Στο ερώτημα αυτό η ιστορία των δημοψηφισμάτων στη χώρα μας είναι διαφωτιστική.


Από ιδρύσεως του νεοελληνικού κράτους έχουν διεξαχθεί επτά φορές δημοψηφίσματα. Τις έξι από αυτές για το πολιτειακό ζήτημα και μία για την έγκριση συνταγματικού κειμένου. Οσον αφορά τα πολιτειακά δημοψηφίσματα, αυτά κατέληξαν σε ισοπαλία (τρία υπέρ και τρία κατά της βασιλείας). Ετσι στο δημοψήφισμα που διενεργήθηκε στις 22 Νοεμβρίου 1920 ο λαός αποφάσισε την επάνοδο στον θρόνο του Κωνσταντίνου Α’ μετά τη συντριπτική ήττα του Ελευθερίου Βενιζέλου στις βουλευτικές εκλογές που προηγήθηκαν στις αρχές του ίδιου μήνα. Τέσσερα χρόνια αργότερα, στο δημοψήφισμα της 13ης Απριλίου 1924, ο λαός ελάμβανε την αντίθετη απόφαση για την κατάργηση της βασιλικής δυναστείας και την εγκαθίδρυση της αβασίλευτης δημοκρατίας. Είχαν προηγηθεί η Μικρασιατική Καταστροφή και η αλλαγή του πολιτικού σκηνικού, στη διαμόρφωση του οποίου διαδραμάτισε σημαίνοντα ρόλο ως πρωθυπουργός ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου.


Ενδεκα χρόνια αργότερα, στις 3 Νοεμβρίου 1935, ο λαός αποφάσιζε ξανά σε δημοψήφισμα την παλινόρθωση του θρόνου. Είχε προηγηθεί το πραξικόπημα του στρατηγού Γ. Κονδύλη τον Οκτώβριο του ιδίου έτους, που προετοίμασε το έδαφος ως ακολουθία των δύο πραξικοπημάτων της φιλοβενιζελικής παράταξης το 1933 και το 1935.


Με τη λήξη της κατοχικής περιόδου και προτού οξυνθεί ο εμφύλιος πόλεμος, στο δημοψήφισμα της 1ης Σεπτεμβρίου 1946 ο λαός αποφαινόταν ξανά υπέρ της επανόδου στον θρόνο του Γεωργίου Β´. Είχαν προηγηθεί οι βουλευτικές εκλογές της 31ης Μαρτίου 1946, από τις οποίες απείχαν η Αριστερά (ΚΚΕ, ΕΑΜ) και κάποιοι άλλοι κεντρώοι πολιτικοί, μολονότι διεξήχθησαν με το σύστημα της απλής αναλογικής. Ελαβαν όμως μέρος στο πολιτειακό δημοψήφισμα του Σεπτεμβρίου, στο οποίο ο λαός τάχθηκε με πλειοψηφία 68% υπέρ του βασιλικού θεσμού (κατά ετάχθη το 32%).


Στο δημοψήφισμα που πραγματοποιήθηκε στα τέλη Ιουλίου του 1973 επί δικτατορίας των συνταγματαρχών ο λαός υποτίθεται ότι ενέκρινε με ποσοστό πάνω από 77% την κατάργηση του θρόνου. Είχαν προηγηθεί όχι μόνο το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967, αλλά και η απομάκρυνση του Κωνσταντίνου Β´ από την Ελλάδα, μετά το ατελέσφορο κίνημα του Δεκεμβρίου του 1967. Καθώς και η εξέγερση των φοιτητών στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών τον Φεβρουάριο – Μάρτιο του 1973, αλλά και το κίνημα στο Ναυτικό τον Μάιο του ιδίου χρόνου. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι το δικτατορικό καθεστώς είχε υποβάλει σε δημοψηφισματική έγκριση στα τέλη Σεπτεμβρίου του 1968 συνταγματικό κείμενο, που έλαβε το πλασματικό ποσοστό 92%, ενώ είχε ανασταλεί κάθε πολιτική δραστηριότητα και εξακολουθούσε να ισχύει ο στρατιωτικός νόμος.


Τέλος, στη διενέργεια του μόνου ίσως γνήσιου και ελεύθερου δημοψηφίσματος της 8ης Δεκεμβρίου 1974 ο λαός αποφάνθηκε οριστικά με πλειοψηφία 69% υπέρ της αβασίλευτης δημοκρατίας. Είχαν προηγηθεί η κατάρρευση του αυταρχικού καθεστώτος στο μέσον της κυπριακής τραγωδίας, η πανηγυρική επάνοδος του Κωνσταντίνου Καραμανλή στην Ελλάδα και η διενέργεια των βουλευτικών εκλογών της 17ης Νοεμβρίου 1974, στις οποίες έλαβαν μέρος όλες οι πολιτικές δυνάμεις, και η «Νέα Δημοκρατία» του Κ. Καραμανλή έλαβε ποσοστά πάνω από 54% και 220 έδρες στη Βουλή.


