Η διαφθορά δεν αποτελεί ελληνική ιδιομορφία. Στη χώρα μας όμως, όπως δείχνουν τα πρόσφατα σκάνδαλα, το φαινόμενο έχει πάρει τεράστιες διαστάσεις – με αποτέλεσμα την απαξίωση της πολιτικής (και των πολιτικών) και τη διάβρωση των δημοκρατικών θεσμών. Για να εξηγήσουμε το φαινόμενο πρέπει να δούμε την ιστορική του διάσταση.


Στα χρόνια της επανάστασης, στο πλαίσιο των αγώνων για τη διαμόρφωση του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, μπορούμε να διακρίνουμε μια βασική διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στους δυτικά επηρεασμένους «εκσυγχρονιστές» και στους τοπικούς «παραδοσιακούς» άρχοντες. Οι τελευταίοι στόχευαν στη διατήρηση του εθιμικού δικαίου και σε μια αποκεντρωμένη εκτελεστική εξουσία που θα άφηνε ανέπαφα τα δικά τους προνόμια. Από την άλλη μεριά, οι εκσυγχρονιστές μάχονταν για την εισαγωγή δυτικών νομικών κωδίκων και για έναν ισχυρό, συγκεντρωτικό κρατικό μηχανισμό – ικανό να ενοποιήσει τη χώρα καθώς και να αμβλύνει τη στρατιωτική και πολιτική αυτονομία των προυχόντων.


Στη βασική αυτή σύγκρουση οι παραδοσιακές ελίτ είχαν το πάνω χέρι – με την έννοια ότι, επειδή ήταν βαθύτερα ριζωμένες στον ελλαδικό χώρο, μπορούσαν να ελέγχουν πολύ πιο αποτελεσματικά τους τοπικούς πόρους. Από την άλλη μεριά όμως οι εκσυγχρονιστές όχι μόνο είχαν διοικητικές, διπλωματικές και νομικές ικανότητες/γνώσεις αλλά παράλληλα είχαν και την υποστήριξη των αστών της διασποράς και των ξένων δυνάμεων. Ετσι κατόρθωσαν να επιβάλουν τον δυτικό τύπο διοικητικής οργάνωσης. Ωστόσο η νίκη τους ήταν πύρρειος: οι τοπικοί προύχοντες, έπειτα από πολύχρονη αντίσταση, αναγκάστηκαν μεν να αποδεχτούν το ξενόφερτο συγκεντρωτικό και νομικό πλαίσιο, αλλά από την άλλη μεριά πέτυχαν να αντισταθμίσουν την απώλεια της τοπικής τους αυτονομίας ελέγχοντας τις θέσεις-κλειδιά της συνεχώς διογκούμενης κεντρικής δημόσιας διοίκησης.


* «Τζάκια» και εξουσία


Για τέτοιου είδους έλεγχο οι εισαγόμενοι κοινοβουλευτικοί θεσμοί προσφέρονταν θαυμάσια. Τα περίφημα «τζάκια», δηλαδή οι ολιγαρχικές οικογένειες που κυριαρχούσαν στις διάφορες περιοχές της χώρας σε όλο τον 19ο αιώνα, χρησιμοποιούσαν το αντιπροσωπευτικό σύστημα διακυβέρνησης ως το κύριο μέσο για την προστασία των προνομίων τους, καταφέρνοντας να ελέγξουν την εκλογική διαδικασία μέσω παραδοσιακών μορφών χειραγώγησης. Ο έλεγχος της κρατικής μηχανής από κόμματα που ήταν ουσιαστικά λέσχες προυχόντων-πατρώνων, οδηγούσε σε μαζικές προσλήψεις των «ημετέρων» έπειτα από κάθε κυβερνητική αλλαγή. Αυτή η κατάσταση δημιούργησε έναν παρασιτικό κρατικό γιγαντισμό. Για παράδειγμα, προς τα τέλη του 19ου αιώνα η Ελλάδα είχε – αναλογικά με τον πληθυσμό της – επτά φορές περισσότερους δημοσίους υπαλλήλους απ’ ό,τι η βιομηχανική Αγγλία. Στην περίπτωση της Αγγλίας η πρώιμη εκβιομηχάνιση σήμαινε πως η ανάπτυξη του κράτους έγινε σε ένα πλαίσιο όπου οι οργανωμένες τάξεις των βιομηχανικών εργατών και εργοδοτών λειτούργησαν ως αντίβαρα στον κρατικό αυταρχισμό και στην κυβερνητική αυθαιρεσία. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο βλέπουμε τον σταδιακό μετασχηματισμό των αγγλικών παραδοσιακών/πελατειακών κομμάτων σε μαζικά κόμματα αρχών. Στην προβιομηχανική Ελλάδα του 19ου αιώνα από την άλλη μεριά, τέτοια αντίβαρα δεν υπήρχαν και τα κόμματα σε όλη την περίοδο του παλαιοκομματισμού διατήρησαν τα πελατειακά/ρουσφετολογικά χαρακτηριστικά τους.


