Ο θόρυβος που προκλήθηκε τελευταία γύρω από κάποιες αποφάσεις ανεξάρτητων αρχών έδωσε σε πολλούς την αφορμή να εκφράσουν τη δυσφορία τους όχι μόνο για τις συγκεκριμένες αυτές αποφάσεις αλλά και για τον ίδιο τον θεσμό των ανεξάρτητων αρχών. Διαβάσαμε, μάλιστα, στις εφημερίδες δήλωση ενός από τα κορυφαία κυβερνητικά στελέχη, το όνομα του οποίου είχε βρεθεί στο επίκεντρο της επικαιρότητας σε σχέση με τις αποφάσεις αυτές, ότι «πρέπει να επαναπροσδιορίσουμε το πώς θα ασκείται από τις ανεξάρτητες αρχές η πολιτική εξουσία που τους έχει δοθεί». Το θέμα είναι μείζονος σημασίας για τη λειτουργία των θεσμών μας γενικά και δηλώσεις σαν και αυτήν, ιδίως όταν προέρχονται από επίσημα χείλη, δεν συμβάλλουν στην ποιοτική αναβάθμιση της δημοκρατίας μας.


Η δημιουργία ανεξάρτητων αρχών, όπως ο Συνήγορος του Πολίτη, η Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης και το ΑΣΕΠ, αποτελεί τη σημαντικότερη ίσως θεσμική καινοτομία των τελευταίων ετών στη χώρα μας. Ολες αυτές οι αρχές, παρ’ ότι ασχολούνται η καθεμία με εντελώς ξεχωριστά αντικείμενα, εκφράζουν κάτι κοινό. Η δημιουργία τους είναι αποτέλεσμα μιας αυξημένης κοινής αίσθησης απειλής που ενδημεί στις σύγχρονες κοινωνίες απέναντι σε ορισμένα καινοφανή κοινωνικά και πολιτικά φαινόμενα. Αισθανόμαστε όλοι πιο ευάλωτοι απέναντι σε εξουσίες που ασκούνται με συνεχώς νέους τρόπους από τα διάφορα κρατικά όργανα, αλλά και από άλλες πηγές, όπως τα ΜΜΕ και ισχυροί κοινωνικοί παράγοντες, για καταχρήσεις των οποίων ο παραδοσιακός προστατευτικός έλεγχος, που είναι κυρίως ο δικαστικός, κρίνεται ότι χρειάζεται συμπλήρωση σε ένα διαφορετικό επίπεδο: αυτό της πρόληψης και όχι απλώς της καταστολής.


Κάνοντας λόγο για ευαισθησίες της κοινωνίας δεν ακριβολογούμε απόλυτα. Δεν πρόκειται για θεσμούς ακριβώς της κοινωνίας, αφού η αυξημένη ανάγκη προστασίας υπάρχει απέναντι σε δυνάμεις που προέρχονται και από την ίδια. Το αληθές είναι ότι οι ανεξάρτητες αρχές εκφράζουν την κοινωνία των πολιτών. Η κοινωνία των πολιτών είναι το σύνολο των μελών της κοινωνίας στον βαθμό που λειτουργούν ως πολίτες, δηλαδή όχι ως ιδιώτες που επιδιώκουν ο καθένας τους σκοπούς του, αλλά ως συμμέτοχοι και συνδιαμορφωτές του χώρου της δημοσιότητας, και αυτό σημαίνει: ως άμεσοι ενσαρκωτές των αρχών αμοιβαίου σεβασμού, χωρίς τις οποίες είναι αδιανόητη η λειτουργία της δημοκρατίας, και ταυτόχρονα ως συνυπεύθυνοι εταίροι της δημόσιας διαβούλευσης, εντός της οποίας διενεργείται η ζύμωση των αντιλήψεων και των αξιών για τη διαμόρφωση του συλλογικού μας βίου.


Στην ως τώρα σύντομη πορεία τους στη χώρα μας οι ανεξάρτητες αρχές δεν αντιμετωπίστηκαν κατά κανόνα με τρόπο ανάλογο της σημασίας τους αυτής. Η υπουργική δήλωση, που προαναφέραμε, αποτελεί μία μόνο εκδήλωση του δυσμενούς κλίματος μέσα στο οποίο προσπάθησαν να ορθοποδήσουν. Ο βασικός λόγος είναι η δυσπιστία της πολιτικής εξουσίας απέναντί τους. Η πολιτική εξουσία, ενώ από τη μία πλευρά δημιούργησε, εν μέρει δεσμευόμενη και απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ενωση, τις ανεξάρτητες αρχές, από την άλλη τις αντιμετώπισε είτε ως εμπόδιο είτε ως ανταγωνιστικό πόλο κατά την άσκηση της εξουσίας. Ορισμένες φορές μάλιστα χρησιμοποίησε κάποιες δυσλειτουργίες τους και ως άλλοθι για δικές της ανεπάρκειες.


Εδώ πρέπει όμως να πούμε ξεκάθαρα την αλήθεια. Ποιες δυσλειτουργίες; Είναι ακριβές ότι ορισμένες αποφάσεις ανεξάρτητων αρχών παρουσιάστηκαν στην κοινή γνώμη και έγιναν αντιληπτές από αυτήν ως υπερβολικές ή παράλογες. Μερικές ίσως και να ήσαν – κανείς δεν είναι αλάθητος και όλοι κρίνονται. Αυτό όμως που αποσιωπάται εντελώς από πρόθυμους επικριτές είναι οι ασφυκτικοί όροι κάτω από τους οποίους είναι κατά κανόνα αναγκασμένες να λειτουργούν οι Αρχές αυτές. Και δεν αναφέρομαι εδώ κυρίως στα συνήθως ή πάντως αρχικώς πενιχρά υλικοτεχνικά μέσα και στελεχικό δυναμικό που τους έχουν παρασχεθεί και τους αγώνες που χρειάστηκαν για να μπορέσουν να λειτουργήσουν στοιχειωδώς. Αναφέρομαι πρωτίστως στο ασφυκτικό νομοθετικό πλαίσιο εντός του οποίου οι περισσότερες από αυτές είναι αναγκασμένες να κινηθούν. Ολες σχεδόν οι αποφάσεις που προκάλεσαν την ειρωνεία ή και την οργή, πριν απ’ όλα από την πλευρά εκείνων που όφειλαν να είναι λιγότερο αμετροεπείς, δηλαδή των ίδιων των ελεγχομένων, αποτέλεσαν πιστή εφαρμογή του νόμου. Δηλαδή η δυσφορία, στις πλείστες των περιπτώσεων, οφείλεται στις ασφυκτικές ρυθμίσεις του νόμου, τον οποίο φυσικά δεν συνέταξαν οι ίδιες οι Αρχές, που μόνο τους καθήκον είχαν να τον εφαρμόσουν, χωρίς τα παραμικρά περιθώρια εκτίμησης ή απόκλισης.


Ως προς αυτό, αλλά μόνο ως προς αυτό, η αρμοδιότητά τους ήταν δοτή. Κατά τα λοιπά, τα όργανα που εκφράζουν άμεσα την κοινωνία των πολιτών δεν ασκούν εξουσία πολιτική, και μάλιστα κατά παραπομπή. Αντίθετα ελέγχουν την εξουσία. Τα υπόλοιπα είναι, το λιγότερο, κραυγαλέως ανακριβή.


Ο κ. Παύλος Κ. Σούρλας είναι καθηγητής της Φιλοσοφίας του Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.