Θόρυβος προκλήθηκε πρόσφατα γύρω από την παράνομη δράση αξιωματικών, που υποτίθεται ότι απάλλασσαν από την υποχρέωση στράτευσης «επώνυμα» πρόσωπα δεχόμενοι πιστοποιητικά που βεβαίωναν ψευδώς ότι είχαν νόμιμους λόγους απαλλαγής. Οι αρμόδιες αρχές έκριναν ότι πρέπει να τεθούν φραγμοί στη δημοσιοποίηση των σχετικών πληροφοριών από τον Τύπο και ότι τα «επώνυμα» αυτά πρόσωπα έπρεπε να παραμείνουν ανώνυμα. Λίγο παλαιότερα είχε προκύψει ζήτημα με κάποιους επιχειρηματίες που κατηγορήθηκαν ότι διοχέτευαν στην αγορά νοθευμένα τρόφιμα. Και τότε οι αρχές είχαν προβάλει ότι η δημοσιοποίηση των ονομάτων τους θα συνιστούσε προσβολή ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων. Επικαλέστηκαν ότι ο νόμος απαγορεύει τη δημοσίευση του ονόματος προσώπων που εμπλέκονται στην τέλεση πράξεων φερόμενων ως αξιόποινων.


Ο θόρυβος γύρω από τις περιπτώσεις αυτές είναι δικαιολογημένος. Οχι για λόγους που αφορούν αυτές τις ίδιες, που δεν γνωρίζω στις λεπτομέρειές τους (έχω πάντως υπόψη μου ότι η πιο πρόσφατη κρίθηκε από το Συμβούλιο της Επικρατείας, που διαπίστωσε ότι δεν υπήρχαν απτά στοιχεία και θα προέκυπτε κίνδυνος διαπόμπευσης, οπότε ορθότατα έκρινε τη δημοσίευση ονομάτων παράνομη), αλλά επειδή υπάρχει ένα θεμελιώδες πρόβλημα που βαρύνει την ισχύουσα νομοθεσία μας. Εννοώ κάποιες νομοθετικές ρυθμίσεις για την προστασία των προσωπικών δεδομένων, που δημιουργούν σοβαρές εντάσεις με την προστασία της ελευθερίας του λόγου, του Τύπου και της πληροφόρησης.


Η καθιέρωση ειδικής νομικής προστασίας των προσωπικών δεδομένων έγινε κατά την πρόσφατη αναθεώρηση του Συντάγματος, με την προσθήκη διάταξης που προστατεύει τον καθένα «από τη συλλογή, επεξεργασία και χρήση, ιδίως με ηλεκτρονικά μέσα, των προσωπικών του δεδομένων, όπως ο νόμος ορίζει». Η διάταξη ενσωματώθηκε στο υφιστάμενο πλέγμα των διατάξεων για τα ατομικά δικαιώματα, μεταξύ των οποίων περίοπτη θέση κατέχουν η ελευθερία του λόγου και του Τύπου, και οφείλει να ερμηνευθεί εναρμονισμένα προς αυτές. Αυτό είναι πρωτίστως έργο του κοινού νομοθέτη στον οποίο η συνταγματική διάταξη παραπέμπει τη ρύθμιση των λεπτομερειών. Η πηγή της δυσφορίας βρίσκεται στον άμετρο τρόπο με τον οποίο αυτός εξειδικεύει τη συνταγματική διάταξη (κυρίως με τον νόμο 2472/1997).


