Σκοπός του νόμου είναι να καθορίζει το δέον (τι πρέπει ή τι επιτρέπεται να γίνεται και τι πρέπει να μη γίνεται) και όχι να καταγράφει ποιο είναι το ον. Τούτο φυσικά ισχύει και για τα ιστορικά γεγονότα. Αυτά ή είναι αληθή ή δεν είναι. Ο νόμος δεν μπορεί να τα αλλοιώνει. Η διαπίστωση της ιστορικής αλήθειας είναι έργο της επιστημονικής έρευνας, όχι του νομοθέτη.


Νόμος που θέλει ο ίδιος να καθορίσει την ιστορική αλήθεια ή είναι περιττός (αν όσα λέει ανταποκρίνονται πράγματι στην αλήθεια, αφού η αλήθεια υπάρχει και χωρίς τον νόμο) ή διαστρεβλώνει την πραγματικότητα (αν η ιστορική αλήθεια είναι διαφορετική).


Συχνά βεβαίως υπάρχουν διαφορετικές απόψεις ως προς το ποια είναι η ιστορική πραγματικότητα. Ο καθένας είναι ελεύθερος να έχει τη δική του άποψη για αυτήν και να προσκομίζει τις δικές του αποδείξεις και τα δικά του επιχειρήματα. Καλύπτεται για αυτό από την ελευθερία της έκφρασης, την ελευθερία της διάδοσης του λόγου και την ελευθερία της έρευνας, ελευθερίες που αποτελούν θεμελιώδη δικαιώματα του ανθρώπου, κατοχυρωμένα στα εθνικά συντάγματα και σε διεθνείς συνθήκες. Αν προϋπόθεση για την άσκηση της ελευθερίας του λόγου ήταν η ορθότητα των λεγομένων, τότε στην ουσία δεν θα υπήρχε ελευθερία του λόγου. Σε αυτόν που κάνει λάθος (π.χ. υποστηρίζει ιστορικές ανακρίβειες, ενδεχομένως για λόγους οποιονδήποτε σκοπιμοτήτων) θα απαντήσει η ίδια η Ιστορία, όπως καταγράφεται από τους αμερόληπτους μελετητές. Τις θέσεις του θα αποδυναμώσουν τα ισχυρότερα αντίθετα επιχειρήματα και τα ιστορικά τεκμήρια, έτσι ώστε να μείνει έκθετος με τους ψευδείς ισχυρισμούς του. Πρέπει όμως να παραμένει ελεύθερος να υποστηρίζει και να διαδίδει τις όποιες θέσεις του. «Τιμωρία» του θα είναι μόνο η επικράτηση της ιστορικής αλήθειας και η παραπομπή των ανακριβειών του στα «ανέκδοτα» της Ιστορίας. Η τεκμηρίωση και διάδοση της ιστορικής αλήθειας είναι η μόνη θεμιτή απάντηση σε αυτούς που τη διαστρέφουν.


Η ποινικοποίηση της έκθεσης και διάδοσης ιστορικών ανακριβειών σημαίνει απαγόρευση άσκησης των παραπάνω ελευθεριών. Αποτελεί εξαιρετικά ανελεύθερο μέτρο που θίγει θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα. Είναι λυπηρό ότι τέτοιο μέτρο πήρε δύο φορές η Γαλλία, την πρώτη φορά ποινικοποιώντας τη γνώμη ότι δεν υπήρξε το Ολοκαύτωμα των εβραίων και τη δεύτερη, πρόσφατη (καίτοι, πάντως, από ό,τι λέγεται, η θέσπιση του σχετικού νόμου δεν έχει ακόμη οριστικοποιηθεί), ποινικοποιώντας την άρνηση της γενοκτονίας των Αρμενίων. Απορεί κανείς που τέτοια ολοκληρωτικά μέτρα λαμβάνονται στη Γαλλία, τη χώρα που έχει προσφέρει τόσο πολλά στον πολιτισμό και μάλιστα και στην αναγνώριση και στην καθιέρωση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, στη χώρα του Βολταίρου που είχε πει: «Διαφωνώ με αυτό που λες, αλλά θα αγωνίζομαι για να μπορείς ελεύθερος να το λες» (μια ρήση που σήμερα, σε εποχή καθιέρωσης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, είναι πια αυτονόητη). Τα μέτρα αυτά της Γαλλίας ηχούν ως προδοσία του πνεύματος και των αρχών της Γαλλικής Επανάστασης. Μήπως οι Γάλλοι αρχίζουν να μετανιώνουν για τις ιστορικές διακηρύξεις της μεγάλης επανάστασής τους;


Ασφαλώς η αφετηρία των Γάλλων στα δύο παραπάνω θέματα (αλλά μόνο η αφετηρία) είναι σωστή. Γιατί και οι δύο γενοκτονίες, των εβραίων και των αρμενίων, έγιναν. Η Ιστορία τις έχει τεκμηριωμένα καταγράψει. Αυτό που ίσως δικαιολογεί αμφισβητήσεις και παραπέρα ιστορική έρευνα είναι οι ακριβείς συνθήκες, η έκταση των καταστροφών, ο αριθμός των θυμάτων κτλ. Αλλο όμως το αν – που είναι αναμφισβήτητο – και άλλο το πώς και πόσο. Η άρνηση του αν δεν μπορεί να πείσει. Η μόνη σωστή «πολιτική συμπαράσταση» στην ιστορική αλήθεια είναι όχι βέβαια η φυλάκιση των αρνητών της, αλλά η ηθική και στο μέτρο του εφικτού πρακτική υποστήριξη και η δικαίωση των θυμάτων της γενοκτονίας, δηλαδή εκείνων που απέμειναν και η αποδοκιμασία των θυτών, όχι όμως και των σημερινών απογόνων τους που δεν ευθύνονται για τα εγκλήματα των προγόνων τους.


Ειδικά για τους εβραίους η πολιτική συμπαράσταση θα έπρεπε να πάρει τη μορφή της συμβολής στην αναγνώριση επιτέλους από όλους του δικαιώματός τους να έχουν κρατική υπόσταση στον τόπο όπου βρίσκονται οι ρίζες τους, με παράλληλη βέβαια αναγνώριση του παλαιστινιακού κράτους. Το τονίζω αυτό γιατί πολλοί στην Ελλάδα φαίνεται να αρνούνται έμμεσα να αναγνωρίσουν το δικαίωμα αυτό του Ισραήλ, ταυτιζόμενοι στο θέμα αυτό με τη φανατική πλευρά των Αράβων και ερχόμενοι σε αντίθεση ακόμη και με τους συνετούς Αραβες.


Ο κ. Μιχάλης Σταθόπουλος είναι καθηγητής της Νομικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.