Οπως το είδαμε την προηγούμενη φορά, στην προσπάθειά του να εξηγήσει την ευμετάβλητη και ανεξήγητη δύναμη, η οποία σε απειροελάχιστο και κυρίως απροσδιόριστο χρόνο μπορεί να δώσει νέα τροπή στη ζωή της κοινωνίας, ο Φραγκίσκος Γκρενάιγ δημοσιεύει το 1642 ένα παράξενο δοκίμιο με τον ασυνήθιστο τίτλο Η Μόδα ή ο χαρακτήρας της Θρησκείας, της Ζωής, της Συζήτησης, της Μοναξιάς, των Φιλοφρονήσεων, των Ενδυμάτων και του Υφους του καιρού μας. Η λέξη Μόδα που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας για να ονομάσει την άγνωστη δύναμη δεν συνιστά ακριβώς νεολογισμό, μια και η λέξη κυκλοφορούσε ήδη στη γαλλική γλώσσα: το περιεχόμενο όμως που της δίνει ο Γκρενάιγ είναι καινούργιο και αξίζει ίσως να μας απασχολήσει σήμερα, που δεν αποτελεί πια πρόβλημα για κανέναν.


Ενα από τα κεντρικά προβλήματα που απασχολούν τους θεολόγους, τους μοραλιστές και τους φιλοσόφους τον 17ο αιώνα είναι ο κόσμος στον οποίο ζούμε. Πρόκειται για τόπο απωλείας; Τόπο χαράς; Τόπο δυστυχίας; Ο Γκρενάιγ, πιστός καθολικός, γνωρίζει καλά τον Αυγουστίνο, αναγκαστικό σημείο θεολογικής και φιλοσοφικής αναφοράς της εποχής. Δεν συμφωνεί όμως απολύτως μαζί του, γιατί κρίνει ότι ο κόσμος δεν είναι μόνο σκοτάδι, αλλά και φως. Μία από τις σκιές του κόσμου, ίσως η σημαντικότερη, σκιά που μας τρομάζει και μας ταράζει, είναι ακριβώς η μόδα. Στον δρόμο που ανοίγει η προηγούμενη προοπτική, ο Γκρενάιγ κάνει ένα τολμηρό και προφανώς ανορθόδοξο βήμα, το οποίο εξηγεί, κατά πάσα πιθανότητα, την κατακραυγή που ξεσήκωσε το βιβλίο του. Οπως ο Θεός είναι «ο πρώτος Δημιουργός των πραγμάτων», έτσι και «η Μόδα είναι η πρώτη μετασχηματιστική Αρχή του κόσμου». Ή, με ακόμη σαφέστερα λόγια, η Μόδα είναι η αντίθεση του Θεού, γιατί «όπως ο Θεός είναι η Αιωνιότητα, έτσι η Μόδα είναι ο Χρόνος, που αλλάζει τα πάντα». Πράγματι, «πότε τη βλέπουμε να κυριαρχεί, πότε να αφανίζεται. Μπορεί η καταστροφή της να ακολουθήσει αμέσως την καθιέρωσή της. Και παρ’ όλο που οι μόδες αλλάζουν πάντα, υπάρχουν πάντα μόδες. Διότι η μόδα είναι συνυφασμένη με την ανήσυχη ζωή της καρδιάς και του σώματος και με τις αναπόφευκτες διακυμάνσεις που ταράζουν τους ανθρώπους. Υπάρχουν μόδες για όλα: για την ηρεμία και για τη συγκίνηση, για το βάδισμα και για τη στάση».


Προσεκτικός και ευαίσθητος χρήστης της γλώσσας, ο συγγραφέας επιμένει στη χρήση του θηλυκού γένους για τη μόδα, το οποίο στην εποχή του είναι εξαιρετικά σπάνιο και ασυνήθιστο. «Αν χρησιμοποιώ το όνομα σε θηλυκό γένος, το κάνω γιατί η μόδα είναι ασθένεια των γυναικών, ενώ αποτελεί απλό πάθος για τους άνδρες. Ενώ οι άνδρες εκτιμούν αυτό που είναι στη μόδα, οι γυναίκες το λατρεύουν. Πράγμα που έκανε ένα φιλόσοφο να πει ότι, ενώ εμείς αγαπάμε τη μόδα κατά συμβεβηκός, οι γυναίκες την αγαπούν κατ’ ουσίαν». Στην ίδια γλωσσική προοπτική, ο Γκρενάιγ καταγράφει το επίθετο που προκύπτει από το ουσιαστικό: «Οπως το επίθετο που παράγεται από τον «κόσμο» είναι κοσμικός, έτσι και το επίθετο που παράγεται από τη «μόδα» είναι μοντέρνος». Στην προκειμένη περίπτωση ο συγγραφέας καινοτομεί και το ξέρει. Ενώ η λέξη μοντέρνος έχει ήδη καθιερωθεί στα Γράμματα και τις Επιστήμες για να δηλώσει τους Σύγχρονους σε αντιπαράθεση με τους Αρχαίους, για τον Γκρενάιγ μοντέρνος είναι αυτός που ακολουθεί τη μόδα. «Δεν υπάρχει τίποτα που να μπορούμε να ονομάσουμε Μοντέρνο που να μην έχει απαλλαγεί, κατά κάποιον τρόπο, από τη συνήθεια και το οποίο, ξεκινώντας από το καπρίτσιο ή την επινοητικότητα κάποιου, να μην περάσει σχεδόν αμέσως στην εμπειρία όλου του κόσμου».


Ωστόσο, παρά την παντοδυναμία της, η μόδα δεν μπορεί να ξεφύγει από τις αξιολογικές κρίσεις, οι οποίες, στην περίπτωση του Γκρενάιγ, είναι ηθικής τάξεως: «Η Μόδα είναι καλή ή κακή, αναλόγως με την ποιότητα των προσώπων που την ακολουθούν (…) Οι καθωσπρέπει άνθρωποι μπορούν να καθαγιάσουν τα πιο αδιάφορα πράγματα του κόσμου». Υπάρχουν όμως και οι άλλοι, η μεγάλη πλειοψηφία. «Πράγματι, δεν μπορούμε να συναναστραφούμε πολλές κυρίες χωρίς να μας κουράσουν αφόρητα, μιλώντας συνεχώς για τις κομμώσεις της μόδας, τα βραχιόλια και τα δαχτυλίδια της μόδας, τα φορέματα της μόδας. Η ασθένεια αυτή έχει πάρει τέτοιες διαστάσεις στο πνεύμα της κοκέτας, ώστε το διαμάντι είναι λιγότερο πολύτιμο από την πέτρα όταν δεν είναι της μόδας. (…) Αλλά και οι κοσμικοί δεν είναι λιγότερο θηλυπρεπείς όταν επαινούν συνεχώς τα καπέλα της μόδας, τα πρόσωπα της μόδας, τα μουστάκια της μόδας, τα πουκάμισα της μόδας, τις κάλτσες της μόδας, τις μπότες της μόδας, τα υφάσματα της μόδας και, αντί να κρίνουν έναν καθωσπρέπει άνθρωπο από τις πράξεις του, τον κρίνουν από τα ρούχα του».


Αλλά έτσι είναι ο κόσμος, όπως το διαπιστώνει μελαγχολικά ο πρωτοπόρος Γκρενάιγ: «μόνο το καινούργιο αρέσει στα μάτια. Το déjà vu κουράζει».


Ο κ. Γεράσιμος Βώκος είναι καθηγητής Φιλοσοφίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.