Κορυφώνεται σήμερα η αναμέτρηση για την Τοπική Αυτοδιοίκηση. Ωστόσο – όπως και την προηγούμενη Κυριακή – στις εφημερίδες, στα ραδιόφωνα και στις τηλεοράσεις πρωταγωνιστές δεν θα είναι αυτοί που δίνουν τη μάχη – τα αυτοδιοικητικά δηλαδή στελέχη – αλλά οι εκπρόσωποι των κομμάτων, που «στηρίζουν» τις νομαρχιακές ή δημοτικές υποψηφιότητες.


Το γεγονός αυτό παρουσιάζεται είτε ως υποκρισία, όσων ομνύουν στην «ανεξάρτητη Αυτοδιοίκηση» και μετά την καπηλεύονται κομματικά, είτε ως άλλο ένα δείγμα «τριτοκοσμικής υστέρησης» της Ελλάδας έναντι της ανεπτυγμένης Ευρώπης. Παρουσιάζεται η εικόνα από πολλούς σχολιαστές ότι λίγο πολύ στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες υπάρχουν δύο διαφορετικά επίπεδα πολιτικής λειτουργίας: το Κοινοβούλιο, τα κόμματα και η εκτελεστική εξουσία από τη μια πλευρά και η Τοπική Αυτοδιοίκηση από την άλλη, τα οποία μάλιστα δεν τέμνονται, ούτε συνδέονται, κατ’ αντίθεση με την Ελλάδα, όπου το μακρύ χέρι των κομμάτων επεμβαίνει και αλλοιώνει την αυτοδιοικητική καθαρότητα.


Πριν από όλα, όσα συμβαίνουν στην Ευρώπη όχι απλώς είναι παρόμοια με τα εν Ελλάδι, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως στη Γαλλία ή στο Βέλγιο, δεν υπάρχει καν ασυμβίβαστο στην ταυτόχρονη άσκηση κεντρικού πολιτικού και αυτοδιοικητικού αξιώματος.


Στη συντριπτική πλειοψηφία των ευρωπαϊκών χωρών επίσης, η Τοπική Αυτοδιοίκηση είναι βαθύτατα πολιτικοποιημένη και ανοικτά κομματικοποιημένη. Πολλές μάλιστα φορές η κατάληψη ενός μείζονος αυτοδιοικητικού αξιώματος αποτελεί την προσήμανση σε μεταπήδηση σε εξίσου μείζονα ρόλο στην κεντρική πολιτική σκηνή είτε αφορά την προεδρία της Γαλλικής Δημοκρατίας είτε, όπως τώρα ο σοσιαλιστής νικητής του Δήμου του Βερολίνου, θεωρείται πλέον και μέλλων υποψήφιος πρόεδρος της Γερμανικής Δημοκρατίας.


Ποια είναι όμως η πραγματική «ελληνική ιδιαιτερότητα», ποιος είναι ο λόγος, που όλοι αισθανόμαστε μια πικρή αίσθηση στη ρητορική περί «ακηδευμόνευτης αυτοδιοίκησης» από τη μια και τους κομματικούς πανηγυρισμούς ή κλαυθμυρισμούς από την άλλη;


Το αναγκαίο επόμενο βήμα της ωρίμανσης του ελληνικού πολιτικού συστήματος είναι ο επαναπροσδιορισμός της σχέσης των κομμάτων με την Τοπική Αυτοδιοίκηση. Ειδικότερα για το ΠαΣοΚ, αυτή είναι μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις για την ανανέωση των ιδεολογικών, πολιτικών και οργανωτικών λειτουργιών που επιδιώκει. Ακόμη περισσότερο, γιατί το ΠαΣοΚ συνέβαλε αποφασιστικά στη δημιουργία των προϋποθέσεων για μια αποκεντρωμένη Διοίκηση και για ουσιαστικότερες εξουσίες στους ΟΤΑ.


Ο επαναπροσδιορισμός αυτής της σχέσης δεν πρέπει να οδηγεί στο διαζύγιο των κομμάτων από την Αυτοδιοίκηση, όπως προτείνουν κάποιοι «ευρωπαϊστές» ερήμην της πραγματικότητας στην Ευρώπη. Πρέπει όμως να επιδιώξουμε την καλλιέργεια μέσα στα κόμματα μιας πραγματικής αυτοδιοικητικής κουλτούρας, που θα παράγει, θα αναδεικνύει και θα υποδεικνύει τα αντίστοιχα στελέχη «αυτοδιοικητικής αγωγής».


Ετσι ώστε να υπάρχει και ο εναρμονισμός των μεγάλων πολιτικών ρευμάτων με την ιδιαιτερότητα των κοινωνικών απαιτήσεων στην περιφερειακή, νομαρχιακή ή δημοτική συγκρότησή τους.


Ηδη αυτή η αυτοδιοικητική πολιτική κουλτούρα είναι σε μεγάλο βαθμό παρούσα στο ΠαΣοΚ – αλλά και σε δυνάμεις του ΣΥΝ. Και λαμπρά παραδείγματα επιτυχιών έχουμε και σε αυτές τις εκλογές. Είναι ένα κεφάλαιο που πρέπει να αξιοποιήσουμε και όχι μια πραγματικότητα που πρέπει να παραποιήσουμε.


Ο κ. Πέτρος Ευθυμίου είναι βουλευτής Β’ Αθήνας και συντονιστής Οικονομίας του ΠαΣοΚ.