Η κυρία Γιαννάκου αρνείται να συζητήσει για το πανεπιστήμιο «από μηδενική βάση» με το ακόλουθο, ιστορικής φύσεως, επιχείρημα: το ελληνικό κράτος δεν δημιουργήθηκε χτες ώστε να εξετάζουμε τα προβλήματα από μηδενική βάση.


Ο ξερός ρεαλισμός της είναι εκκωφαντικά αντίθετος στον ρομαντισμό της πρωθυπουργικής εξαγγελίας περί «επανίδρυσης του κράτους» και αποκλείει την προοπτική να θεραπευτεί η εκ γενετής αναπηρία της ελληνικής εκπαίδευσης: ο μοναρχικής έμπνευσης συγκεντρωτισμός. Επιπλέον επιβεβαιώνει ότι το κράτος παραμένει αμετακίνητο στο κεκτημένο του.


* Η άνιση κατανομή του πεδίου


Ας παρακολουθήσουμε λοιπόν την αναφορά της υπουργού στην ιστορία: τι δείχνει η γενεαλογία της εξουσίας στον τομέα αυτό; Οταν ιδρύθηκε το Πανεπιστήμιο Αθηνών δεν λεγόταν, όπως σήμερα, Εθνικό και Καποδιστριακό. Λεγόταν – και πράγματι ήταν – Οθωνικό. Ο Οθων είχε τον αποφασιστικό λόγο για κάθε τι που αφορούσε τη συγκρότηση και τη διαμόρφωση του επιστημονικού και του εκπαιδευτικού προσώπου του πανεπιστημίου του.


Αργότερα οι ενδοπανεπιστημιακές αρμοδιότητες πέρασαν στη διαβόητη καθηγητική έδρα. Ο θεσμός της έδρας ως δεύτερου, και ελάσσονος, παράγοντα εξουσίας χαρακτηρίστηκε από μια απίστευτη για «πνευματικούς» ανθρώπους αυταρχικότητα. Αλλά η αυταρχικότητα δεν είναι ζήτημα θεσμών, είναι πρωτίστως ιδιότητα προσώπων. Οπως δεν ήταν όλοι οι «εδραίοι» αυταρχικοί, έτσι δεν είναι και όλοι οι σημερινοί το αντίθετο. Οι αυταρχικές πρακτικές συνεχίζονται και στις μέρες μας. Ολόκληρες σχολές, χαρακτηριστικά μάλιστα οι επαγγελματικά «περιζήτητες» δεν εφάρμοσαν ποτέ και εξακολουθούν μέχρι σήμερα να μην εφαρμόζουν τον νόμο για την εξέλιξη των μελών του προσωπικού, αυθαίρετα, χωρίς να δίνουν λόγο σε κανέναν.


Ο νόμος-πλαίσιο του 1982 άλλαξε το τοπογραφικό της κατανομής, κρατώντας πάντως ακέραιο το μερίδιο του κράτους. Με την κατάργηση της έδρας, μοίρασε την εξουσία της εγκαθιστώντας έναν τρίτο, καινούργιο, παράγοντα στο πεδίο – τους φοιτητές. Εκτοτε πρόεδροι, κοσμήτορες και πρυτάνεις είναι αδύνατον να εκλεγούν χωρίς τις ψήφους των φοιτητών. Τις οποίες διαπραγματεύονται με τους επικεφαλής των παρατάξεων ως συναλλαγή μεταξύ παραγόντων ή, ορθότερα, συναλλαγή μεταξύ παραγόντων και παραγομένων.


* Κέρβεροι των κεκτημένων


Ολοι είναι αμετακίνητοι στο θεσμικό τους κεκτημένο. Το κράτος, οι διδάσκοντες και οι φοιτητές. Λιγότερο ή περισσότερο αθώοι οι τελευταίοι, λόγω ηλικίας, αντιγράφουν τους μεγάλους, κατά κανόνα αδέξια.


Οι υπουργοί παίζουν σε δύο ταμπλό, του μεταρρυθμιστή και του ομοιοπαθητικού συνάμα. Ο,τι κάνουν στο πρώτο, το ξεκάνουν στο δεύτερο. Ως μεταρρυθμιστές, πείθουν τον πρωθυπουργό τους για την αναγκαιότητα «τομών», «ρήξεων», «αλλαγών» και παίρνουν στα σοβαρά το πράσινο φως που τους δίνει. Ως ομοιοπαθητικοί προσπαθούν να θεραπεύσουν τα αδιέξοδα του λαβύρινθου δημιουργώντας και άλλες διακλαδώσεις, δηλαδή με περισσότερα αδιέξοδα, όπως δείχνει, μεταξύ άλλων, η ασθματική ίδρυση τμημάτων με ψηφοθηρικά κριτήρια. Αδιακρίτως αποπέμπονται όταν ο χειρισμός της μεταρρύθμισής τους αποβαίνει επικοινωνιακά αρνητικός.


