Τι θα πείραζε, αλήθεια, αν γινόταν και ένα δημοψήφισμα για την τροποποίηση του άρθρου 16Σ και τα ιδιωτικά πανεπιστήμια; Αλλά γιατί να γίνει μόνον για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια και να μη γίνει και για άλλα άρθρα της αναθεώρησης; Για τον βασικό μέτοχο, π.χ., ή για το ελάχιστον εισόδημα ή για τις σχέσεις Κράτους – Εκκλησίας; Ο κατάλογος θα μπορούσε να διευρυνθεί, οπότε θα φαινόταν καλλίτερα το ανεδαφικό και θεσμικά αδιέξοδο της πρότασης για τη διενέργεια δημοψηφίσματος μόνον για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια και όχι και για άλλα εξίσου σημαντικά και κρίσιμα θέματα της πολιτικής και κοινωνικής μας ζωής.


Ο θεσμός του δημοψηφίσματος διανθίζει, είναι αλήθεια, κατά καιρούς τον πολιτικό και συνταγματικό μας λόγο. Φοβάμαι, ωστόσο, ότι τόσο η πρόταση για το δημοψήφισμα όσο και πολλές άλλες προτάσεις της συνταγματικής αναθεώρησης έγιναν έτσι για να έχουμε κάτι να συζητάμε, για να ξεφεύγουμε λίγο από την πεζή και πληκτική πολιτική πραγματικότητα και για να διασκεδάζουμε πολιτικά. Υποψιάζομαι μάλιστα ότι ούτε οι πολιτικοί μας αλλά ούτε και οι διάφοροι δημοσιογραφούντες συνταγματολόγοι πήρανε στα σοβαρά τον θεσμό του δημοψηφίσματος.


Διότι πώς αλλιώς να εξηγήσει κανείς το γεγονός ότι ενώ το δημοψήφισμα προβλέπεται στο Σύνταγμά μας από το 1975, στο άρθρο 44 παρ. 2Σ, δεν διενεργήθηκε ποτέ; Πώς να εξηγήσει κανείς το φαινόμενο ότι ενώ η σημερινή αντιπολίτευση, που σήμερα κόπτεται για την αναγέννηση του θεσμού και δηλώνει ότι πιστεύει σε αυτόν και προτείνει σήμερα το «δημοψήφισμα λαϊκής πρωτοβουλίας», η ίδια, όταν με την αναθεώρηση του 1986 πρόβλεψε το δημοψήφισμα για «σοβαρό κοινωνικό ζήτημα», τον πρότεινε με τόσες και τέτοιες διαδικαστικές προϋποθέσεις ώστε να καθίσταται πρακτικά αδύνατη κάθε εφαρμογή του; Και ακόμη, γιατί, αφού πίστευε στην αναγκαιότητα του θεσμού από τότε, δεν τον συμπεριέλαβαν στην προηγούμενη αναθεώρηση, του 2001, την πλέον εκτεταμένη και την πλέον συναινετική που γνώρισε ποτέ ο τόπος;


Φοβάμαι λοιπόν ότι ούτε τότε πίστευαν στον θεσμό ούτε σήμερα τον πιστεύουν. Και αυτό αφορά και τη σημερινή κυβερνητική πλειοψηφία. Η τελευταία είχε ως αναθεωρητική πλειοψηφία προβλέψει το 1975 το καλούμενο «προεδρικό» δημοψήφισμα, που με την αναθεώρηση του 1986 μετεξελίχθηκε σε «κυβερνητικό δημοψήφισμα». Τόσο το ένα όσο και το άλλο – το δεύτερο διενεργείται με απόφαση της Βουλής για ψηφισμένα νομοσχέδια κατά το άρθρο 44 παρ. 2 εδ. β – υπακούουν και υπηρετούν μια λογική, εκείνη του πλειοψηφικού κοινοβουλευτισμού, διενεργούνται μόνον όταν το θέλει και όταν συμφέρει στην εκάστοτε κυβερνητική πλειοψηφία, η οποία θέτει και το ερώτημα. Δηλαδή δεν διενεργούνται ποτέ όταν το ζητήσει η μειοψηφία, η οποία δεν έχει κανένα όπλο απέναντι στην παντοδύναμη μονοκομματική πλειοψηφία. Γι’ αυτό το σοβαρό έλλειμμα της κομματικής δημοκρατίας μας δεν ομιλούν οι αναθεωρητικές προτάσεις.


Αλλωστε ο θεσμός των δημοψηφισμάτων, γενικά, δεν είναι αθώος πολιτικά ούτε κοσμείται μόνο από δημοκρατικές αρετές. Διότι ενώ εμφανίζεται – κακώς, κάκιστα – ως θεσμός άμεσης δημοκρατίας, λειτουργεί και λειτούργησε συχνά στην πράξη ως θεσμός καισαρικής δημοκρατίας, που ταιριάζει στις καλούμενες μαζικές δημοκρατίες, στις δημοκρατίες όπου ο λαός καλείται ως μάζα και όχι ως σύνολο πολιτών με διαφορετικές απόψεις, να απαντήσει με ένα ναι ή με ένα όχι, χωρίς συζήτηση και αντιπαράθεση ή διάλογο, στα διλήμματα που του θέτει η εξουσία ή ο Αρχηγός, ο οποίος επιζητεί με acclamatio τη συγκατάθεση των μαζών.


Λες και τα έχουμε όλα τα άλλα και μόνο το δημοψήφισμα μας έλειπε ή λες και το δημοψήφισμα πρόκειται να σώσει τη σοβαροφανή δημοκρατία μας. Το μόνο παρήγορο είναι ότι ο λαός δεν δείχνει να ασχολείται ή να παίρνει στα σοβαρά όσα ανέξοδα και τραγελαφικά τού υπόσχεται η πολιτική ηγεσία του με τις συχνές και ανούσιες συνταγματικές αναθεωρητικές προτάσεις της.


Ο κ. Αντώνης Μανιτάκης είναι καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου.