Σε ένα πρόσφατο άρθρο του («Los Angeles Times», 19/10), ο ιστορικός Τίμοθι Γκάρτον Ας (Timothy Garton Ash) καυτηριάζει τη νομοθετική ρύθμιση του Γαλλικού Κοινοβουλίου για τη γενοκτονία των Αρμενίων επισημαίνοντας, μεταξύ άλλων, ότι οι Γάλλοι διεκδικούν τον ρόλο του «εισαγγελέα της Ιστορίας των άλλων» και ότι αυτή η πρωτοβουλία θα ήταν ενδεχομένως περισσότερο κατανοητή αν επρόκειτο για ένα γεγονός του παρελθόντος που αφορά άμεσα τη γαλλική κοινωνία, όπως για παράδειγμα το καθεστώς του Βισύ.


Αυτή η άποψη είναι προβληματική στον βαθμό που εμπεριέχει έμμεσα ή άμεσα την παραδοχή ότι η Ιστορία συγκροτείται στη βάση «δικαιωμάτων ιδιοκτησίας» και ότι το παρελθόν «ανήκει» είτε σε συγκεκριμένα άτομα είτε σε σύνολα, όπως για παράδειγμα τα έθνη, οι φυλές, τα φύλα ή οποιαδήποτε άλλη συλλογική κατηγορία. Τα φαινόμενα και τα γεγονότα του παρελθόντος, ιδιαίτερα εκείνα που η συλλογική μνήμη και η ιστορική και πολιτική κουλτούρα αναγνωρίζουν ως ιδιαίτερα σημαντικά, είτε έχουν θετικό είτε έχουν αρνητικό πρόσημο, αποκτούν σημασία όταν αναγνωρίζεται παράλληλα η καθολική τους εμβέλεια. Υπ’ αυτή την έννοια, δεν έχει ιδιαίτερη σημασία να αποδοθούν τίτλοι ιδιοκτησίας στην Αναγέννηση, στην αποικιοκρατία ή στο Ολοκαύτωμα, αλλά να κατανοηθεί η συγχρονία τους, οι επιπτώσεις τους καθώς και το ειδικό βάρος τους στις κοινωνίες μας.


Πέραν αυτής της επισήμανσης όμως οι ενστάσεις του συγκεκριμένου ιστορικού για τη «νομοθετική ρύθμιση της Ιστορίας» συναντήθηκαν με τα σοβαρότατα επιχειρήματα και πολλών άλλων ιστορικών, πνευματικών ανθρώπων και πολιτών τόσο στη Γαλλία όσο και εκτός αυτής. Αυτά τα επιχειρήματα έχουν ιδιαίτερη σημασία για δύο αλληλένδετους λόγους, εκ των οποίων ο πρώτος αφορά τον χαρακτήρα της ιστορικής γνώσης και ο δεύτερος τις πολιτικές χρήσεις της Ιστορίας.


Κοινός παρονομαστής των προβληματισμών που αναπτύσσονται είναι ότι τα γεγονότα της Ιστορίας και η ιστορική αλήθεια δεν εδραιώνονται μέσα από διαδικασίες ποινικοποίησης. Αντίθετα, εννοιολογούνται μέσα από τις συζητήσεις αλλά και τις αντιπαραθέσεις που τα περιβάλλουν τόσο στο πλαίσιο της επιστημονικής ιστορικής έρευνας όσο και στο πλαίσιο της συλλογικής μνήμης. Καμιά ιστορική αλήθεια αλλά και κανένας ανθρώπινος πόνος, ούτε αυτός των Αρμενίων, δεν κατοχυρώθηκε ποτέ με νομοθετική ρύθμιση. Οι απόψεις του Ντέιβιντ Ιρβινγκ (David Irving) για το Ολοκαύτωμα θεωρούνται από πολλούς από μας αστήρικτες και απαράδεκτες. Ωστόσο η φυλάκισή του στην Αυστρία δεν συνέβαλε ούτε στην καλύτερη κατανόηση του γεγονότος ούτε στην ευρύτερη αναγνώριση του απεχθούς χαρακτήρα του. Αντίθετα, η ποινικοποίηση του «αρνητισμού» για το Ολοκαύτωμα έχει διαμορφώσει τις συνθήκες για την υπερπροβολή αυτών των απόψεων και σε ορισμένες περιπτώσεις, για τη θυματοποίηση των εκφραστών τους.


Τα επιχειρήματα που ακούστηκαν σχετικά με τις πολιτικές χρήσεις της Ιστορίας είναι επίσης ανάλογης βαρύτητας. Μπορούμε άραγε να φανταστούμε έναν κόσμο όπου οι αντιλήψεις για επίδικα ζητήματα της Ιστορίας θα ρυθμίζονται κανονιστικά και προκαταβολικά από κοινοβούλια και δικαστήρια; Ακόμη κι αν δεχτούμε ότι το γαλλικό διάβημα βασίζεται αποκλειστικά σε καλές προθέσεις, τι μπορεί να σημαίνει η εδραίωση και η διάδοση αυτής ή μιας ανάλογης πρακτικής; Μπορεί το τουρκικό κοινοβούλιο να σπεύσει να καταδικάσει την πολιτική των ευρωπαϊκών Μεγάλων Δυνάμεων στο Ανατολικό Ζήτημα κατά τον 19ο αιώνα και να ποινικοποιήσει ενδεχομένως την ύπαρξη μιας άλλης άποψης; Είναι αποδεκτή η προώθηση μιας νομοθετικής ρύθμισης από το γερμανικό κοινοβούλιο για τον χαρακτήρα και τις επιπτώσεις της αγγλικής αποικιοκρατίας; Μπορεί η ισπανική Βουλή να καταδικάσει τη γαλλική πολιτική στην Αλγερία και ενδεχομένως η γαλλική Βουλή να νομοθετήσει για την ισπανική Ιερά Εξέταση ή για τις σφαγές των ιθαγενών της Αμερικής; Η Ιστορία είναι αναμφίβολα συνδεδεμένη με την πολιτική. Η αναγνώριση όμως αυτής της σύνδεσης καθιστά ιδιαίτερα αναγκαία την απελευθέρωση της μελέτης και της σημασιοδότησης του παρελθόντος από τον σφιχτό και ανελαστικό εναγκαλισμό του νομοθετικού ελέγχου.


Οι διωγμοί και οι σφαγές των Αρμενίων αποτελούν μια ιδιαίτερα επώδυνη πτυχή της Ιστορίας του εικοστού αιώνα. Δεν έχουν ενταχθεί στις επίσημες ιστορίες και δεν έχουν συζητηθεί κριτικά κυρίως στις κοινωνίες που φέρουν τη βαριά κληρονομιά τους. Η γνώση γι’ αυτά τα τρομακτικά γεγονότα όμως δεν θα προωθηθεί ούτε μέσα από την ενεργοποίηση μηχανισμών επιτήρησης και τιμωρίας αλλά ούτε και μέσα από την εργαλειοποίησή τους στις μεταβαλλόμενες πολιτικές σκοπιμότητες του παρόντος. Οι νομοθετικές ρυθμίσεις αλλά και κάθε κανονιστικός λόγος για τον χαρακτήρα και το νόημα της Ιστορίας, στην καλύτερη περίπτωση, λειτουργούν λογοκριτικά. Στη χειρότερη, οπλίζουν τον φανατισμό και εδραιώνουν την πόλωση.


Η κυρία Εφη Γαζή είναι επίκουρη καθηγήτρια Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.