Το νεαρό ζευγάρι με τη μοτοσικλέτα επιμένει. Ο τρόπος κατανόησης των κοινωνικών ερεισμάτων μιας πολιτικής συνδέεται με την κοινωνική αποτελεσματικότητα ενός πολιτικού μέτρου. Δηλαδή μεταξύ τους αναπτύσσεται εσωτερική συνάφεια αμοιβαίου καθορισμού. Ξανά στο επίκεντρο της συζήτησής μας η δημοσιότητα της εκκλησιαστικής ηγεσίας, δίπλα τουλάχιστον από την πολιτική ηγεσία της χώρας. Ευχές και επαίνους στις εθνικές ομάδες μπάσκετ και ποδοσφαίρου, ευχές και υποσχέσεις από και προς υποψηφίους δημάρχους, επιμονή στην τέλεση του μυστηρίου της εξομολόγησης των μαθητών εντός των σχολείων κτλ.


Οι συνομιλητές μου συνεχίζουν: γιατί προβάλλεται η διαβεβαίωση δημοσιολογούντων ότι ο «εκσυγχρονισμός ντύνεται με παραδοσιακά ρούχα»; Για να βρει τάχα «ανταπόκριση και έρεισμα λαϊκό»; Συνάμα η «καθυστέρηση χρειάζεται να εκσυγχρονιστεί για να επιβιώσει»; Τέλος πάντων, δεν υπάρχει δυνατότητα να «δραπετεύσουμε» από το σχήμα του «αντιδραστικού μοντερνισμού», το οποίο απλώς «δίνει διαφορετικό νόημα» χωρίς να απορρίπτει τον «εκμοντερνισμό»; Το κορίτσι επιμένει: γιατί τάχα δεν «κινητοποιεί» το παλαιότερα «ορθό αίτημα» του χωρισμού Εκκλησίας και κράτους;


Πριν απ’ όλα επανέρχονται σε ό,τι δημοσιογραφικά θεματοποιείται ως «εκσυγχρονισμός». Μάλιστα μέσα από μια πρόδηλη και ως κορεσμού ταυτολογική γλώσσα που παραλείπει να καθορίσει το μείζον: τι, πώς και γιατί «αλλάζει». Και για τούτο γενικόλογα εκλαμβάνεται ως «αλλαγή», ως ανάγκη το έθνος να «πιάσει το πνεύμα των καιρών», ως «διάχυτη διαδικασία», ως «μεταβαλλόμενος ορίζοντας προσδοκιών», ως «συνάντηση με το μοντέρνο». Ακόμη: ως «ενσάρκωση της μοντέρνας υποκειμενικότητας» ή ως ο «μοναδικός τρόπος επιβίωσης σε έναν κόσμο που αλλάζει»…


Ερχομαι σε συγκεκριμένη πολιτική απόφαση. Δηλαδή στην κοινωνική αποτελεσματικότητα του «θέματος των ταυτοτήτων». Οταν είχε εγερθεί το ζήτημα, δημοσιολόγοι κινήθηκαν να αποκρούσουν τα «απλουστευτικά σχήματα» κατανόησης του «αντιδυτικού πνεύματος», από τον Αθανάσιο Πάριο ως τον Αθηνών Χριστόδουλο. Επικαλούνταν μάλιστα το θεώρημα του «αντιδραστικού μοντερνισμού» που φαινόταν να μην «απορρίπτει τον εκμοντερνισμό» και απλώς να του «δίνει διαφορετικό νόημα». Τώρα από τον πολιτικό που αντιμετώπισε την «υπόθεση των ταυτοτήτων» διακριβώνεται με σαφήνεια ότι αυτή υπήρξε το «πρόσχημα» στην απόπειρα της Εκκλησίας να «εγκαθιδρύσει μια ιδεολογική εποπτεία επί της πολιτικής εξουσίας». Δηλαδή να την αποδεχθεί η κυβέρνηση ως «υποχρεωτικό συνομιλητή με δικαίωμα βέτο σε όλα τα μείζονα θέματα της χώρας», από τα «εθνικά» ως την «Παιδεία και τον πολιτισμό» (Κ. Σημίτης, Πολιτική για μια δημιουργική Ελλάδα, 1996-2004).