* Οι βενιζελικοί βαρόνοι


Στον Μεσοπόλεμο, ο Βενιζέλος προσπάθησε να «εκσυγχρονίσει» το κόμμα του, αλλά η αντίδραση των βενιζελικών «βαρόνων» που ήλεγχαν τα τοπικά πελατειακά δίκτυα οδήγησε σε πλήρη αποτυχία του εγχειρήματος. Τα ελληνικά πολιτικά κόμματα διατήρησαν τον επιμεριστικό, πελατειακό χαρακτήρα τους ως τη δικτατορία των συνταγματαρχών. Οσο για τη Μεταπολίτευση, σε αυτή την περίοδο οι κομματικοί σχηματισμοί μαζικοποιήθηκαν χωρίς όμως να εκδημοκρατισθούν – χωρίς δηλαδή να αμβλύνουν τα λαϊκιστικά και πελατειακά χαρακτηριστικά τους. Ετσι, με τη μαζικοποίηση των κομμάτων βλέπουμε και τη μαζικοποίηση της διαφθοράς. Οπως με την οικονομική ανάπτυξη οι κρατικοί πόροι αυξάνονται γεωμετρικά, το εκάστοτε κυβερνών κόμμα είναι σε θέση να εμπεδώσει και να επεκτείνει την εκλογική του βάση μέσω της συστηματικής πατρωνίας. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο οι υπόγειες παράνομες διασυνδέσεις μεταξύ στελεχών – δημοσίων λειτουργών και ιδιωτών/επιχειρηματιών πολλαπλασιάζονται σε βάρος όλων αυτών που βρίσκονται εκτός πελατειακών κυκλωμάτων.


Τέλος, τα πελατειακά χαρακτηριστικά του πολιτικού συστήματος διαιωνίζονται μέσω ενός ιδεολογικού μηχανισμού ο οποίος βλέπει τη διαφθορά/διαπλοκή ως συγκυριακό φαινόμενο που έχει απλά να κάνει με το «ήθος» των κυβερνώντων. Ετσι, η εκάστοτε αντιπολίτευση κατηγορεί την κυβέρνηση για ανήθικους χειρισμούς, ενώ όταν έρχεται στα πράγματα ακολουθεί τις ίδιες παράνομες πρακτικές. Για παράδειγμα, σήμερα οι ατελείωτες αλληλοκατηγορίες μεταξύ «πρασίνων» και «γαλάζιων» συσκοτίζουν το θέμα αφού βασίζονται στην απλοϊκή ιδέα πως το πρόβλημα της διαπλοκής μπορεί να λυθεί στο επίπεδο της ηθικολογίας και των καλών προθέσεων.


Τα παραπάνω δεν σημαίνουν βέβαια ούτε πως όλοι οι πολιτικοί είναι διαπλεκόμενοι ούτε πως η μεταρρύθμιση δεν είναι δυνατή. Η ουσιαστική αλλαγή όμως προϋποθέτει μηχανισμούς ελέγχου που να είναι σχετικά ανεξάρτητοι από το κομματικοκρατικό σύστημα – αφού η κυβέρνηση, τα κόμματα και η δημόσια διοίκηση αποτελούν συστατικά στοιχεία του προβλήματος.


