Δύσκολα μπορεί να κατανοήσει κανείς και ακόμη δυσκολότερο είναι να αιτιολογήσει τις παρεμβάσεις κορυφαίων υπουργών της Κυβερνήσεως αλλά και της προέδρου της Βουλής για την τροποποίηση του ισχύοντος από τον Ιανουάριο του 2004 εκλογικού νόμου, ο οποίος πρόκειται να εφαρμοσθεί για πρώτη φορά στις επόμενες εκλογές.


Ακατανόητες είναι οι παρεμβάσεις διότι αντιβαίνουν στην εν πολλοίς συγκλίνουσα βούληση όλων των κομμάτων, η οποία αποβλέπει:


Πρώτον, σε μια αναλογικότερη εκπροσώπηση των πολιτικών μας φορέων στη Βουλή, με την κατά το δυνατόν διατήρηση της αυτοδυναμίας του πρώτου κόμματος.


Και δεύτερον, στην εξάλειψη της δυνατότητας του «αιφνιδιασμού» εκ μέρους του κυβερνώντος κόμματος, με την αλλαγή του εκλογικού νόμου στις παραμονές των εκλογών, αφού κατά την ισχύουσα συνταγματική διάταξη κάθε τροποποίησή του εφαρμόζεται από τις μεθεπόμενες εκλογές.


Θεωρώ αναιτιολόγητες τις δημόσιες (!) εξηγήσεις από τους κόλπους της ΝΔ για αλλαγή του εκλογικού συστήματος, αφού θα μπορούσαν να αποδοθούν σ’ ένα αίσθημα ηττοπάθειας, το οποίο υπό τις σημερινές συνθήκες είναι εντελώς εξωπραγματικό. Σύμφωνα με όλες τις δημοσκοπήσεις η ΝΔ, καίτοι εισέρχεται στο τρίτο και δυσχερέστερο έτος κάθε κυβερνητικής θητείας, εξακολουθεί να έχει ένα σταθερό προβάδισμα έναντι του Πα.Σο.Κ. Και διατηρεί βεβαίως την υπεροχή της αυτή όχι χάρις σε πολιτικά τεχνάσματα και καιροσκοπικές παλινωδίες, αλλά σε μια προσπάθεια, έστω και ανολοκλήρωτη ακόμη, να αποκαταστήσει χρηστές αρχές και ήθη στη δημόσια ζωή του τόπου.


Τουλάχιστον ένα μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης δεν έχει αμφισβητήσει την ειλικρίνεια και τη συνέπεια της προσπάθειας αυτής που καταβάλλει το κυβερνών κόμμα. Φυσικά πρωταρχικό χρέος των στελεχών της ΝΔ και ιδιαίτερα των επιφανών είναι, με τις πράξεις τους και τη συμπεριφορά τους, να επιβεβαιώνουν αλλά και να ενισχύουν την εμπιστοσύνη των πολιτών ότι το κόμμα τους ανταποκρίνεται στις προεκλογικές του διακηρύξεις.


Κατόπιν όλων αυτών είναι, νομίζω, δευτερεύον να σταθεί κανείς στις επιμέρους προτεινόμενες τροποποιήσεις και ιδίως στο σκεπτικό τους, το οποίο κατά κανόνα είναι αντιφατικό του «επιδιωκόμενου» στόχου. Π.χ. θα μπορούσα να αναφέρω την πρόταση για την εκλογή των εκατό βουλευτών με λίστα και των υπολοίπων διακοσίων από ισάριθμες μονοεδρικές περιφέρειες. Το σκεπτικό της προτάσεως προβάλλει την ανάγκη αναβαθμίσεως του πολιτικού μας δυναμικού, τη διεύρυνση της δημοκρατικής λειτουργίας των κομμάτων και την εξάλειψη της πελατειακής σχέσεως μεταξύ βουλευτού και ψηφοφόρου.


Αρχίζοντας από το τελευταίο, εύλογα διερωτάται κανείς πως και γιατί θα εκλείψει αυτή η συναλλαγή με τις μονοεδρικές περιφέρειες. Οι πολυεδρικές θα μπορούσαν, ασφαλώς όχι ευφήμως, να παρομοιασθούν με «ελεύθερη αγορά» στην οποία παρουσιάζονται και εκφυλιστικά φαινόμενα, όπως η εκλογή βουλευτών που έχουν ως μοναδικό προσόν την αναγνωρισιμότητα και την εξωπολιτική δημοτικότητα. Για τα φαινόμενα όμως αυτά ευθύνεται η αρχική τους επιλογή ως υποψηφίων και όχι η επακόλουθη «έγκρισή» τους από τους πολίτες. Αντίθετα, με την καθιέρωση των μονοεδρικών, η «ελεύθερη αγορά» μεταβάλλεται σε «μονοπώλιο», ο δε ανταγωνισμός των βουλευτών για την εξασφάλιση ψηφοφόρων πιθανότατα θα εκτραπεί σε σχέση φεουδάρχη και δουλοπάροικου.


Πέραν όλων αυτών, με την ίδια πρόταση, αντί του περαιτέρω εκδημοκρατισμού στη λειτουργία των κομμάτων ολοκληρώνεται η παντοδυναμία του αρχηγού, ο οποίος θα αναδεικνύει και θα ελέγχει απολύτως το ένα τρίτο της κοινοβουλευτικής δυνάμεως, έχοντας κατά τα ειωθότα, προεπιλέξει και τα υπόλοιπα δύο τρίτα…


Κατά τ’ άλλα φυσικά δεν έχω την πρόθεση να υποστηρίξω ότι ο νόμος που ψηφίσθηκε προ τριετίας από την προηγούμενη κοινοβουλευτική πλειοψηφία είναι ο βέλτιστος και ο πλέον δημοκρατικός. Ασφαλώς και αυτός υπαγορεύθηκε από κομματικές σκοπιμότητες και προβλέψεις, οι οποίες, όμως, συχνότατα ανατρέπονται από τη λαϊκή ετυμηγορία. Ασφαλώς, λοιπόν, είναι χρήσιμες και αναγκαίες μερικές τροποποιήσεις του.


Εκείνο για το οποίο επιμένω και που με παρακίνησε να διατυπώσω με το κείμενο αυτό τις απόψεις μου, είναι το χρέος όλων μας, στο ενδεχόμενο νέας αλλαγής του εκλογικού συστήματος, να προτάξουμε το όφελος του τόπου και όχι το κομματικό συμφέρον. Επιτέλους ο εκλογικός νόμος πρέπει να πάψει να είναι «μια μπερδεμένη και άναρχη κατάσταση συνεχούς εναλλαγής», όπως εννοιολογικά αποδίδεται από τα λεξικά η λέξη γαϊτανάκι…


Ο κ. Ιωάννης Βαρβιτσιώτης είναι επικεφαλής της ομάδας των ευρωβουλευτών της ΝΔ και πρόεδρος του Ινστιτούτου Δημοκρατίας «Κωνσταντίνος Καραμανλής».