Υπάρχουν ορισμένες πράξεις στη ζωή ενός ανθρώπου που αποκαλύπτουν με εξαιρετικά διαυγή τρόπο τον χαρακτήρα του. Αυτό συμβαίνει τόσο στην ιδιωτική ζωή όσο και στη δημόσια. Πιστεύω ότι μια πράξη που φανερώνει κάτι από τον χαρακτήρα του Κώστα Καραμανλή είναι η άρνησή του να αποδεχθεί το εκλογικό αποτέλεσμα του 2000. Η νίκη τότε του Κώστα Σημίτη με μικρή διαφορά σε ψήφους πίκρανε τον νέο αρχηγό, ο οποίος αντέδρασε με θυμό και αλαζονεία. Ισως επειδή ως κληρονόμος ενός μεγάλου ονόματος είχε συνηθίσει στη δουλικότητα των άλλων, φάνηκε ότι δεν ήταν ψύχραιμος στις αποτυχίες. Και αντέδρασε με διαμαρτυρίες και με περιφρόνηση για τον Κώστα Σημίτη, κατηγορώντας τον για παραβιάσεις της εκλογικής νομοθεσίας, για «ελληνοποιήσεις» και άλλα σχετικά. Παρά τα αναμφισβήτητα προσόντα του, δεν είχε τότε τη διαύγεια να παραδεχθεί την αποτυχία του και να δει ότι με τα λόγια του ζημίωνε την αξιοπιστία του και τους δημοκρατικούς θεσμούς της χώρας.


Αυτή η έλλειψη αυτογνωσίας νομίζω πως φαίνεται σήμερα. Ο Πρωθυπουργός είχε κάνει σημαία της προεκλογικής του εκστρατείας την καταπολέμηση της διαφθοράς, την οποία σωστά είχε δει ως την αχίλλειο πτέρνα της κυβέρνησης Σημίτη και του ΠαΣοΚ γενικότερα. Πίστευε όμως ότι αρκούσαν η δική του καλή θέληση και η δική του εντιμότητα και ευθύτητα για να καταπολεμήσει το διεφθαρμένο κράτος. Πίστευε ότι ήταν εύκολο, τουλάχιστον για εκείνον. Οπως αποδεικνύεται όμως δεν αρκούν η τιμιότητα και οι καλές προθέσεις του – όπως δεν αρκούσαν η τιμιότητα και οι καλές προθέσεις του Σημίτη. Καθώς φαίνεται από την υπόθεση των «κουμπάρων», η διαφθορά στο Δημόσιο πηγάζει από τις μυριάδες διασυνδέσεις των κομματικών μηχανισμών με το κράτος και την αγορά, και το γεγονός ότι σε χαμηλό και μέσο κομματικό επίπεδο δεν υπάρχει ο παραμικρός εσωτερικός έλεγχος και σπάνια ο παραμικρός ηθικός δισταγμός.


* Αδυναμία ελέγχου


Η περίπτωση του «Πανάγου» και των άλλων κουμπάρων δεν είναι μεμονωμένη. Προσέξτε ότι κάθε του ενέργεια υποστηριζόταν από τη δυνητική επιρροή του στην κομματική και πολιτική ηγεσία της Θεσσαλονίκης και την κυβέρνηση γενικότερα. Η ατιμωρησία του πήγαζε από την εντύπωση ότι κάθε καταγγελία θα έπεφτε στο κενό. Και εδώ βρίσκεται το πραγματικό πρόβλημα.


Στην Ελλάδα οι κάθε είδους ελεγκτικοί μηχανισμοί έχουν αποτύχει. Ούτε τα πειθαρχικά των δημοσίων υπαλλήλων ούτε τα δικαστήρια κάνουν σωστά τη δουλειά τους. Τα πρώτα βρίσκονται στο έλεος των συνδικαλιστών. Τα δεύτερα είναι ανοικτά στην αθέμιτη επιρροή των πολιτικών και, όπως πρόσφατα είδαμε, της ιδιόμορφης πολιτικής δύναμης της Εκκλησίας. Η επιρροή αυτών των οργανωμένων πολιτικών συμφερόντων επεμβαίνει στους βασικούς μηχανισμούς ελέγχου και τους καθιστά εξαρτημένους και ανενεργούς. Ο Συνήγορος του Πολίτη, ο Ελεγκτής της Δημόσιας Διοίκησης και το Ελεγκτικό Συνέδριο έρχονται τελευταίοι και καταϊδρωμένοι να διαπιστώσουν απλώς και μόνο την τέλεση των εγκλημάτων, χωρίς δυστυχώς να έχουν την εξουσία να βρίσκουν και να τιμωρούν σκληρά τους ενόχους – τον μόνο τρόπο με τον οποίο μπορούμε να προλαμβάνουμε τη διαφθορά.


