To αφιέρωμα του «Βήματος» φέρνει στο προσκήνιο ένα ερώτημα που εν τέλει κάθε άλλο παρά απλό και λυμένο μοιάζει να είναι: «Τι είναι έγκλημα;». Αξίζει να σταθούμε σε ορισμένους «δόκιμους» ορισμούς που έχουν κατά καιρούς, εκτός της λογικής της κοινωνίας του θεάματος, διατυπωθεί.


«Εγκλημα είναι η πράξη που τιμωρεί ο Ποινικός Νόμος» ήταν ο πρώτος νομικός ορισμός, που όμως δεν ικανοποίησε τη νεοσύστατη στα τέλη του 19ου αιώνα επιστήμη της Εγκληματολογίας. Κρίθηκε δογματικός και νομικίστικος. Του έλειπε η ανθρωπολογική και κοινωνική διάσταση.


«Δεν υπάρχει έγκλημα παρά μόνον εγκληματίες» θα υποστηρίξει ο Λομπρόζο μαζί με τον Φέρι και τον Γκαρόφαλο, ιδρυτές της πρώτης ιταλικής Εγκληματολογικής σχολής. Ο ορισμός διανθίζεται.


«»Εγκλημα» είναι η παραβίαση στοιχειωδών αισθημάτων φιλαλληλίας, μιας συγκεκριμένης κοινωνίας, μιας συγκεκριμένης εποχής, απαραίτητων για την κοινωνική συμβίωση.» (Γκαρόφαλο)


Την ιδιοτυπία της φύσης του εγκληματία θα αμφισβητήσει στη συνέχεια η Εγκληματολογία της κοινωνικής αντίδρασης. «Εγκλημα είναι ένα προϊόν κοινωνικής αντίδρασης» θα υποστηρίξει, στρέφοντας το ενδιαφέρον της όχι στις αιτίες αλλά στις κοινωνικές αντιδράσεις στο έγκλημα.


Ο ορισμός του εγκλήματος αλλάζει καθοριστικά μέσα από μιαν άλλη οπτική. Εκείνη της κριτικής εγκληματολογίας που υποστηρίζει ότι ο ποινικός νόμος δεν προασπίζει μια υπερβατή τάξη πραγμάτων, αλλά τις αξίες των διαφόρων κοινωνικών ομάδων ανάλογα με τον συσχετισμό των πολιτικο-οικονομικών τους δυνάμεων. «Εγκλημα είναι ένα προϊόν κοινωνικής σύγκρουσης» υποστηρίζεται εδώ.


Τελικά πού βρίσκεται η αλήθεια του εγκλήματος; Και εν τέλει η αλήθεια αυτή είναι νομικής, πολιτικής, υπαρξιακής ή κοινωνιολογικής φύσεως; Ή μήπως κάτι που εμπεριέχει ολίγον από αυτά; Ενα εκρηκτικό μείγμα, δηλαδή, που θα προκύψει ως τελικό προϊόν και κατά πόσον αυτό θα αντανακλά το αρχικό του αίτιο; Αν ορίσεις κάτι σαν πραγματικό γίνεται πραγματικό στις συνέπειές του.


* Η κοινωνία του θεάματος


Η κοινωνία του θεάματος μας καλεί να λησμονήσουμε τους παραπάνω ορισμούς. Να κάνουμε σαν να μην υπάρχουν. Κυρίως μας προσκαλεί να αγνοήσουμε το ίδιο το ερώτημα: «Τι είναι έγκλημα;».


«Εγκλημα είναι το σόου του εγκλήματος» μας λέει. Και παράδοξα το έγκλημα είναι σαν να εξαφανίζεται. Ως μάγος ταχυδακτυλουργός η μικρή οθόνη παίρνει στα χέρια της το έγκλημα, το προβάλλει, το φωτίζει, το τιμωρεί και… και στη συνέχεια το εξαφανίζει.