Οι διδάσκοντες στην πλειονότητά τους ακολουθούν την πορεία του λιγότερο ή περισσότερο αφοσιωμένου στην έρευνα και στο αμφιθέατρο. Πολλοί θέλουν να κατακτήσουν τη δόξα της επιστήμης ή τουλάχιστον τον θαυμασμό των φοιτητών τους. Οι λίγοι είναι οι μάνατζερ, ακούραστοι στο παιχνίδι των «χειρισμών» και στην εκμετάλλευση του τίτλου τους για να αποχτήσουν εμβλήματα αγοραίου γοήτρου. Λίγο – πολύ, όλοι κάπως τα καταφέρνουν. Οταν δεν μπορούν να σώσουν την Ελλάδα, σώζουν την πάρτη τους – σωσμός είναι κι αυτό.


* Το κωμικόν του πράγματος


Και τέλος οι αθώοι – οι φοιτητές. Οι αθωότεροι όλων μας βλέπουν σαν συνεχιστές της αυταρχικής έδρας. Οι λιγότερο αθώοι στεγάζονται στις δύο μεγάλες κομματικές στέγες. Φιγουράτες αφίσες για πάρτι και εκδρομές στη Μύκονο, οσμή εκκολαπτόμενου νομάρχη, βουλευτή, παράγοντος. Στην ουρά αναδεύουν οι πολλοί, προβληματισμένοι με το ζοφερό μέλλον δυσδιάκριτων πλέον επαγγελματικών προοπτικών.


Σαν άνθρωπος σκέφτεται κανείς «ας πάνε να κουρεύονται παράγοντες και παραγόμενοι». Σαν δάσκαλος λέει: Εδώ ας σταθώ. Εδώ με τις πελώριες, τις ανεκλάλητες ανταμοιβές του δασκάλου που κανένα άλλο επάγγελμα δεν μπορεί να προσφέρει.


Οποιοσδήποτε πανεπιστημιακός του εξωτερικού έβλεπε το νομοσχέδιο της κυρίας Γιαννάκου (όχι επιλεκτικώς στα «πιασάρικα» επίμαχα ζητήματα της τηλεοπτικής ειδησεογραφίας αλλά στο σύνολό του) θα έτριβε τα μάτια του. Είναι πράγματι κωμικό να ασχολούνται υπουργός και Βουλή με προγράμματα, δοκιμαστικά μαθήματα, διάρκεια των εξεταστικών περιόδων και άλλα παρόμοια άρθρα του νομοσχεδίου. Αυτά και άλλα ζητήματα αποτελούν αντικείμενο και περιεχόμενο των εσωτερικών κανονισμών κάθε πανεπιστημίου ξεχωριστά, δεν γίνονται νόμοι του κράτους. Ο ξένος θα παραξενευόταν επειδή σε κάθε μέρος του κόσμου όπου υπάρχει ακαδημαϊκή ζωή με αξιώσεις σοβαρότητας, η συγκεντρωτική εξουσία της εκπαίδευσης έχει εγκαταλειφθεί εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Η αυτοτέλεια είναι πραγματική και δεδομένη σ’ αυτές τις χώρες. Ο ρόλος του κράτους είναι να απαιτεί λογαριασμό για τα χρήματα που ξοδεύει και να εξασφαλίζει την τήρηση των κανονισμών με ανεξάρτητο ελεγκτικό μηχανισμό. Δύσκολα πράγματα, όπως δείχνει η αμηχανία στο θέμα της αξιολόγησης. Μια διαδικασία που αρχικώς θεωρήθηκε φόβητρο για τους πανεπιστημιακούς μοιάζει να εξελίσσεται σε φόβητρο για την κυβέρνηση. Η αξιολόγηση είναι απαραίτητη και επείγουσα προϋπόθεση αναζωογόνησης του πανεπιστημίου. Αλλά, ενώ έχει νομοθετηθεί από καιρό, δεν εφαρμόζεται. Γιατί το πρώτο που θα αποδείξει η εφαρμογή της θα είναι η απύθμενη κρατική ακηδία, μόλις φανεί η γύμνια και η ένδεια σε υποδομές.


Αυτονόητο είναι ότι χρειάζεται και οι άλλοι δύο παράγοντες του πεδίου εξουσίας στο πανεπιστήμιο, οι διδάσκοντες και οι διδασκόμενοι, να εκχωρήσουν την εξουσία τους. Οι πρώτοι δεν μπορεί να παραμένουν ανεξέλεγκτοι σε κάθε τι που έχει σχέση με την παρουσία τους και την εργασιακή τους σχέση με το πανεπιστήμιο. Οι δεύτεροι, ας σκεφτούν λιγάκι και ποιος πληρώνει το νοίκι. Δεν άκουσα π.χ. να διεκδικούν φοιτητική στέγη, μήπως και ανακουφίσουν κάπως το πορτοφόλι του γονιού, ή καλύτερη ποιότητα σπουδών ώστε το πτυχίο τους να ενισχύεται ως επαγγελματικό εχέγγυο αντί να απαξιώνεται διαρκώς.


Οσο η συζήτηση από μηδενική βάση θα αποκλείεται, τόσο η κρίση του πανεπιστημίου θα κλιμακώνεται. Για να γίνει όμως εφικτή μια τέτοια συζήτηση χρειάζεται οι συμβαλλόμενοι να καταθέσουν από την αρχή όχι τις απαιτήσεις αλλά τα κεκτημένα τους.


Ο κ. Αντώνης Κωτίδης είναι καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.