτω γνωστοί στο ευρύ κοινό και επιθυμούν διακαώς να αποκτήσουν μια θέση στο Πάνθεον των γνωστών συναδέλφων τους. Στην τρίτη τέλος κατηγορία, την πολυπληθέστερη, στοιβάζονται οι άγνωστοι στον πολύ κόσμο που έχουν μεγάλο δρόμο μπροστά τους ώσπου να ενταχθούν στη δεύτερη κατηγορία, ενώ βλέπουν σαν άπιαστο όνειρο ζωής την ένταξή τους στην πρώτη – εκτός και αν αποκαλυφθεί κάποιο σκάνδαλο στο οποίο ενέχονται με αξιώσεις πρωταγωνιστή.


Δεν θα ήταν άχρηστο να δεχθούμε ως υπόθεση εργασίας ότι η κάθε ομάδα έχει τους δικούς της κανόνες ως προς την εμφάνιση των μελών της στο βήμα της Βουλής και μάλιστα στην επίσημη τελετουργία που είναι η Ολομέλεια. Ξεκινώντας από την τελευταία κατηγορία, δεν μοιάζει άστοχο να παρατηρήσουμε ότι ο λόγος των μελών της έχει τις περισσότερες φορές βίαιο και καταγγελτικό χαρακτήρα της πολιτικής του αντιπάλου. Στομφώδης λόγος που συνοδεύεται σχεδόν πάντα με την απειλητική κίνηση του δείκτη του δεξιού χεριού (πιθανή εξαίρεση οι αριστερόχειρες), με την οποία πυροβολούν συμβολικά τον εχθρό. Είναι κατά κάποιον τρόπο οι σκληροπυρηνικοί του κόμματος, οι οποίοι υποστηρίζουν με τα λόγια τους τα έργα του αρχηγού. Εδώ θα βρείτε πάντα, χωρίς καμία έκπτωση, την υπεράσπιση των υψηλών ιδανικών και των μεγάλων αξιών, προσαρμοσμένες στην ιδεολογία του αντίστοιχου κομματικού σχηματισμού, που οι εν λόγω θεωρούν εργολαβία τους. Η μεσαία κατηγορία προσπαθεί να αποφύγει τις στομφώδεις εκφράσεις, χωρίς όμως να το καταφέρνει εντελώς, γιατί δεν μπορεί να ζυγίσει με βεβαιότητα την εντύπωση που προκαλούν στο τηλεοπτικό κοινό.


Η συμπεριφορά των μελών της πρώτης ομάδας στο βήμα της Βουλής παρουσιάζει μεγάλες διακυμάνσεις, γιατί οι περισσότεροι θεωρούν εαυτούς ηγετικές μορφές και απορούν με τις συμπτώσεις που δεν τους έχουν επιτρέψει, για την ώρα, να εγκατασταθούν στη θέση του αρχηγού. Στον λόγο που εκφωνούν είναι υποχρεωμένοι να εμφανίζονται απολύτως σίγουροι για την ισχύ και την αλήθεια των πραγμάτων που λένε, να φαίνεται ότι κατέχουν το θέμα που πραγματεύονται, ενώ θεωρούν ανόητους όσους προβάλλουν αντιρρήσεις. Επιτρέπουν στον εαυτό τους να γίνει πρωταγωνιστής εκρηκτικών επεισοδίων με την ελπίδα – μάλλον όμως πρόκειται για βεβαιότητα – ότι την επομένη όλοι θα ασχολούνται με τα κατορθώματά τους. Τέλος, το στέλεχος που ανήκει στη συμπολίτευση εργάζεται συνεχώς για την πρόοδο, το καλό και την ευημερία της χώρας, αρετές πάντοτε μελλοντικές, τις οποίες ο πρωθυπουργός δεν είναι σε καμία περίπτωση διατεθειμένος να θυσιάσει στις σειρήνες του εφήμερου παρόντος, στις οποίες υποκύπτει μονίμως η αντιπολίτευση.


Ο αντιπολιτευτικός λόγος, από την πλευρά του, οργανώνεται γύρω από το μοτίβο που θέλει την κυβερνητική πολιτική μονίμως καταστροφική για τη χώρα, της οποίας το μέλλον εγγυάται μόνο η αντιπολίτευση, όταν θα ασκήσει κυβερνητική πολιτική. Αν όμως τα μέλη της πρώτης κατηγορίας λένε τα ίδια πράγματα, τα λένε με τρόπο διαφορετικό ο καθένας, ακριβώς γιατί πρέπει να διακριθούν μεταξύ τους. Στην προοπτική αυτή ο πρωθυπουργός της χώρας έχει επινοήσει ή έχει ακολουθήσει ένα σύνολο σωματικών κινήσεων που θα μπορούσε να ονομαστεί η νοηματική γλώσσα της πολιτικής. Αλλά για αυτό θα γίνει λόγος την επόμενη φορά.


Ο κ. Γεράσιμος Βώκος είναι καθηγητής της Φιλοσοφίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.