«Εγκλημα είναι το θέαμα του εγκλήματος». Εγκλημα είναι όχι αυτό που συμβαίνει αλλά αυτό που εγώ διαλέγω να προβληθεί σαν να συμβαίνει». Και τι είναι αυτό που εγώ διαλέγω να προβληθεί σαν να συμβαίνει; Μεμονωμένες δραματοποιημένες και συγκινησιακά φορτισμένες ατομικές πράξεις βίας.


Βιαστές, παιδόφιλοι, παράφρονες εγκληματίες, ληστές, απαγωγείς συγκροτούν το ελκυστικό μωσαϊκό του τηλε-εγκλήματος και μιας συνεχώς αυξανόμενης ανησυχίας για το έγκλημα.


Το σόου του εγκλήματος δεν προβάλλει απλώς το έγκλημα αλλά ΚΑΙ δημιουργεί το πρόβλημα του εγκλήματος. Η αίσθηση μιας γενικευμένης απειλής σαν σκιά απλώνεται.


Η Σκιά είναι υπερμεγέθης. Η απειλή υπερβαίνει την πραγματικότητα. Και τούτο γιατί, όπως και να το κάνουμε, γνωρίζουμε καλά πως δεν παραμονεύουν σε κάθε βήμα σεξουαλικά διεστραμμένοι βιαστές, δεν είναι ανώμαλοι σαδιστές και δολοφόνοι οι έφηβοι, δεν περιστοιχιζόμαστε από επίδοξους ληστές που καραδοκούν είτε να μας βιάσουν είτε να μας ληστέψουν είτε να μας κάνουν και τα δύο, τα παιδιά μας και οι νέοι γύρω μας δεν είναι είτε άβουλα θύματα αδίστακτων εγκληματιών είτε δυνάμει βίαια και ανεξέλεγκτα πλάσματα. Κουκουλοφόροι τρομοκράτες δεν απειλούν να διαταράξουν την ήδη διαταραγμένη ησυχία μας. Δεν είμαστε στο έλεος μιας καταστροφολογικής δίνης.


Και όμως αυτό το «σύνδρομο ενός κακού κόσμου» που τόσο έντεχνα προάγει η τηλεόραση μοιάζει να είναι ο μόνος δυνατός κόσμος που μας περιβάλλει.


Το έγκλημα μέσα σε έναν τέτοιο κόσμο μοιάζει να είναι σχεδόν φυσική και αναπότρεπτη συνέπεια της ίδιας μας της ύπαρξης. Από το γεγονός και μόνο ότι υπάρχουμε το έγκλημα μοιάζει να αντλεί τη νομιμοποίησή του. Δημιουργείται μια παράδοξη κατάσταση όπου ο μύθος γίνεται πιο πραγματικός από την ίδια την πραγματικότητα.


* Ποιος ωφελείται από την τηλε-βία;


Προς τι όλα αυτά; Οπως στα αστυνομικά έργα «ποιος ωφελείται»; Μα η τηλεθέαση θα μου πείτε. Ναι είναι μια εύκολη απάντηση. Η τηλεθέαση, η διαφήμιση, το χρήμα «business as usual» δηλαδή. Επιπλέον το έγκλημα σαγηνεύει.


Χαρακτηριστική είναι η αμερικανική διαπανεπιστημιακή έρευνα του Ντάνιελ Λιντς. Οι κακοί ήρωες στο 40% των παιδικών τηλεοπτικών προγραμμάτων, κυρίως σε σίριαλ και ταινίες, όχι μόνο δεν τιμωρούνται αλλά παρουσιάζονται σαν ήρωες, έτσι ώστε τα παιδιά να ταυτίζονται πιο εύκολα μαζί τους. Στα τρία από τα τέσσερα προγράμματα που αναλύθηκαν, ο κακός κάνει ό,τι κάνει χωρίς το ελάχιστο ίχνος τύψης ή μεταμέλειας. Τα παιδάκια χαίρονται και λατρεύουν αυτούς τους κακούς ήρωες.


