Η ευτυχία είναι καινούργια ιδέα στην Ευρώπη. Με τη φράση αυτή, η οποία πολύ σύντομα έγινε σύνθημα, ο Saint-Just έδωσε τον τόνο των επιθυμιών και των προθέσεων της Γαλλικής Επανάστασης και μάλιστα στην πιο σκληρή περίοδο της ιστορίας της: στην Τρομοκρατία. Το σύνθημα ωστόσο μοιάζει παράδοξο, γιατί φαίνεται να αγνοεί ή να απορρίπτει ένα μεγάλο και σημαντικό μέρος της ιστορίας των ιδεών, αυτό που έχουμε συνηθίσει να αποκαλούμε ηθική και πολιτική φιλοσοφία, στο οποίο πρέπει να προσθέσουμε, από τον 19ο αιώνα, τις επιστήμες του ανθρώπου. Πράγματι, η ευτυχία δεν είναι από τις πιο παλιές επιθυμίες του ανθρώπου, σύμφυτη σχεδόν με τον ίδιο; Τι άλλο αναζητήσαμε – και αναζητούμε – αν όχι την ευτυχία και τα μέσα που οδηγούν σε αυτήν;


Προφανώς ο Γάλλος πολιτικός θέλει να πει άλλο πράγμα. Θέλει να υποστηρίξει ότι η ευτυχία των ανθρώπων είναι υπόθεση της πολιτικής και μάλιστα υπό τη συγκεκριμένη μορφή ενός φωτισμένου κράτους ή ενός φωτισμένου κόμματος, τα οποία, πρέπει να υποθέσουμε, είναι οχήματα του Λόγου και των επιταγών του. Από τη σκοπιά αυτή δεν είναι καθόλου παράξενο ότι ο Saint-Just και οι σύντροφοί του υποστήριξαν με δυναμικό τρόπο ότι τα άτομα και οι επιμέρους στόχοι τους, καθώς και οι επιθυμίες τους, πρέπει να υποταχθούν σε έναν κοινό σκοπό, που είναι όλο και περισσότερη ευτυχία για όλο και μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων. Αυτή η υποχρεωτική ευτυχία, όπως και η υποχρεωτική αρετή που τη συνόδευε οδήγησαν τους εμπνευστές τους στη λαιμητόμο. Η ιδέα όμως έζησε και έκανε τον δρόμο της και οι σπόροι της, στο γόνιμο έδαφος που έπεσαν, δημιούργησαν γλυκόπικρους καρπούς, τους οποίους γεύτηκε η Ευρώπη στον αιώνα που μόλις έκλεισε.


Μήπως, αναρωτηθήκαμε μόλις συνήλθαμε από τον Τρόμο, η ευτυχία, τελικά, δεν είναι άλλο πράγμα από τον απόλυτο σεβασμό των εξατομικευμένων υπάρξεων που είναι ο καθένας από μας, έστω με τον κίνδυνο ο σεβασμός αυτός να οδηγήσει σε ανεξέλεγκτες καταστάσεις; Αλλά γιατί να προϋποθέσουμε τους κινδύνους, προκαλώντας εκ των προτέρων φοβικές αντιδράσεις, αντί να εμπιστευθούμε τη λογική των ανθρώπων; Το προηγούμενο δίλημμα μπορεί να διατυπωθεί και διαφορετικά: Η μεγαλύτερη ευτυχία συνίσταται άραγε στη γενική αύξηση του υλικού πλούτου, στην περίφημη ευμάρεια, ταυτοχρόνως μέσο και σκοπό της πολιτικής πράξης ή μήπως μεγαλύτερη και πιο πραγματική είναι η ευτυχία που εδράζεται στην ήρεμη και λελογισμένη βασιλεία ενός κράτους δικαίου που θα αφήνει τον καθένα ελεύθερο να πετύχει τους στόχους του, στο μέτρο που τούτοι δω δεν απαγορεύουν σε κανέναν να επιδιώξει τους δικούς του; Δεν είναι δύσκολο να δει κανείς ότι το δίλημμα έχει κενά, ακριβώς στο μέτρο που δεν φροντίζει – το μπορεί όμως; – να απαλλαγεί από τον ασφυκτικό εναγκαλισμό ενός υπεροπτικού ορθολογισμού, ο οποίος προσπαθεί, πάση θυσία, να αποσιωπήσει ή ακόμη και να φιμώσει τη δύναμη των παθών και τη βούληση για δύναμη που κανονίζουν σε μεγάλο βαθμό τη ζωή των ανθρώπων: Γιατί, όπως το γράφει σε μια λιτή και ξηρή φράση ο Πασκάλ, «όλοι θέλουν να κυριαρχήσουν, αλλά όλοι δεν το μπορούν, ενώ μερικοί το μπορούν».


