Ο Μπρεχτ στις χώρες όπου αναγκάσθηκε να ζήσει συνήθιζε να παρατηρεί τι συνθέτει την ιδιαιτερότητα των πόλεων. Ετσι όσο ήταν (1933-1941) αυτοεξόριστος στη Σκανδιναβία επέμενε ότι «καιρό πολύ» γύρευε «την αλήθεια για το πώς ζουν οι άνθρωποι μαζί». Οταν έζησε από κοντά τις δημοτικές εκλογές στο Σβέντμποργκ (Svendborg) της Δανίας, κατά το 1937, σκέφτηκε να εφαρμόσει τη θεατρική πρακτική της «αποστασιοποίησης» για την πόλη που τον φιλοξενούσε. Ετσι κράτησε σημειώσεις για ό,τι οδήγησε στο εκλογικό αποτέλεσμα, δηλαδή στην επανεκλογή του δημάρχου.


Στους κόλπους μιας μικρής επαρχιακής πόλης, περίπου ογδόντα χιλιάδων κατοίκων, δασκαλότοπου και διοικητικού κέντρου του νομού της Φιονίας (Fyen), με ισχνή παραγωγική ζωή και συνάμα με αρκετά ζωηρή καταναλωτική δραστηριότητα, πώς συνυφαίνονταν οικονομία, πολιτική και πολιτισμός; Μ’ αυτό το ερώτημα ξεκινούσε ο Μπρεχτ που έβλεπε, στο «τραγούδι της πραμάτειας», ότι για οτιδήποτε, πριν απ’ όλα, απλώς «ξέρουμε την τιμή του μονάχα». Εξάλλου είχε αυξηθεί το ποσοστό φτώχειας και τα νοικοκυριά με άνεργα νέα μέλη, ηλικίας 20 έως 30 ετών, είχαν υπερδιπλασιασθεί. Οπως έγραφε ο ποιητής, η ανεργία είναι «πληγή και παιδεμός του τόπου».


Και πώς λειτουργούσε σε τοπικό επίπεδο η κεντρική πολιτική σκηνή; Οι κυβερνητικοί βουλευτές μονιασμένοι, χωρίς να δείχνουν ότι απειλούνται από τον επανεκλεγόμενο δήμαρχο, λόγω τυχόν αλλαγής ρόλων. Αυτοί που «βρίσκονται ψηλά» διατυμπανίζουν, ακριβώς για να το ακούνε οι πολλοί, το αξίωμα: «να ο δρόμος για τη δόξα», ως διαμεσολαβητές της κεντρικής εξουσίας που κατανοούν, οι ίδιοι και ο στενός κύκλος τους, ότι η «εποχή της εκμετάλλευσης δεν θα συντομευτεί». Τούτο άλλωστε γνώριζαν πολύ καλά οι επιχειρηματικοί κύκλοι που πλαισίωναν τον δήμαρχο, εμφανώς (ως υποψήφιοι σύμβουλοι) ή όχι.


Και τι κάνουν, αναρωτήθηκε ο Μπρεχτ, όσοι τους αντιπολιτεύονται, μαλακότερα ή σκληρότερα; Μεταξύ τους είναι διχασμένοι και από χρόνια οι πρώτοι εγκατέλειψαν το «άπρεπο» λεξιλόγιο της «διαλεκτικής οικονομίας». Μάλιστα ένας βουλευτής τους, τοπάρχης, ο Βάνγκερσεν με τ’ όνομα, δεν δείχνει και τόσο ικανοποιημένος με την κεντρική επιλογή του τοπικού υποψηφίου και το ρήμα που ψιθυριστά διακινείται είναι το «κονταίνω», όπως δηλαδή χρησιμοποιείται ανά τη χώρα από τη ραπτική της μικροπολιτικής. Ισως είναι και έτσι, αν και αδυνατούσε να το πιστέψει. Πάντως ό,τι θα συγκροτούσε μια ενιαία αντιπολίτευση είναι κομμένο στα δύο: ένα μέρος από το πρώτο, με ηγέτη τον Φίλιπ Φρόυντλιχ, νιώθει άνετα στο δεύτερο και δυσανασχετεί στην κοιτίδα του, ενώ το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με το δεύτερο μέρος, με ηγέτη τον Γιαν Τίντε. Και οι δύο πάντως να διαγκωνίζονται για το ποιος θα καταλάβει… τη δεύτερη θέση και οι σύμβουλοί τους να μην μπορούν να διακρίνουν ποια είναι τα «πολλά» που χρειάζονται τον «κόσμο για ν’ αλλάξεις». Οσο για τους διακινητές του «άπρεπου» λεξιλογίου, σε μικρές ομάδες, μοιρασμένοι στα τρία, δακτυλοδεικτούνται από τους άλλους ως «μονόπλευροι» και «ξεροί».


