«Η Ιστορία είναι καθρέφτης» δήλωσε πριν από μερικές εβδομάδες ο βρετανός ιστορικός Μαρκ Μαζάουερ. Φαίνεται όμως πως δεν βλέπουν όλοι το είδωλό τους στον καθρέφτη με τον ίδιο τρόπο. Γεγονός φυσικό, όταν μάλιστα γίνεται λόγος για την Ιστορία και τον τρόπο που διδάσκεται στα σχολεία. Στην Ελλάδα, από καταβολής του σύγχρονου κράτους, η ιστορική αντίληψη για γεγονότα όπως η Επανάσταση του 1821 και οι εθνικές καταστροφές του 20ού αιώνα παρουσιάζονταν πάντα με συναισθηματικά φορτισμένο τρόπο και με την πρόθεση διαφύλαξης των επονομαζόμενων οσίων της φυλής. Οι ιστορικές απόψεις που αμφισβήτησαν αυτή τη θέαση συναντούν μόνιμες και εκτεταμένες αντιδράσεις. Είναι όμως η Ιστορία θέμα κυβερνητικής πολιτικής; Τι δεν μας δίδαξαν τα ιστορικά βιβλία; Υπάρχει αντικειμενική Ιστορία; Ενα ιδιότυπος διάλογος, που αρχίζει από την απλή αναζήτηση της ιστορικής αλήθειας και φτάνει ως τη διατύπωση υπαρξιακών προβληματισμών, εξελίσσεται τις τελευταίες εβδομάδες μέσω των προσωπικών ιστοσελίδων (blogs) που σχολιάζουν τη διαμάχη για τα νέα σχολικά βιβλία της Ιστορίας. Χιλιάδες μηνύματα ανταλλάσσονται καθημερινά μέσω του Internet από ανθρώπους διαφορετικών ηλικιών και μορφωτικού επιπέδου που αναρωτιούνται ανοικτά πώς γράφεται σήμερα η Ιστορία. Αφορμή, οι αντιδράσεις που προκάλεσε στην Εκκλησία αλλά και σε κύκλους πολιτών που υπερασπίζονται την ανάγκη ενίσχυσης των πατριωτικών αντανακλαστικών μας, απέναντι στην προσπάθεια των επιστημόνων-ιστορικών να την παρουσιάσουν με διεπιστημονικό τρόπο, αποστασιοποιημένο από «εθνικούς συναισθηματισμούς». Οι αντιδράσεις που έχουν σημειωθεί αφορούν κυρίως το νέο βιβλίο Ιστορίας της Στ´ Δημοτικού, ενώ σχετικά με το θέμα έχουν παρέμβει πανεπιστημιακοί και πολιτικοί. Αντιδράσεις που στην πλειονότητά τους, όσον αφορά τον τρόπο εκφοράς τους, φαίνεται να μη λαμβάνουν υπόψη ότι η συγγραφή των σχολικών βιβλίων υπακούει σε μεθοδολογικούς κανόνες που ανανεώνονται με βάση ερευνητικά δεδομένα, ενώ δεν παραδέχονται την Ιστορία των ιστορικών και δεν θέλουν να στηρίζεται σ’ αυτήν η σχολική Ιστορία. Στο σημερινό αφιέρωμα οι καθ’ ύλην αρμόδιοι, οι ιστορικοί, δίνουν την απάντησή τους στο ερώτημα «πώς γράφεται η Ιστορία;».


Στη συμβολική μάχη που έχει ξεσπάσει γύρω από το βιβλίο ιστορίας της Στ´ Δημοτικού φαίνεται πως αναμετριούνται περισσότερο πολιτικές και ιδεολογικές θέσεις παρά επιχειρήματα σχετικά με την ίδια την Ιστορία (όπως ορθά παρατήρησε ο Β. Παναγιωτόπουλος). Γι’ αυτόν τον λόγο υπάρχουν σκόπιμες και μη παρανοήσεις σχετικά με το επιστημονικό και αξιακό περιεχόμενο των «αντίπαλων» θέσεων, παρανοήσεις που στερεοτυπικά αναπαράγονται μέσα από ένα ευρύ, όπως φαίνεται, δίκτυο ανθρώπων. Η σύγχυση αυτή επιβάλλει να ξεκαθαρίσουμε ποια Ιστορία υπερασπιζόμαστε και ποιες αξίες θέλουμε να καλλιεργήσουμε μέσα από τη γνώση του παρελθόντος. Η Ιστορία αυτή, όπως πρέπει να διδάσκεται σε μικρά παιδιά, δεν περιέχει ωμή βία αλλά δεν είναι ουδέτερη· αρνείται τη μανιχαϊστική ερμηνεία των γεγονότων αλλά δεν κρύβεται πίσω από πέπλα εξωραϊσμού· δεν καταγράφει μόνο τους πολέμους αλλά και δεν αποσιωπά τις συγκρούσεις. Η Ιστορία αυτή αποστρέφεται τις σιωπές. Και αυτό έρχεται σε αντίθεση τόσο με την «παραδοσιακή» όσο και με την «πολιτικώς ορθή» ιστορία.