Το έγκλημα δεν πουλάει μόνο, αλλά σαγηνεύει. Μάλλον πουλάει επειδή ΚΑΙ σαγηνεύει. Προσφέρει μια ανέξοδη και εκ του ασφαλούς ενασχόληση με καταχωνιασμένες μέσα μας καταστροφικές ενορμήσεις. Σαγηνεύει καθώς ενεργοποιεί μέσα μας μυστικές απαγορευμένες ταυτίσεις.


Και τελειώσαμε. Αρκεί; Δεν θα το έλεγα. Ισως μόλις τώρα αρχίζουμε.


Ο φόβος μιας φανταστικά διογκωμένης απειλής επιτρέπει τη νομιμοποίηση στον περιορισμό των ατομικών ελευθεριών και την αλόγιστη ποινικοποίηση καθημερινών εκφάνσεων της ζωής μας.


Οσο πιο πολύ βλέπουμε τηλεόραση, τόσο πιο πολύ φοβόμαστε. Με σαφήνεια το συμπέρασμα αυτό προκύπτει από τα δεδομένα των ερευνητικών προγραμμάτων. Οσοι με τις ώρες στέκονται μπροστά στη μικρή οθόνη, δηλαδή οι συστηματικοί χρήστες, ανησυχούν πολύ περισσότερο από τους υπόλοιπους για την αύξηση της εγκληματικότητας, ανησυχούν για το μέλλον, για τα παιδιά τους, για την υγεία τους, ανησυχούν και διάγουν την ανήσυχη ζωή του ανησυχούντος τηλεθεατή.


Πώς είναι όμως μια τέτοια ζωή;


Ο έμφοβος άνθρωπος είναι ένας ανελεύθερος άνθρωπος. Ενδίδει στη λογική της καταστολής, στη μισαλλοδοξία, στην κατάτμηση του κόσμου σε «καλούς» και «κακούς». Ο έμφοβος άνθρωπος ζει αγκαλιασμένος με το ανορθολογικό. Ο δούλος έχει αφέντη τον φόβο. Στο όνομα του φόβου υψώνονται τείχη ψευδο-προστασίας, το «εμείς» αναγορεύεται σε υπέρτατη αξία και το «οι άλλοι» σε θανάσιμη απειλή.


Από το σόου του εγκλήματος ωφελείται ο φόβος. Και φυσικά η κάθε εξουσία που ονειρεύεται ευπειθείς και πειθαρχημένους διά του φόβου τηλε-πολίτες.


Μια «μικρή» υπενθύμιση εδώ: Για ποιο έγκλημα μιλάμε; Ο πανικός και ο φόβος εστιάζονται ΕΠΙΛΕΚΤΙΚΑ και ΜΟΝΟΝ στον κίνδυνο που θέτουν ορισμένα άτομα και όχι ορισμένες κοινωνικές συνθήκες ή πρακτικές άμεσα συνυφασμένες π.χ. με το φαινόμενο μιας συλλογικής δομικής βίας.


Στο σόου του εγκλήματος θέση έχουν τα επικίνδυνα άτομα και όχι οι επικίνδυνες συνθήκες ζωής που μπορεί να απειλούν πολύ περισσότερο την υγεία, την ασφάλεια και τη ζωή μας. Η βιομηχανική μόλυνση για παράδειγμα, ή τα καθημερινά ατυχήματα στους χώρους εργασίας εξαιτίας πλημμελών συνθηκών εργασίας μένουν εκτός. Εκτός σόου. Αόρατα. Και ο αόρατος κίνδυνος είναι μη κίνδυνος. Και έτσι η προσοχή απομακρύνεται από εδώ. Το κέντρο βάρους εστιάζεται στο ατομικό και μεμονωμένο. Η δομική βία υφίσταται τηλεοπτική ασυλία.


