Τις τελευταίες ημέρες η ελληνική κοινή γνώμη ανακάλυψε ξαφνικά ότι υπάρχουν νέες μορφές βίας στον χώρο του σχολείου. Πατέρες, αδέλφια, θείοι, μητέρες και νονοί ξαφνικά έμαθαν από την τηλεόραση – το μόνο μέσο επικοινωνίας που εμπιστεύονται, αν και τόσο σκληρά κατηγορούν με την πρώτη ευκαιρία – ότι κάποια από τα παιδιά, αδέλφια, ανίψια, εγγόνια και βαφτισιμιές τους αρέσκονται στη θέαση ή στη διάπραξη σωματικών βιαιοτήτων, είναι φορείς ρατσιστικών και σεξιστικών αντιλήψεων, έχουν ερωτικές φαντασιώσεις που κάποτε τους οδηγούν ακόμη και στη διάπραξη κακουργημάτων σε βάρος άλλων παιδιών. Ξαφνικά τάχα πληροφορηθήκαμε ότι τα παιδιά των οικογενειών μας είναι και αυτά μέρος της κοινωνίας μας και άρα η συμπεριφορά και οι σκέψεις τους προσομοιάζουν, αντανακλούν και εκφράζουν τα γενικότερα πολιτισμικά και ιδεολογικά γνωρίσματα της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας. Το ξάφνιασμά μας είναι βέβαια υποκριτικό, όπως υποκριτική είναι και η έκπληξή μας στο άκουσμα της είδησης ότι τα παιδιά χρησιμοποιούν νέες τεχνολογίες, όπως τα κινητά τηλέφωνα, οι ψηφιακές βιντεοκάμερες και το Διαδίκτυο, όχι μόνο για να επικοινωνούν με τη μαμά τους αλλά επίσης και για να πραγματώνουν κάποιες από τις φαντασιώσεις τους. Ενεργούν δηλαδή ακριβώς όπως και το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας μας, ανεξάρτητα από την ποικιλία των μορφών και του περιεχομένου των φαντασιώσεών μας.


Αν κάτι πρέπει να μας προβληματίσει σε σχέση με τα πρόσφατα γεγονότα της Αμαρύνθου είναι: ποια τα χαρακτηριστικά της ομάδας στην οποία επιδιώκουν να ενταχθούν τα παιδιά που συμμετείχαν στα γεγονότα της Αμαρύνθου; Ποιοι παράγοντες κοινωνικοί και πολιτικοί συμβάλλουν ώστε τα παιδιά αυτά να επιθυμούν να ταυτιστούν με τέτοιες συμπεριφορές; Πώς διαμορφώνεται ο συσχετισμός δυνάμεων στον οποίο διεκδικούν μια συμφέρουσα θέση τα παιδιά που καταγράφουν ψηφιακά, διαμεσολαβούν και διακινούν ηλεκτρονικά τη βία; Και το πιο σημαντικό ίσως ερώτημα είναι πώς μπορούμε να παρέμβουμε σε αυτόν τον κύκλο της βίας και να μεταβάλουμε αυτούς τους συσχετισμούς δυνάμεων;


Τα ερωτήματα είναι κρίσιμα, αλλά και δύσκολο να απαντηθούν. Ας μείνουμε σε μία μόνο από τις πιο έκδηλες πτυχές του ζητήματος. Οπως κατέστη σαφές για μία ακόμη φορά με αφορμή τα γεγονότα που ακολούθησαν την καταγγελία βιασμού στο σχολείο της Εύβοιας, το ρατσιστικό ιδεολογικό και πολιτισμικό υπόβαθρο του συσχετισμού δυνάμεων μέσα και έξω από το σχολείο καθιστά πιο «εύκολα» θύματα τα παιδιά των μεταναστών και σε έναν βαθμό απενοχοποιεί τη συνείδηση των δραστών. Ζούμε τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα μια περίοδο τρομακτικής έξαρσης ακραιφνών μορφών ρατσισμού. Κύριο χαρακτηριστικό αυτών των σύγχρονων μορφών ρατσισμού είναι η διάχυσή τους σε πλατιά λαϊκά στρώματα, ανεξάρτητα από πολιτικούς ή κομματικούς προσανατολισμούς, και στις νεαρότερες ηλικίες. Αριστεροί, δεξιοί και όλοι οι ενδιάμεσοι αποκτήσαμε – με τις πολλαπλές σημασίες του όρου – τον Αλβανό, τη Ρωσίδα και τη Βουλγάρα «μας».