Από τη συνοπτική ιστορική ανασκόπηση προκύπτει ότι τα δημοψηφίσματα – όποτε αυτά πραγματοποιήθηκαν – λειτούργησαν κυρωτικά και επιβεβαιωτικά των πολιτικών μεταβολών που είχαν προηγηθεί και καλλιέργησαν ή «ρυμούλκησαν» την κοινή γνώμη προς την ανάλογη κατεύθυνση.


Αξίζει σε αυτή τη συνάφεια, και προτού εξαχθούν οριστικά συμπεράσματα, να αναφερθούν και τα τρία ή τέσσερα δημοψηφίσματα που δεν έγιναν, παρ’ ότι προτάθηκαν, και η διεξαγωγή των οποίων προβλημάτισε. Ετσι, όσον αφορά το κυπριακό ζήτημα, μολονότι στο σχετικό δημοψήφισμα που διενεργήθηκε στην Κύπρο το 1950 η συντριπτική πλειοψηφία του λαού (96% του ελληνικού πληθυσμού και 80% του συνόλου) τάχθηκε υπέρ του τερματισμού της αγγλοκρατίας και της ένωσης με την Ελλάδα, ο Κ. Καραμανλής προτίμησε να συνάψει τις συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου για την ανεξαρτησία της Κύπρου, αποκλειομένης της ένωσής της με την Ελλάδα, χωρίς να θέσει το θέμα σε δημοψήφισμα. Είχαν προηγηθεί οι εκλογές του 1956 και του 1958, στις οποίες το κόμμα του (η ΕΡΕ) είχε συγκεντρώσει ποσοστά της τάξεως του 47,3% και του 41% αντιστοίχως.


Εξάλλου την περίοδο της μεταπολίτευσης η στρατηγική επιλογή για την ένταξη της χώρας στην τότε ΕΟΚ αποφασίστηκε από την κυβέρνηση Καραμανλή με την υπογραφή της σχετικής συνθήκης στο Ζάππειο τον Μάιο του 1979, παρά τη διαφωνία της αξιωματικής αντιπολίτευσης του ΠαΣοΚ υπό την ηγεσία του Ανδρέα Παπανδρέου. Οταν μάλιστα ο τελευταίος ανέλαβε την ευθύνη της διακυβέρνησης του τόπου μετά την πανηγυρική νίκη του στις εκλογές του Οκτωβρίου 1981 απέφυγε να θέσει το θέμα της ένταξης της χώρας στην ΕΟΚ σε δημοψήφισμα, προτιμώντας τον χειρισμό του από την κυβέρνηση.


Ανάλογου χαρακτήρα και σημασίας θα πρέπει να θεωρηθεί η αποφυγή από την κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη να θέσει το μακεδονικό ζήτημα (δηλαδή την ονομασία της γείτονος) σε δημοψήφισμα το 1992, παρά τα δύο μαζικά συλλαλητήρια στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη και την απολύτως επισφαλή κοινοβουλευτική του πλειοψηφία.


Τέλος, κατά την πιο πρόσφατη περίοδο, ο Κωνσταντίνος Σημίτης από τη θέση του Πρωθυπουργού απέφυγε να θέσει σε δημοψήφισμα την ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ και την υιοθέτηση του ευρώ, αναφέροντας χαρακτηριστικά στη Βουλή το 1998: «Είναι πάγια τακτική ότι στην Ελλάδα δεν αποφασίζονται τα θέματα των Συνθηκών της Ευρωπαϊκής Ενωσης με δημοψήφισμα, αλλά μέσα από τις διαδικασίες που προβλέπονται στο Σύνταγμα από τη Βουλή». Την ίδια τακτική ακολούθησε και ο νυν Πρωθυπουργός της χώρας προκειμένου για το «Ευρωπαϊκό Σύνταγμα», που εγκρίθηκε από τη Βουλή με μεγάλη πλειοψηφία χωρίς να τεθεί σε δημοψήφισμα, όπως συνέβη σε άλλες χώρες (Γαλλία, Ολλανδία κ.ά.). Ενώ και το ζήτημα της αναγραφής του θρησκεύματος στις ταυτότητες των πολιτών δεν τέθηκε σε δημοψήφισμα, παρά τη σχετική εκστρατεία που ανέλαβε η Εκκλησία της Ελλάδος με τη συλλογή εκατομμυρίων υπογραφών.


Συμπεραίνεται λοιπόν ότι με εξαιρετική φειδώ διεξάγονται πλέον τα δημοψηφίσματα στη χώρα μας, προτιμώντας οι αρμόδιες πολιτικές ηγεσίες την κοινοβουλευτική ευθύνη ενώπιον των αντιπροσωπευτικών θεσμών. Κρίνεται προφανώς ότι η άμεση προσφυγή στη λαϊκή ετυμηγορία δεν προσιδιάζει για ζητήματα που είναι από τη φύση τους περίπλοκα και δεν επιδέχονται γενικών ή διλημματικών αποφάνσεων (υπέρ ή κατά). Προτιμότερη είναι, υπό την έννοια αυτή, η χρήση των δημοψηφισμάτων για τοπικά θέματα και μάλιστα έπειτα από εκτενή διαβούλευση και διάλογο, παρά για ζητήματα γενικής πολιτικής.


Ο κ. Αντώνης Μακρυδημήτρης είναι καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.