Πράγματι, η Ιστορία γράφεται με τη σιωπή. Οσο παράδοξη και αν μοιάζει αυτή η θέση, αποτελεί κοινό τόπο του τρόπου με τον οποίο διδάχτηκε και εξακολουθεί να διδάσκεται η Ιστορία σε πολλά – ίσως στα περισσότερα – μέρη του πλανήτη. Μάλιστα, παρατηρείται ένα επιπλέον παράδοξο: η αναθεώρηση της «παραδοσιακής» ιστορίας προτείνει επίσης τη σιωπή. Στις σιωπές λοιπόν της εθνικής ρομαντικής ιστοριογραφίας, που διαμόρφωσε τον κανόνα της τον 19ο αιώνα, αντιπαρατίθενται σήμερα οι σιωπές μιας «πολιτικώς ορθής», ουδέτερης και «εναρμονίζουσας» τις εθνικές αντιθέσεις ιστορίας. Και στις δύο περιπτώσεις, η διδασκαλία της Ιστορίας αποτελεί μέσο για την επίτευξη πολιτικών στόχων, ρητών ή υπορρήτων.


Στην πρώτη περίπτωση, η σιωπή της παραδοσιακής εθνικής ιστορίας αφορούσε την απόκρυψη των αρνητικών όψεων του εθνικού παρελθόντος ώστε να μην επισκιάζεται η συλλογική αυτο-εικόνα. Η προσέγγιση αυτή εξαρτάται από την πεποίθηση ότι η αγάπη για την πατρίδα μπορεί – και οφείλει – να στηριχθεί μόνο σε μια εξιδανικευμένη εικόνα του έθνους. Μελανές και τραυματικές στιγμές της εθνικής Ιστορίας εξωραΐζονται για απολογητικούς λόγους, γεμίζοντας την Ιστορία με «λευκές σελίδες». Οι ήρωες αυτής της Ιστορίας είναι επίσης αψεγάδιαστοι: γενναίοι, ενάρετοι, χωρίς ανθρώπινες αδυναμίες, αιώνια πρότυπα των επόμενων γενεών. Περιστατικά του βίου τους που μπορεί να αμαυρώνουν αυτή την αστραφτερή εικόνα παραλείπονται και αφήνονται στην περιέργεια των επίμονων ερευνητών. «Της Ιστορίας τα συναξάρια», για να θυμηθούμε τον ποιητή Κ. Παλαμά, έχουν και αυτά τις «λευκές σελίδες» τους.


Στη δεύτερη περίπτωση, της «ουδέτερης» ιστορίας, ο στόχος της σιωπής είναι διαφορετικός: στην προοπτική μιας φιλειρηνικής εκπαίδευσης, κρίθηκε ότι είναι σκόπιμο να αποσιωπηθούν οι συγκρούσεις και τα αισθήματα εχθρότητας που ανέπτυξαν δύο έθνη στο παρελθόν. Μετατοπίστηκε λοιπόν το κέντρο βάρους από την πολιτική και διπλωματική ιστορία στην κοινωνική, οικονομική και πολιτισμική ιστορία, η οποία δεν περιέχει αιματηρές συγκρούσεις και εντοπίζει το ενδιαφέρον σε άλλες πτυχές του παρελθόντος. Ιδιαίτερα στο σχολείο κρίθηκε ότι ήταν απαραίτητο να «αφοπλιστεί η ιστορία» (σύμφωνα με τον τίτλο ενός συνεδρίου που διοργάνωσε η UNESCO), της οποίας η εθνικιστική διδασκαλία είχε γεννήσει εθνικά μίση και πολέμους. Σε πολλές περιπτώσεις η διδασκαλία περιορίστηκε συνεπώς στην καθημερινή ζωή, όπου τα παιδιά μάθαιναν για ένα παρελθόν χωρίς μάχες και ήρωες. Ταυτόχρονα, έγινε προσπάθεια να εξοβελιστούν επίθετα ή χαρακτηρισμοί αρνητικοί για γειτονικούς λαούς, συνήθως για εκείνους με τους οποίους υπήρχε ιστορικά εχθρική σχέση.