Το πιο επικίνδυνο ίσως χαρακτηριστικό της εξέλιξης του φαινομένου είναι η απόλυτη φυσικοποίηση του ρατσισμού – λόγου και πράξεων – και η σταδιακή ταύτιση των ρατσιστικών αντιλήψεων με τον κοινό νου. Συχνά, για παράδειγμα, ακούει κανείς σήμερα να διατυπώνονται οι πιο μισαλλόδοξες, στερεοτυπικές και προσβλητικές κρίσεις για την κουλτούρα και τη «φύση» άλλων εθνικοτήτων και φυλών εν είδει λαϊκής σοφίας. Διαβάζοντας πώς περιγράφει ένας από τους κατηγορουμένους για τον βιασμό της μαθήτριας στο σχολείο της Αμαρύνθου τη συμμαθήτριά του, εύκολα αναγνωρίζουμε καλά εμπεδωμένα στερεότυπα, εικόνες από δελτία ειδήσεων που για πολλά χρόνια τώρα προβάλλουν βίντεο με λικνιζόμενες προκλητικές γυναίκες σε νυχτερινά κέντρα κάθε φορά που γίνεται αναφορά σε συλλήψεις προαγωγών, απαγωγέων και δουλεμπόρων που εκμεταλλεύονται ανήλικα κορίτσια από την Ανατολική Ευρώπη στη χώρα μας. Ο κοινός νους έχει μάθει πια εύκολα να αποδίδει σε κάθε «ρωσιδούλα» και σε κάθε «βουλγάρα» την ιδιότητα αυτής που εν δυνάμει αναλαμβάνει να παρέχει στους πολίτες της χώρας μας σεξουαλικές και άλλες «οικιακές» υπηρεσίες.


Ως κοινωνία και ως οργανωμένη πολιτεία δεν έχουμε ακόμη πάρει και πολύ στα σοβαρά αυτές τις διαδικασίες φυσικοποίησης του ρατσισμού. Κάποτε επιλέγουμε να υποβαθμίζουμε το φαινόμενο και κάποτε το θεωρούμε μια «φυσιολογική» όσο και παροδική αντίδραση μιας κοινωνίας που ξαφνικά δέχθηκε τη μαζική εγκατάσταση μεγάλου αριθμού μεταναστών στο εσωτερικό της. Η ιστορική εμπειρία όμως έχει δείξει ότι ο ρατσισμός δεν αποτελεί εποχική «ίωση» του κοινωνικού σώματος. Ακόμη περισσότερο η πρόσφατη ιστορία έχει δείξει ότι τα ρατσιστικά πολιτισμικά αντανακλαστικά εύκολα μεταλλάσσονται και δημιουργούν συνθήκες κατάλληλες για τη γενίκευση ακραίων μορφών άσκησης φυσικής βίας και έκφρασης κοινωνικού μίσους. Η σταδιακή πύκνωση των εγκλημάτων μίσους μεταξύ νέων ανθρώπων στη χώρα μας είναι ένα ανησυχητικό σημάδι αυτής ακριβώς της μετάλλαξης εμπεδωμένων μισαλλόδοξων αντιλήψεων και πρακτικών.


Αντί της απαγόρευσης χρήσης κινητών τηλεφώνων, τα ελληνικά σχολεία χρειάζονται ενεργές πολιτικές αντιρατσιστικής εκπαίδευσης, καθώς και εκπαίδευσης ενάντια στο μίσος. Μέσα και έξω από το σχολείο χρειάζεται να εκπαιδευτούμε πολυπολιτισμικά, να αφομοιώσουμε θετικά πρότυπα, αναπαραστάσεις και εικόνες του «ξένου», να αντιμετωπίσουμε τα φοβικά αντανακλαστικά μας για όσα αλλάζουν γύρω μας, να εξοικειωθούμε με τον πολιτισμό και τις παραδόσεις των μεταναστευτικών κοινοτήτων της πατρίδας μας κτλ. Η αντιρατσιστική εκπαίδευση απαιτεί χρόνο, ανθρώπινο δυναμικό, πόρους και πάνω από όλα προϋποθέτει την πολιτική βούληση να αναγνωρίσουμε ότι έχουμε πρόβλημα. Και ότι το πρόβλημά μας δεν είναι η κινητή τηλεφωνία, οι ψηφιακές τεχνολογίες και η «ελευθεριότητα» που προκαλούν τάχα οι καταλήψεις των σχολείων.


Η κυρία Ιωάννα Λαλιώτου είναι επίκουρη καθηγήτρια Σύγχρονης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.