* Τι γίνεται με το δράμα;


Τι γίνεται όμως με το δράμα; Πώς αντέχει να ζει κανείς καθημερινά μέσα σε τόση ένταση και δράμα;


Ενα δελτίο ειδήσεων να δεις αρκεί για να εκτεθείς στο απόλυτο δράμα. Στις χαροκαμένες π.χ. μάνες που οn camera κλαίνε και οδύρονται για τα αδικοχαμένα παιδιά τους, στις σκηνοθετημένες αναπαραστάσεις στυγερών βιασμών, σε εκσκαφείς που μέρες – μήνες ψάχνουν «ζωντανά» με αδημονία να ανασύρουν από τα σκοτεινά έγκατα της γης το νεκρό σώμα ενός εξαφανισμένου μικρού αγοριού. Τι αλήθεια γίνεται το τόσο δράμα;


Εκεί που εκτυλίσσεται ο φόνος, εκεί που με κομμένη την ανάσα «ζωντανά» παρακολουθώ τη ληστεία, εκεί που πάει «ζωντανά» να ανασυρθεί ο νεκρός, ιδού η καθησυχαστική φωνή του δημοσιογράφου «για λίγο διαφημίσεις και επανερχόμαστε» και να! οι μουσικούλες, να! τα απορρυπαντικά! να! τα βιντεοκλίπ, ο φόβος αιφνιδίως διακόπτεται. Η βολή του καναπέ ενισχύεται. Το δράμα δραπετεύει. Ολα φυσικοποιούνται και επανέρχονται εκεί που ήσαν πριν.


Το δράμα εκεί που πάει να κορυφωθεί έχει ήδη αρχίσει να εκπνέει. Ως διά μαγείας η ένταση εξατμίζεται.


Ο φόβος γίνεται και ξε-γίνεται. Μια παιδική τραμπάλα. «Τράμπα, τραμπαλίζομαι, πέφτω και τσακίζομαι». Στα ψέματα κάνουμε ότι παίζουμε. Η τηλεόραση φροντίζει να λειάνει τον φόβο του εγκλήματος κάνοντάς τον θέαμα.


Οσο για την απορία του εγκλήματος, αυτή και αν είναι εκτός των τηλεοπτικών προδιαγραφών. Ολα είναι γνωστά, αναλύσιμα, εντοπίσιμα. Ακόμη και αυτός ο επιστημονικός λόγος έτσι όπως εκφέρεται από τους συνήθεις ύποπτους ερμηνευτές, στρόγγυλος και αυτάρκης καθησυχάζει και αυτός! «Μη σας μέλει, ό,τι συμβαίνει είναι υπό την εποπτεία της γνώσης μας» λένε και ως συνταγολόγοι του ΙΚΑ βγάζουν από το τσεπάκι τους τη συνταγή.


Αρα για ένα κρυφτούλι με τον φόβο πρόκειται και όχι για μια αντιπαράθεση μαζί του. Μια αντιπαράθεση που θα μπορούσε να λειτουργήσει και αφυπνιστικά. Αφυπνιστικά ώστε να φοβάσαι αυτούς που σου καλλιεργούν τον φόβο. Να φοβάσαι τους έμπορους της δικής σου ζωής. Για ένα κρυφτούλι όμως πρόκειται που θα εδραιώσει και θα αφήσει ανέγγιχτη την πολύτιμη υπηρεσία της ανησυχίας και της ανασφάλειας για το έγκλημα.


Τόσο κακιά λοιπόν η τηλεόραση; Θα ήταν αφέλεια να το προσυπογράφαμε. Είναι πολύ πέραν του καλού και του κακού. Συστατικό πλέον της ζωής μας, μοιράζεται μαζί της τις αντιφάσεις και τις αντινομίες της. Η τηλεόραση θα παραμένει ένα παράθυρο στον κόσμο. Αρκεί αυτό το παράθυρο να μη βλέπει σε φωταγωγό.


Η κυρία Φωτεινή Τσαλίκογλου είναι καθηγήτρια Ψυχολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.