Ο νόμος διακρίνει μεταξύ κοινών και «ευαίσθητων» προσωπικών δεδομένων. Υπερβολή πρώτη: ως δεδομένα εννοεί γενικά κάθε πληροφορία. Στα ευαίσθητα εξ άλλου περιλαμβάνει ρητά, μεταξύ άλλων, τις πληροφορίες που σχετίζονται «με ποινικές διώξεις και καταδίκες» – έτσι αδιάκριτα, χωρίς να περιορίζεται σε παρελθούσες διώξεις και καταδίκες, άρα περιλαμβάνοντας και τις τρέχουσες. Υπάρχει όμως και συνέχεια. Των ευαίσθητων δεδομένων απαγορεύει γενικά τη «συλλογή και επεξεργασία», εκτός από τις περιπτώσεις που επιτρέπονται ρητά και ύστερα από άδεια της ειδικής Ανεξάρτητης Αρχής. Στις εξαιρούμενες περιπτώσεις περιλαμβάνει, ως προς ό,τι μας ενδιαφέρει, μόνο τη συλλογή και επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων που αφορούν «δημόσια πρόσωπα» (εδώ ο νόμος παρέλειψε αναπάντεχα να δώσει ορισμό – υπάρχουν άραγε και «ιδιωτικά πρόσωπα»;) και «αποκλειστικά κατά την άσκηση του δημοσιογραφικού επαγγέλματος» (μήπως, εκτός από άδεια της Αρχής, χρειάζεται και βεβαίωση της ΕΣΗΕΑ;)! Ως επεξεργασία μάλιστα, νέος τώρα ορισμός, ο νόμος ρητά επεξηγεί ότι εννοεί και την απλή διάδοση. Αρα και την απλή (συλλογή και) δημοσίευση πληροφοριών μέσω του Τύπου εφόσον, εννοείται, δεν αφορά «δημόσια πρόσωπα». Η σύγκρουση λοιπόν με την ελευθερία του λόγου, του Τύπου και της πληροφόρησης είναι προφανής.


Η εκτίμησή μου είναι ότι με τις ρυθμίσεις αυτές ο νομοθέτης υπερέβη τα όρια της εντολής που του δίνει το Σύνταγμα. Γιατί, χάνοντας την αίσθηση του μέτρου, δεν έλαβε υπόψη του κατά την εξειδίκευση αυτή, ως όφειλε, ολόκληρο το πλέγμα των ατομικών δικαιωμάτων και επέδειξε υπερβολική μονομέρεια υπέρ της προστασίας ορισμένων προσωπικών πληροφοριών. Σαν να ανακάλυψε ξαφνικά μια νέα ήπειρο στην υδρόγειο των ατομικών δικαιωμάτων και πίστεψε ότι όλα τα προβλήματα πρέπει εφεξής να τα παρατηρούμε μέσα από τις διόπτρες αυτής της ανακάλυψης. Παρέβλεψε το αυτονόητο ότι και πριν από την καθιέρωση της προστασίας των προσωπικών δεδομένων υπήρχε ελευθερία του λόγου, ελευθερία του Τύπου και ελευθερία της πληροφόρησης, υπήρχε και πριν προστασία της προσωπικότητας, της τιμής και του ιδιωτικού βίου, υπήρχαν και πριν εντάσεις μεταξύ τους, υπήρχαν και πριν νόμοι, διαδικασίες, θεωρίες και επιχειρήματα για την αντιμετώπισή τους. Και, ευτυχώς, εξακολουθούν να υπάρχουν και μετά τη συνταγματική προσθήκη. Της οποίας η προστατευτική εμβέλεια έπρεπε ερμηνευτικά να περιοριστεί στον κύκλο των περιπτώσεων όπου χρειάζεται πραγματικά: στην αποτροπή καταχρήσεων που έγιναν ευχερέστερες λόγω των τεχνικών δυνατοτήτων που παρέχει η ηλεκτρονική επεξεργασία πληροφοριών.


Εδώ έγκειται και η ευθύνη μας ως ερμηνευτών και εφαρμοστών του νόμου. Μάθαμε να καλυπτόμαστε πίσω από το γράμμα του και να αποφεύγουμε τον πνευματικό μόχθο που απαιτείται ώστε να βρούμε το μέτρο προστασίας του κάθε δικαιώματος ερμηνεύοντάς το υπό το πρίσμα της συνισχύος του με όλα τα άλλα. Αυτό ωθεί σε φαύλο κύκλο. Πιέζουμε με τη σειρά μας τον νομοθέτη να ρυθμίζει λεπτομερώς και το παραμικρό ζήτημα, με συνέπεια να χάνουμε, και εκείνος και εμείς, την ευαισθησία απέναντι στο νήμα που συνέχει ολόκληρη τη νομοθεσία μας, τις φιλελεύθερες ηθικές και πολιτικές αρχές που αποτελούν τη βάση των θεσμών μας.


Ο κ. Παύλος Κ. Σούρλας είναι καθηγητής της Φιλοσοφίας του Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.