Τι θα μπορούσε τάχα να τους συσπειρώσει, αν όχι όλους, τουλάχιστον τους περισσότερους, σ’ ένα ευρύ μέτωπο, όπως αυτά που άρχιζαν τότε να εμφανίζονται σε ορισμένες χώρες της Δυτικής Ευρώπης; Γιατί όχι, η κοινή αντίθεση σε ό,τι έως τώρα βύθιζε την πόλη σε παρακμή. Δηλαδή ό,τι κι εγώ ο «μετανάστης», ψιθύριζε ο Μπρεχτ, αντιλαμβάνομαι διά γυμνού οφθαλμού. Ενας αυτοδιοικητικός μηχανισμός με πάμπολλα χρέη, όπως γράφτηκε, αλλά και με την ευχέρεια να κρατά εκατοντάδες άνεργους νέους σε κατάσταση ομηρείας, δηλαδή με την υπόσχεση να μετατρέψει δίμηνες συμβάσεις εργασίας σε θέσεις μονίμων υπαλλήλων. Ετσι δεν είναι παράξενο που από τα καφενεία των νέων, όπου με ξένα χρήματα τη βγάζουν, όδευσαν κατευθείαν στην κάλπη του «Μεσσία», όπως άλλωστε και όσοι μεθοδευμένα μεταδημότευσαν.


Και στα ζητήματα που μ’ ενδιαφέρουν περισσότερο; Το δημοτικό θέατρο αναμασά με γηρασμένες μασέλες το βιος του. Το Πνευματικό Κέντρο λειτουργεί περισσότερο ως τοπικός ατζέντης εκδηλώσεων, στο ρεπερτόριο του οποίου ήταν και ο «αποκεφαλισμός γυναικών» από ευφάνταστο μάγο. Χωρίς βέβαια κάποια στοιχειώδη μέριμνα να λειτουργήσει ως επιτελικός νους για τη σύλληψη και την προώθηση ενός σχεδίου πολιτιστικής πολιτικής. Αφήνω στην άκρη, συνέχιζε ο Μπρεχτ, την ανάγκη μιας ανανεωμένης ανάδειξης της πλούσιας πολιτιστικής παράδοσης του τόπου καθώς και την ομόλογη υιοθέτηση των νεωτερικών κατακτήσεων του καιρού μας. Τώρα μάλιστα που το Διοικητήριο απέκτησε πορφυρά παντζούρια, σύμφωνα με την κακογουστιά της κεντρικής πλατείας, και δυο βήματα παραδίπλα στήθηκε το εικαστικό έκτρωμα, με τη βασιλομήτορα Μαργαρίτα και τον κοντορεβιθούλη γιο της, τον Φρειδερίκο της Σαξονίας, σαν να βγήκαν από πλαστικό δώρο απορρυπαντικών, αμερικανικής εταιρείας τρίτης διαλογής, γιατί να στέκει αταίριαστη η «Oase» που βάφτηκε παρδαλή ή τα σχεδόν νεκρώσιμα λουλούδια των έξι πάτων;


Ο Μπρεχτ, για τελευταία φορά, αναρωτήθηκε αν όλα αυτά «κάνουν τον άνθρωπο απαλό κι ανθρώπινο». Κι αφού επέστρεψε στην πατρίδα του, μετά από δεκαπέντε χρόνια αναγκαστικής μετανάστευσης, συμπλήρωνε το ερώτημά του με αποδέκτη όσους γνώρισε στη «σπαταλημένη» εποχή: «Τι νόημα έχουνε πολιτείες χτισμένες / δίχως τη σοφία του λαού;».


Ο κ. Παναγιώτης Νούτσος είναι καθηγητής της Κοινωνικής και Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.