Το έγκλημα στα Καλύβια Αγρινίου συνδέεται με μια λεπτή κλωστή με τα σοβαρά εγκλήματα που έχουν απασχολήσει τη δημοσιότητα τον τελευταίο χρόνο. Κοινός άξονάς τους είναι η απουσία αναστολών, που χαρακτηρίζει τους δράστες εγκλημάτων διαφορετικής κατηγορίας, βαρύτητας και κινήτρων κάθε φορά. Χαρακτηρίζονται είτε από την έλλειψη εκείνου του αισθήματος ανθρωπιάς, που συχνά περιορίζει το μέγεθος και την οξύτητα της βίας και τη δυσαναλογία της ως αιτιώδους συνδέσμου του εγκλήματος, είτε από την πλήρη απαξίωση για κάθε ισχύοντα θεσμικό κανόνα νομιμότητας.


Τα εγκλήματα αποκαλύπτουν μια γκρίζα άτυπη «νομιμότητα» που συγκρούεται με τον επίσημο νόμο και στην οποία ο δράστης υπακούει για διαφορετικούς λόγους. Ωστόσο εκφράζουν κοινωνικές τάσεις που σχετίζονται με ευρύτερα φαινόμενα και παραπέμπουν σε βαθύτερα ερωτήματα: Πώς έρχονται έτσι τα πράγματα, ώστε όλο και συχνότερα αυτοί που έχουν ταχθεί να προστατεύουν τον νόμο είναι αυτοί που τον παραβιάζουν συστηματικά, οι άνθρωποι να λύνουν τις διαφορές τους με τόση βία, νεαρά παιδιά να βρίσκονται στο επίκεντρο των πλέον ειδεχθών εγκλημάτων;


Το ζήτημα είναι σύνθετο. Τα παραδείγματα εγκλημάτων που προανέφερα μάλλον προαπαιτούν μια τεχνογνωσία, αν όχι επαγγελματισμό, ως προς τα μέσα ή τον τρόπο εκτέλεσής τους, όσο και ως προς τη συγκάλυψή τους. Παράλληλα αποκαλύπτουν ότι υπάρχουν κοινωνικές και γεωγραφικές περιοχές στην Ελλάδα, όπου ο επίσημος νόμος δεν ισχύει ή είναι υποδεέστερη η αξία του σε σχέση με άλλους κανόνες προηγούμενων εποχών.


Οι κανόνες αυτοί, που θυμίζουν μια κοινωνία του 19ου αιώνα, επιβιώνουν διαχρονικά και συγκροτούν άτυπα κώδικες κοινωνικών σχέσεων και επίλυσης διαφορών ή συγκρούσεων για διαφορετικά περιστατικά τόσο ποιοτικά όσο και μορφολογικά. Από την άλλη μεριά, αν για τους εκπροσώπους του κράτους ή ακόμη και στην υπόθεση των υποκλοπών είναι ευκολότερο να αποσαφηνιστούν τα κίνητρα και οι συνθήκες παράκαμψης του νόμου, στην περίπτωση του Αλεξ, του περιστατικού στην Αμάρυνθο και εκείνου στα Καλύβια η ελληνική κοινωνία φαίνεται να μένει έκπληκτη.


Ενδεχομένως κακώς: από την άποψη της ατομικής «τεχνικής» κοινό χαρακτηριστικό τέτοιων εγκλημάτων, ειδικά των βίαιων, είναι ότι στο ασυνείδητο του δράστη τα θύματα παύουν να έχουν ανθρώπινες ιδιότητες: πρόκειται για μια διαδικασία που στο αποκορύφωμά της αλλάζει την ίδια την κοσμοαντίληψη του δράστη και το θύμα γίνεται όχι απλώς εχθρός αλλά ένα άψυχο αντικείμενο, που οφείλει να λείψει, καθώς εμποδίζει τις επιδιώξεις του συμβολικά ή πραγματικά. Σε αυτές τις περιπτώσεις το μέγεθος της βίας δεν έχει όρια, αλλά και όταν δεν υπάρχει βία το μέγεθος των παραβιάσεων του νόμου καταλήγει ανεξέλεγκτο.


Δεν πρόκειται για έλλειψη ή ελάττωμα βούλησης αλλά για νέα βούληση που έχει διαμορφωθεί σταδιακά και μέσα από συγκεκριμένες συνθήκες, άλλοτε συστηματικά, και άλλοτε μέσα από πολιτισμικές αξίες του παρελθόντος, οι οποίες εξακολουθούν να επιδρούν στη διαμόρφωση της καθημερινότητας του ατόμου· συχνά δε επιβραβεύονται ως δείγμα γενναιότητας, ανδρισμού, τιμής κτλ. Επιπλέον στο κοινωνικό επίπεδο θα πρέπει να συνεκτιμηθεί η επίδραση των συνθηκών που διαμορφώθηκαν στην ελληνική κοινωνία την τελευταία δεκαετία.


Ο φόβος του εγκλήματος, η δημόσια κατανόηση ανθρώπων εξαγριωμένων, με καραμπίνες στα χέρια, που καταδιώκουν αλλοδαπούς, φοβούνται για την περιουσία τους και αρματώνονται μέσα στα σπίτια τους, διαμόρφωσε συγκεκριμένα πρότυπα αυθόρμητης κοινωνικής αντίδρασης στην αύξουσα εγκληματικότητα.


Υλικές αξίες και αγαθά τονίστηκαν υπέρμετρα, χωρίς όμως δυνατότητες ανάλογης ικανοποίησής τους ή αξιολόγησής τους. Το νέο lifestyle, η μαζική διάδοση και χρήση αντικειμένων εξελιγμένης τεχνολογίας συνδυάζονται έτσι με την κοινωνική καθυστέρηση (ειδικά στον τομέα των ανθρωπίνων σχέσεων και των κοινωνικών δομών), με την κρίση εμπιστοσύνης στους θεσμούς και με τη νέα φτώχεια.


Στην πραγματικότητα, «η ασήμαντη αφορμή» στα μάτια ενός ανθρώπου που δεν μπορεί να συμβαδίσει με τις αλλαγές των καιρών δεν είναι καθόλου ασήμαντη, η αδυναμία να διαχειριστεί την ελευθερία και τη δυνατότητα που του δίνει η τεχνολογία μετατρέπεται σε μια αίσθηση παντοδυναμίας, που ενισχύει αντί να αντικαθιστά μια παράδοση βίας, έστω και αν αυτή η βία παίρνει διαφορετικές μορφές κάθε φορά: το αποτέλεσμα είναι ότι ο «άλλος», ο συνάνθρωπος, «εξαφανίζεται» από το διανοητικό πεδίο του δράστη.


Εξαφανίζεται όμως και ο ίδιος ο νόμος ως ιδέα, αποδιαρθρώνεται η λειτουργία των θεσμών και η κοινωνική συνοχή. Σε αυτές τις περιπτώσεις όλα όσα διατυπώνονται περί πρόληψης καταλήγουν να είναι ρητορικά σχήματα, πόσο μάλλον όταν έχουν απλώς χαρακτήρα διαχείρισης της κρίσης και όχι μακροπρόθεσμης δημοκρατικής επέμβασης στις κοινωνικές συγκρούσεις, σε μια κοινωνία που άλλαξε και ο «παλιός κόσμος» δεν εξαφανίστηκε.


Η κυρία Σοφία Βιδάλη είναι επίκουρη καθηγήτρια Εγκληματολογίας στο Τμήμα Κοινωνικής Διοίκησης του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης.