Ο χορός των ετησίων καταλήψεων και απεργιών άρχισε και πάλι – κατά τα ειωθότα – στα ελληνικά πανεπιστήμια. Οι πολύ, μα πολύ, μα πάρα πολύ οργισμένοι φοιτητές της περυσινής χρονιάς, αφού, δια των καταλλήλων πιέσεων, επέτυχαν να ονοματισθεί το κουτσουρεμένο περυσινό εαρινό εξάμηνο ως ολοκληρωθέν και να κερδίσουν και διπλή εξεταστική, αφοσιώθηκαν στο μόνο πανεπιστημιακό καθήκον που, εξ ανάγκης, τους ενδιαφέρει: στις εξετάσεις. Μπροστά στις εξετάσεις – και καθ’ όλη τη διάρκεια του διμήνου που αυτές διήρκεσαν – κάθε επαναστατικό καθήκον παραμερίσθηκε αυστηρώς, μιας και αυτές παρέχουν το πτυχίο. Εξ αυτού, οι δάσκαλοι ας απεργούσαν. Οι εκπαιδευτικοί ας δέρνονταν από τα ΜΑΤ. Οι καθηγητές της Μέσης Εκπαίδευσης ας διαδήλωναν. Εκείνοι, τίποτε. Βράχοι ακλόνητοι. Αταλάντευτοι συνέχιζαν να προσέρχονται επιμελώς στις εξετάσεις τους. Για καταλήψεις κατά τη διάρκεια των (τόσο χρήσιμων, για τον εαυτούλη μας) εξετάσεων, ούτε λόγος. Οι καταλήψεις είναι για την περίοδο των (άχρηστων, για τον εαυτό μας) μαθημάτων.


Οπερ και εγένετο. Μόλις οι εξετάσεις έληξαν, ανακάλυψαν ξανά οι συγκεκριμένοι νέοι μας πόσο αδιαπραγμάτευτα οργισμένοι είναι, γενικώς. Ετσι, ξανάρχισαν τις καταλήψεις, μιας και τα μαθήματα δεν έχουν δα και καμιά σημασία. Ετσι κι αλλιώς, θα βρεθούν και εφέτος Καθηγητές, Πρόεδροι Τμημάτων, Πρόεδροι Συλλόγων ΔΕΠ, Κοσμήτορες, Πρυτάνεις και Συγκλητικοί που θα είναι διατεθειμένοι να υποκύψουν στις πιέσεις των εν λόγω νέων και να συμφωνήσουν και αυτοί – αναιρώντας τον ρόλο τους ως εκπαιδευτικών και πνευματικών ανθρώπων – ότι δεν χρειάζεται δα τα ακαδημαϊκά εξάμηνα να έχουν απαραιτήτως καλύψει τις απαιτούμενες δεκατρείς ημερολογιακές εβδομάδες διδασκαλίας!


Τούτο το σκηνικό τελειωμό δεν έχει: για δεκαετίες ολόκληρες, πίσω από μεγαλόστομες και κίβδηλες δικαιολογίες, έχει παγιωθεί μια ενδοπανεπιστημιακή πρακτική απαξίωσης των σπουδών και αυτοαναίρεσης διδασκόντων και διδασκομένων, με κύριο θύμα αυτό που και οι δύο ισχυρίζονται διαπρυσίως ότι υπερασπίζονται και πονούν: το Δημόσιο Ελληνικό Πανεπιστήμιο. Δίπλα σ’ αυτές τις καταστροφικές πρακτικές και νοοτροπίες στέκεται αμήχανη, ως αδιάφορη, μια κοινωνία αυτοπαγιδευμένη στη μονοσήμαντη επιθυμία απόκτησης – ακόμη και χωρίς επιστημονικό αντίκρυσμα – του «χαρτιού» για τα παιδιά της και μια Πολιτεία που επί δεκαετίες υπηρέτησε αυτήν ακριβώς τη λαϊκή επιθυμία.


Η αναίρεση της απαιτητικότητας σε όλα τα επίπεδα, η υπερφόρτωση των σχολών με χιλιάδες ακατάρτιστους – καμιά φορά επιπέδου Δημοτικού – νέους, η ετήσια διάλυση των ακαδημαϊκών εξαμήνων από τις αλλεπάλληλες καταλήψεις και απεργίες, η αδιαφορία ενός αριθμού φοιτητών για τις σπουδές τους, η αδιαφορία ενός αριθμού μελών ΔΕΠ για το διδακτικό έργο τους, η πέραν πάσης φαντασίας υπερφόρτωση των φιλόπονων μελών ΔΕΠ στο διδακτικό, ερευνητικό και διοικητικό έργο τους, η ασύδοτη δράση των φοιτητικών παρατάξεων, η παράλληλη δράση μελών των ίδιων παρατάξεων που εξαργυρώνουν – προς ατομικό όφελος και συναλλασσόμενοι με (ανάξιους για τον τίτλο τους) καθηγητές τους – την ανήκουστη για τα παγκόσμια δεδομένα δυνατότητά τους να καθορίζουν αυτοί την εκλογή και λειτουργία των οργάνων διοίκησης των Πανεπιστημίων, δημιουργούν τη βάση για την προϊούσα σήψη και κατάρρευση του πολύτιμου οικοδομήματος που εδώ και 170 χρόνια έχει δημιουργηθεί από την ελληνική κοινωνία: του Ελληνικού Δημόσιου Πανεπιστημίου.


Τα αποτελέσματα της σήψης αυτή είναι εμφανή πια σε όλα τα επίπεδα και παράγουν φαινόμενα ανήκουστα: πριν από λίγους μήνες, κατά τον μήνα Ιούλιο και ενώ οι φοιτητικές κινητοποιήσεις είχαν λήξει με τη μετάθεση της συζήτησης του επίμαχου νομοσχεδίου, μια δράκα που δεν ήταν καν σε θέση να διατυπώσει αίτημα κατέλαβε το ιστορικό κεντρικό κτίριο του Πανεπιστημίου Αθηνών και το μετέτρεψε σε προσωπικό της αχούρι, βάφοντας με σπρέι τοιχογραφίες, τοίχους και αγάλματα, την ίδια ώρα που παρέλυε τη λειτουργία όλου του Πανεπιστημίου, καθώς στο κτίριο αυτό φυλάσσονται πολύτιμα αρχεία χρήσης του Ιδρύματος. Λίγες εβδομάδες ενωρίτερα, σε συζήτηση κεντρικού οργάνου διοίκησης του ιδίου Πανεπιστημίου, παριστάμενος φοιτητής είχε (με ύφος δέκα σικελών μαφιόζων) απειλήσει όποιον πανεπιστημιακό αντιτίθετο «στην άποψη του φοιτητικού κινήματος» με «χτίσιμό του στο γραφείο του». Αντιστοίχως, σε συζήτηση στη Φιλοσοφική Σχολή στην οποία ετέθη το θέμα της παράλογης, σπάταλης και καταχρηστικής κατακράτησης δεκάδων – αντί ενός για όλες – γραφείων εκ μέρους των «φοιτητικών παρατάξεων» στο κτίριο της Σχολής, διδάσκων φοβισμένα υπενθύμισε ότι «καλό είναι να μην θίγεται το θέμα αυτό» «αν θέλει κανείς μας να μη βρει καμένο το αυτοκίνητό του»…


Η αβελτηρία όλων μας – μελών της πανεπιστημιακής κοινότητας, κοινωνίας και πολιτείας – οδήγησε τα ελληνικά πανεπιστήμια να ζουν υπό το κράτος αυθαιρεσίας και διάλυσης, στο έλεος συμμοριών κάθε τύπου και επιπέδου. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, η συζήτηση για τις αλλαγές στα Πανεπιστήμια – όποιες κριθεί ότι θα πρέπει να είναι αυτές – πρέπει να γίνει άμεσα, με υπεύθυνες προτάσεις και διάλογο με τη συμμετοχή όλων. Η Ανώτατη Εκπαίδευση της χώρας διαθέτει σε όλα τα επίπεδά της χιλιάδες αξιοπρεπή και φιλόπονα μέλη που είναι ικανά να συσκεφθούν με ψυχραιμία και να δώσουν λύσεις με σωφροσύνη, κοιτώντας την πραγματικότητα στα μάτια και ονοματίζοντας τις καταστάσεις χωρίς ψεύτικες και κίβδηλες επιγραφές. Το να απεργούμε και να καταλαμβάνουμε χωρίς να προσφέρουμε λύσεις και προτάσεις είναι το ευκολότερο πράγμα, ακριβώς όπως για τον ψάλτη η εύκολη λύση στην αμηχανία του είναι ο βήχας. Τώρα. Με προτάσεις. Αλλιώς θα είμαστε, ακόμη μία φορά, μη σοβαροί. Και θα μας συμβεί ό,τι συνέβη ήδη – από παρόμοιες πρακτικές, συμπεριφορές και νοοτροπίες – στην Ελληνική Δημόσια Μέση Εκπαίδευση. Θα βυθιστούμε όλοι, αργά ή γρήγορα, μαζί με το πλοίο που με τη συμπεριφορά μας υπονομεύουμε: το Ελληνικό Δημόσιο Πανεπιστήμιο.


Η κυρία Μαρία Ευθυμίου είναι επίκουρη καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Αθηνών.