Είναι σε όλους γνωστό με πόση ζέση, αλλά θα έπρεπε μάλλον να γίνει λόγος για αγριότητα, ο εικοστός αιώνας έδωσε εμπειρική όψη στα θεωρητικά ερωτήματα και στα ερωτηματικά ως προς την ευτυχία, επιχειρώντας να τους δώσει πρακτικές και οριστικές απαντήσεις. Οπως είναι επίσης γνωστή η δολοφονική μανία με την οποία συγκρούστηκαν, όταν οπλίστηκαν, οι λογικές που βρέθηκαν αντιμέτωπες στο πεδίο της μάχης.


Στο όνομα της ευτυχίας προέκυψαν φαινόμενα, τόσο πολιτικά όσο και κοινωνικά, χωρίς προηγούμενο στην ιστορία. Οι δύο πόλεμοι που στιγμάτισαν τον αιώνα δεν ήταν μόνο παγκόσμιοι· ήταν κυρίως ολοκληρωτικοί, καθώς κινητοποίησαν τους λαούς που ενεπλάκησαν σ’ αυτούς στο σύνολό τους, δηλαδή τόσο ως δυνάμεις όσο και ως αξίες, θεσμούς και γενικότερα τρόπους ζωής. Στο όνομα της ευτυχίας και της ιδέας της θυσιάστηκαν εκατομμύρια άνθρωποι, είτε ως υπεράνθρωποι είτε ως υπάνθρωποι, είτε ως φυλετικά ένοχοι είτε ως ιδεολογικά ύποπτοι. Η σχεδιασμένη αναζήτηση της μεγαλύτερης ευτυχίας για τον μεγαλύτερο αριθμό οδήγησε σε μεγαλύτερη δυστυχία πολλούς, ίσως τους περισσότερους. Με δεδομένο αυτό το αποτέλεσμα, αναρωτιέται κανείς μήπως είναι καιρός να εκτιμήσουμε όλο το βάρος της σκέψης του Φρόυντ στο μικρό δοκίμιο που έχει τον χαρακτηριστικό τίτλο Δυσφορία στον πολιτισμό. Εκεί, ο διεισδυτικός ιδρυτής της Ψυχανάλυσης υποστηρίζει ότι για την ευτυχία μας δεν υπάρχει καμία πρόβλεψη, ούτε στον μακρόκοσμο ούτε στον μικρόκοσμο. Ισως αυτή να είναι μια από τις πραγματικά καινούργιες ιδέες που έχουν παραχθεί στον Ευρώπη κατά τη διάρκεια του εικοστού αιώνα.


Η πραγματικότητα είναι περισσότερο επινοητική από τη θεωρία. Οι απαντήσεις της στις ερωτήσεις που έχουν ήδη τεθεί είναι ριζικές και ριζοσπαστικές και, τις περισσότερες φορές, μας αφήνουν άναυδους. Ισως έτσι εξηγείται το γεγονός ότι στον εικοστό αιώνα η φιλοσοφική σκέψη, παρά τις λαμπρές εξαιρέσεις, παρά την πληθωρική παραγωγή, μοιάζει να μην είναι ακόμη ικανή να δημιουργήσει έργα αντάξια με εκείνα στα οποία διατυπώθηκαν τα ερωτήματα που μας απασχολούν. Θα ήταν δύσκολο να βρει κανείς έργα των οποίων το εύρος, η εμβέλεια και η οξύτητα πλησιάζει τα μεγάλα ονόματα του σχετικά πρόσφατου παρελθόντος, όπως είναι ο Καντ, ο Χέγκελ, ο Μαρξ ή ο Νίτσε, για να σταθούμε σε μερικές από τις κορυφές. Αντίθετα, η φιλοσοφική δραστηριότητα εξαντλείται, τις περισσότερες φορές, χωρίς αυτό να σημαίνει με κανέναν τρόπο την απαξίωσή της, στον σχολιασμό του έργου των μεγάλων στοχαστών του παρελθόντος. Θεωρούμε τα κείμενά τους θεμελιώδη και αναζητούμε εκεί ιδέες με την ελπίδα ότι θα βρούμε σε αυτές τις απαντήσεις που ψάχνουμε σήμερα. Στην προοπτική αυτή, τουλάχιστον, η ανάγνωση διατηρεί ακόμη όλες τις αρετές της, αφήνοντας περιθώρια στην αισιοδοξία.


Εκτός αν μείνουμε προσκολλημένοι σε εκείνον τον μύθο που με εξουθενωτικό χιούμορ έγραψε ο Κάφκα για τον Βουκεφάλα, τώρα που ο βασιλιάς δεν υπάρχει πια για να δείχνει με το σπαθί του τουλάχιστον την κατεύθυνση: Το υπερήφανο άτι έχει καταφύγει σε μια βιβλιοθήκη, όπου ξεφυλλίζει μελαγχολικά τα παλιά βιβλία.


Ο κ. Γεράσιμος Βώκος είναι καθηγητής της Φιλοσοφίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.