Για να καταλάβουμε πώς η συζήτηση για την Ιστορία στο σχολείο, παρά το πλέγμα υπαρκτών προβλημάτων, συγκεντρώνεται στο εγχειρίδιο της Στ´ Δημοτικού, χρειάζεται να θυμηθούμε τον μηχανισμό της ψυχωτικής λειτουργίας. Ο ψυχωτικός αντί να αντιμετωπίσει το πρόβλημά του βρίσκει ένα υποκατάστατο και εκεί συγκεντρώνει όλη την προσοχή και τη μανία του. Οσο το σκέφτεται τόσο θυμώνει, και όσο θυμώνει τόσο το σκέφτεται. Αν δει κανείς το πλέγμα των διαμαρτυρομένων το καταλαβαίνει αυτό. Αντιδρούν στο σχολικό εγχειρίδιο με κάτι που άκουσαν ή διάβασαν αορίστως. Δεν τους καίγεται όμως καρφάκι αν στο σχολείο μειώθηκαν οι ώρες διδασκαλίας της Ιστορίας· αν τα περισσότερα βιβλία είναι αδιάφορα και βαρετά· αν οι περισσότεροι από όσους διδάσκουν, τουλάχιστον στη μέση εκπαίδευση, δεν έχουν διδαχτεί ούτε μία ώρα Ιστορία στο πανεπιστήμιο· αν οι εξετάσεις ΑΣΕΠ που υποβάλλονται είναι αντικειμενικές μεν, ηλίθιες δε.


Πού να νοιαστούν γιατί δεν υπάρχει ειδικότητα ιστορικού στο σχολείο (ελληνική πρωτοτυπία αυτό!), όπως υπάρχει ειδικότητα μαθηματικού, φυσικού ή θεολόγου. Δεν τους ενδιαφέρει αν λείπουν οι ιστορικοί από το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, αν παρά το γεγονός ότι υπάρχει πληθώρα καλών διδακτόρων και διδακτορισσών Ιστορίας, η επιμόρφωση των καθηγητών στην Ιστορία έχει αφεθεί στη γραφειοκρατία. Δεν τους ενδιαφέρει αν τα παιδιά μισούν, κυριολεκτικά μισούν και καλά κάνουν, το μάθημα της Ιστορίας με τις άπειρες ημερομηνίες, ονόματα και λεπτομέρειες. Ούτε προβληματίζονται όλοι αυτοί γιατί ο κόσμος ενδιαφέρεται για την Ιστορία έξω από το σχολείο (η επιτυχία της Θεσσαλονίκης του Μαζάουερ είναι ενδεικτική) και αδιαφορεί για την Ιστορία εντός του σχολείου. Φυσικά και δεν ενοχλούνται από το κρατικό μονοπώλιο στα σχολικά εγχειρίδια και από την έλλειψη δυνατότητας επιλογής από περισσότερα του ενός εγχειρίδια. Γιατί να σκεφτούν ότι η Ιστορία δεν γίνεται με ένα και μοναδικό βιβλίο, αλλά με πλέγμα δραστηριοτήτων που σημαίνει εκπαιδευτικές εκδρομές, χρήση της βιβλιοθήκης και εθισμός στην έρευνα, χρήση των οπτικοακουστικών μέσων;


Δεν τους ενδιαφέρει η Ιστορία ως διερεύνηση αλληλοσυγκρουόμενων εκδοχών, διαφορετικών ερμηνειών, ως ανταλλαγή επιχειρημάτων, ως αναζήτηση νοήματος, ως εκπαίδευση στην κριτική των βεβαιοτήτων και των απλουστεύσεων. Δεν έχει περάσει από τον νου τους ότι η Ιστορία είναι μια εκπαίδευση στο μη οικείο, γιατί εκείνο που μας είναι μακρινό και διαφορετικό στον χρόνο μάς βοηθάει ώστε να εξοικειωνόμαστε με τις διαφορετικές κουλτούρες που θα συναντήσουμε αλλά και με τους ξένους, δηλαδή τους αλλόγλωσσους και αλλόθρησκους που κάθονται στο διπλανό θρανίο. Ούτε βέβαια τους έχει περάσει από το μυαλό ότι το σχολείο δεν πρέπει να δίνει γνώσεις αλλά να μαθαίνει πώς αποκτούμε γνώσεις, πού τις βρίσκουμε, πώς τις αξιολογούμε, πώς μπορούμε να διακρίνουμε το έγκυρο από το κάλπικο, πώς μπορούμε να ιστορικοποιούμε τις αναμνήσεις και την εμπειρία της οικογένειάς μας, της κοινότητάς μας, της πόλης μας, της χώρας και του κόσμου όπου ζούμε και που αλλάζει κάθε μέρα. Δεν τους απασχολεί το πρωταρχικό και δυσκολότερο: Πώς πείθεις τα παιδιά ότι η Ιστορία τα ενδιαφέρει, ότι σχετίζεται με τη ζωή τους και το μέλλον τους. Πώς να τα κάνεις να μη χασμουριούνται στο μάθημα της Ιστορίας.


Οσοι είναι δάσκαλοι Ιστορίας ξέρουν πως αυτό είναι το δυσκολότερο πρόβλημα στην τάξη, από το δημοτικό ως το πανεπιστήμιο. Και γιατί να τους περάσουν όλα αυτά από το μυαλό; Φτάνει να επαναλαμβάνουν ότι η Αμερική μάς επιβάλλει να αλλάξουμε την ιστορία μας για να χάσουμε την εθνική μας ταυτότητα και να μην αντιστεκόμαστε στους Τούρκους και στη νέα τάξη πραγμάτων και ότι ο εκσυγχρονισμός ακυρώνει την Ιστορία. Τόσο απλοϊκά.


Τι είναι εκείνο όμως που δημιουργεί αυτές τις ψυχώσεις γύρω από ελάσσονα ζητήματα Ιστορίας, όπως είναι το σχολικό βιβλίο τώρα, οι αστυνομικές ταυτότητες χθες, το όνομα της Μακεδονίας προχθές, το βιβλίο του Ντυροζέλ για την Ιστορία της Ευρώπης παλαιότερα, όταν το πρώτο πράγμα που θα έπρεπε να σκεφτεί κάποιος που νοιάζεται για τη χώρα του και για την εθνική της ιστορία είναι ότι δεν έχουμε ύστερα από δύο αιώνες ανεξαρτησίας μια εθνική Βιβλιοθήκη; Αλλά έτσι είναι οι ψυχώσεις. Μανία στα ελάσσονα, υποκρισία στα μείζονα. Δυστυχώς την ίδια ψυχωτική λειτουργία τη βλέπουμε και σε άλλα ζητήματα της πολιτικής. Το μέγα ζήτημα της αναβάθμισης της δημόσιας πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, από την οποία εξαρτάται το μέλλον αυτής της χώρας μέσα στο πλαίσιο της κοινωνίας της γνώσης, συρρικνώθηκε στο άσυλο και στους κουκουλοφόρους. Τόσο απλοϊκά αλλά και τόσο παράλογα;


Ο κ. Αντώνης Λιάκος είναι καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.