Στην προσέγγιση αυτή ελλοχεύει ο κίνδυνος να κατασκευαστεί μια ψευδής εικόνα ενός αρμονικού παρελθόντος και να υποτιμηθούν οι συγκρούσεις που αποτέλεσαν ουσιαστικό στοιχείο του κοινού για γειτονικούς λαούς παρελθόντος. Είναι προφανές ότι, τουλάχιστον για την περιοχή των Βαλκανίων, η σύγκρουση αποτέλεσε στοιχείο της συνύπαρξης. Η Ιστορία θα πρέπει λοιπόν να κοιτάξει με ειλικρίνεια και γενναιότητα στον καθρέφτη της, χωρίς εξιδανικεύσεις και αποσιωπήσεις. Η πρόκληση της διδασκαλίας της εθνικής ιστορίας έγκειται στον τρόπο διαχείρισης των συγκρούσεων και μάλιστα όταν οι συγκρούσεις αυτές έχουν νωπά αποτυπώματα στη συλλογική μνήμη. Στην περίπτωση της ελληνικής εθνικής ιστορίας, κεντρικό ρόλο κατέχει η ελληνοτουρκική σύγκρουση, με τρία τουλάχιστον σημεία καμπής: την Ελληνική Επανάσταση, τη Μικρασιατική Καταστροφή και το Κυπριακό. Τα δύο τελευταία διατηρούν ζωντανή τη μνήμη του πόνου και της σύγκρουσης και συμβάλλουν στη διαμόρφωση πολιτικών θέσεων σε επίπεδο εξωτερικής πολιτικής. Αυτός είναι άλλωστε ο λόγος που η συζήτηση περί Ιστορίας εντοπίζεται κυρίως στα σημεία εκείνα που δίνουν πολιτικό περιεχόμενο στην ιστορική αφήγηση της ελληνοτουρκικής σύγκρουσης.


Οσοι ζητούν τη λεπτομερή αφήγηση των δεινών που υπέφεραν οι Ελληνες από τους Τούρκους θυματοποιούν το έθνος και επιδιώκουν την ιστορική νομιμοποίηση της σύγκρουσης ώστε να είναι πάντα παρούσα. Είναι ωστόσο λάθος η άποψη ότι μόνο η αφήγηση των δεινών του έθνους καλλιεργεί την εθνική συνείδηση. Ούτε όμως η ουδέτερη αφήγηση συνεισφέρει στη συμφιλίωση με το παρελθόν ούτε άλλωστε συμβάλλει με βεβαιότητα στην ανάπτυξη της ανοχής προς τους ιστορικούς εχθρούς. Η σύγκριση με τον τρόπο που διδάσκεται η ιστορία σε όλες τις δυτικές χώρες δείχνει ότι έχει πάψει πριν από πολλές δεκαετίες να «ρέει αίμα» στις σελίδες των σχολικών βιβλίων, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι για αυτόν τον λόγο έχουν πάψει να αγαπούν την πατρίδα τους οι Γάλλοι, οι Ιταλοί ή οι Γερμανοί. Συνεπώς, η ανάπτυξη της εθνικής συνείδησης δεν μπορεί να βασίζεται ούτε στη δραματοποιημένη απεικόνιση ενός ζοφερού παρελθόντος ούτε σε μια ψευδή, εξιδανικευμένη εικόνα για το παρελθόν, αλλά στην ικανότητα να συμφιλιωθούμε με το οδυνηρό παρελθόν μέσα από μια προσέγγιση χωρίς στερεότυπα, προκαταλήψεις και αποσιωπήσεις. Η Ιστορία αυτή μόνο μπορεί εξάλλου να συμβάλει στη διαμόρφωση υπεύθυνων πολιτών με κριτική σκέψη, ικανών να αντισταθούν σε απόπειρες χειραγώγησής τους, από όπου και αν προέρχονται.


Η κυρία Χριστίνα Κουλούρη είναι καθηγήτρια Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.