Συνακόλουθα ο πολιτικός που χειρίστηκε την «υπόθεση των ταυτοτήτων» διακρίνει με ενάργεια ότι η ελλαδική Εκκλησία, που «λόγω της συνεργασίας με την παραδοσιακή Δεξιά και τη χούντα είχε περιοριστεί σε μια διακριτική παρουσία στον δημόσιο βίο», τώρα «επανέκαμπτε δυναμικά», όχι ως «πνευματική δύναμη αλλά ως κραυγαλέα ιδεολογία». Δηλαδή: «βαθιά δύσπιστη απέναντι στον Διαφωτισμό, με προνομιακή σχέση και διαπλοκή με το κράτος, διεκδικούσε τον ρόλο του συνδιαμορφωτή των εθνικών εξελίξεων και της ιδεολογίας». Κοντολογίς επρόκειτο για τη «δυνατότητα της ελληνικής πολιτείας να λειτουργεί ως λαϊκό και όχι ως θρησκευτικό κράτος», χωρίς να παραβλέπεται το γεγονός ότι και στο κυβερνών κόμμα εμφανίστηκαν «ρωγμές». Με μια μετριασμένη διατύπωση: πολλά στελέχη του «οδηγήθηκαν σε μια στάση αμφιβολίας και αδικαιολόγητης ενοχής από τον φόβο του πολιτικού κόστους». Δηλαδή παρέβλεψαν ότι ο «εκσυγχρονισμός της πολιτείας», με τον οποίο είναι «συνδεδεμένος» και ο χωρισμός κράτους και Εκκλησίας, δεν πραγματοποιείται «χωρίς αναμετρήσεις».


Δεν έχω τίποτε να προσθέσω. Ηδη στη δίνη της «υπόθεσης των ταυτοτήτων», από το καλοκαιρινό μου μπαλκόνι (και όχι από κάποια βεράντα των βορείων προαστίων) που αντικρίζει και τα Ιμια στην ίδια εφημερίδα («Το Βήμα», 23.7.2000) είχα καταθέσει τις απόψεις μου. Παρατηρώ όμως ότι επήλθε πια μια ευρύτερη συνεκτίμηση του ρόλου της Εκκλησίας, άσχετα αν εντελώς «ξαφνικά» κόπασε ο τηλεοπτικός θόρυβος για τα «σκάνδαλα» της εκκλησιαστικής ιεραρχίας. Δηλαδή διαπιστώνεται ότι η εγχώρια Εκκλησία είναι ο «μόνος θεσμός στον οποίο δεν συνέβη Μεταπολίτευση». Ετσι η απουσία «μεταβολών εκδημοκρατισμού μεγάλης κλίμακας» έχει ως αποτέλεσμα ο λόγος της μετά το 1998 να μην εμφανίζεται διόλου «καινούργιος».


Το επιμύθιο πάντως αυτών των παρατηρήσεων το διαψεύδει ο πολιτικός που χειρίστηκε το «θέμα των ταυτοτήτων». Δηλαδή αν κάποτε υπογραμμίζεται ότι η «πικρή αλήθεια είναι ότι αν δεν υπάρξει εκσυγχρονισμός στην Εκκλησία δύσκολα μπορεί να υπάρξει εκσυγχρονισμός της κοινωνίας στις νοοτροπίες και στις συμπεριφορές», αυτός αντίθετα σημειώνει ότι η «σημασία της τελικής έκβασης ήταν σημαντική και μακροπρόθεσμη, παρά το κόστος της». Τουτέστιν δεν αναγόρευσε σε «υποχρεωτικό συνομιλητή με δικαίωμα βέτο» την Εκκλησία, της οποίας η «ιεραρχία δεν έχει την απαραίτητη πολιτική και συνταγματική νομιμοποίηση για να επιβάλει το δικό της κοινωνικό πρότυπο»…Ετσι εξηγείται και το «γήινο» ή «υπερουράνιο» μένος των ιεραρχών που εναντιώθηκαν στο βιβλίο του.


Ο κ. Παναγιώτης Νούτσος είναι καθηγητής της Κοινωνικής και Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.