Το σφάλμα του Πρωθυπουργού είναι η άρνησή του να δει ότι η πραγματική «διαπλοκή» δεν βρισκόταν στο ΠαΣοΚ και τους – υποτίθεται – εκλεκτούς επιχειρηματίες, αλλά σε κάτι πολύ πιο μόνιμο: στην ίδια τη δομή του κομματικού συστήματος και της κομματικής διαμάχης. Τα δύο μεγάλα πολιτικά κόμματα σήμερα έχουν επεκταθεί με κομματικές οργανώσεις σε κάθε πεδίο της επαγγελματικής και οικονομικής ζωής του τόπου. Οι διάφορες συνδικαλιστικές οργανώσεις τους δεν είναι παρά κυνικές οργανώσεις εξυπηρετήσεων και μηχανισμοί αμοιβαίως επωφελούς συνεργασίας. Είναι αυτόνομα κέντρα αθέμιτης και συχνά παράνομης επιρροής. Με αντάλλαγμα τις ψήφους των μελών τους εξασφαλίζουν προνόμια και ρουσφέτια για τις ηγεσίες τους – και τους συγγενείς τους. Αυτά τα δίκτυα εξασφαλίζουν την ατιμωρησία. Αυτό είναι το νόημα της πρόσφατης πρότασης του κ. Σουφλιά για τον κομματισμό στο Δημόσιο.


Ο Πρωθυπουργός έκλεισε τα μάτια στην πραγματικότητα αυτή, μια πραγματικότητα που σίγουρα βλέπει καθημερινά στο κόμμα του (και που σίγουρα έβλεπε και ο Κώστας Σημίτης στο δικό του). Στηρίχθηκε στην πραγματικότητα αυτή και δεν έκανε τίποτε για να την αλλάξει. Τώρα κατηγορεί άλλους.


Υπάρχει όμως μια απλή λύση, στο πνεύμα της πρότασης του κ. Σουφλιά. Αν ήθελε ο Πρωθυπουργός, θα μπορούσε να διαλύσει όλες τις συνδικαλιστικές οργανώσεις της ΝΔ και να ζητήσει και από το ΠαΣοΚ να πράξει το ίδιο. Συνδικαλισμός και κόμματα θα πρέπει για τα επόμενα είκοσι χρόνια να χωριστούν εντελώς και ώσπου να ξεχαστούν οι συνήθειες του παρελθόντος να παραμείνουν χωριστά. Απίθανο; Μόνο διότι οι κομματικές ηγεσίες σήμερα αδυνατούν να συγκρουστούν με το δικό τους «βαθύ κράτος», το δίκτυο μεσαίων στελεχών που, χωρίς να ελπίζουν να γίνουν βουλευτές ή υπουργοί, λυμαίνονται το Δημόσιο και το δημόσιο χρήμα και σε αντάλλαγμα κρατούν τα κόμματα σε λειτουργία.


* Αντίσταση στη διαπλοκή


Υπάρχει άλλος τρόπος; Ναι, υπάρχει. Οσοι από εμάς παραμένουμε κοντά στο κέντρο του πολιτικού φάσματος μπορούμε ενεργά να στείλουμε ένα φιλικό μήνυμα προς το ΠαΣοΚ και τη Νέα Δημοκρατία σε όλους τους συνδικαλιστικούς χώρους και, αν γίνεται, και την τοπική αυτοδιοίκηση, που επίσης υποφέρει από τις ίδιες ασθένειες. Να τους πούμε ότι στη σημερινή ελληνική πραγματικότητα τα κόμματα θα πρέπει να υπάρχουν μόνο μέσα στο κοινοβούλιο και να σταματήσουν να ελέγχουν κάθε επίπεδο της κοινωνικής και οικονομικής ζωής. Ο κομματισμός στη σημερινή Ελλάδα δημιουργεί τις προϋποθέσεις για τη διαφθορά.


Ο κ. Παύλος Ελευθεριάδης είναι λέκτορας Νομικής στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.