Με δεδομένο το παραπάνω πλαίσιο, τι είδους έλεγχοι χρειάζονται για την έστω μερική πάταξη της διαφθοράς/διαπλοκής σήμερα;


Ας δούμε τρεις διαφορετικούς τύπους ελέγχου που, σε συνδυασμό, θα μπορούσαν να αμβλύνουν τα πελατειακά χαρακτηριστικά του πολιτικού μας συστήματος.


* Εξωτερικοί έλεγχοι


Η παγκοσμιοποίηση δίνει τη δυνατότητα σε μια κυβέρνηση να αναβαθμίσει σημαντικά τις ελεγκτικές της ικανότητες με τη βοήθεια πολυεθνικών εταιρειών που προσφέρουν υψηλού επιπέδου υπηρεσίες ελέγχου. Θα δώσω ένα συγκεκριμένο παράδειγμα: Πριν από μερικά χρόνια, υπό την πίεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε να αναθέσει σε ξένη εταιρεία διεθνούς κύρους (ISMES, στα ελληνικά ΕΣΠΕΛ: Σύμβουλος Ποιοτικού Ελέγχου Εργων) τον δειγματοληπτικό έλεγχο των δημοσίων έργων. Οπως ήταν προβλεπτό, ο ΕΣΠΕΛ διαπίστωσε μια θλιβερή και απαράδεκτη κατάσταση και σε ό,τι αφορά την κατασκευή των έργων και σε ό,τι αφορά τον τρόπο ελέγχου τους από τις κρατικές επιβλέπουσες αρχές (στο επίπεδο ΥΠΕΧΩΔΕ, νομαρχιών, περιφερειών, δήμων. Βλ. σχετικό άρθρο στην «Καθημερινή» 11.11.1998).


Με βάση αυτά τα αποκαλυπτικά στοιχεία η κυβέρνηση αποφάσισε να ανανεώσει ως τον Ιούνιο του 1999 τη συμφωνία με τον ΕΣΠΕΛ, ο οποίος προχώρησε σε έναν πιο εκτεταμένο έλεγχο. Επίσης ο αρμόδιος υφυπουργός του ΥΠΕΧΩΔΕ αποφάσισε να παραπέμψει στο κρατικό Σώμα Επιθεωρητών Δημοσίων Εργων την έκθεση του ΕΣΠΕΛ με στόχο «να αποκατασταθούν τα ελαττώματα και να ξεκινήσει η διαδικασία επιβολής προστίμων και πειθαρχικών ποινών σε εργοληπτικές επιχειρήσεις που έχουν ευθύνες» («Ελευθεροτυπία», 11.11.1998, σελ. 58).


Το πρόβλημα με αυτή την αντιμετώπιση είναι ότι ευθύνες δεν έχουν μόνο οι εργοληπτικές επιχειρήσεις αλλά και οι κρατικές τεχνικές υπηρεσίες που δεν κάνουν (για προφανείς λόγους) ουσιαστικό έλεγχο. Αν έτσι έχει το πράγμα, είναι παράλογο να ανατίθεται στους ίδιους κρατικούς υπαλλήλους, που είναι συνυπεύθυνοι με τους εργολάβους για την κακή ποιότητα των έργων, η εφαρμογή των πορισμάτων της έκθεσης του ΕΣΠΕΛ. Το Σώμα Επιθεωρητών Δημοσίων Εργων θα έπρεπε να αρχίσει επιβάλλοντας πρόστιμα και ποινές στον εαυτό του!


Πώς μπορεί να βγει κανείς από αυτόν τον φαύλο κύκλο; Νομίζω με το να πάει η κυβέρνηση ένα βήμα πιο πέρα και να διευρύνει προς όλες τις κατευθύνσεις την ελεγκτική δραστηριότητα ξένων επιχειρήσεων διεθνούς κύρους. Ηδη η περίπτωση ΕΣΠΕΛ δείχνει ότι τουλάχιστον μερικές σοβαρές ατασθαλίες βγήκαν στη φόρα, αφού η λογική του λαδώματος και της μίζας λειτουργεί πολύ πιο δύσκολα στην περίπτωση ξένων ελεγκτικών εταιρειών, που για να διατηρήσουν το διεθνές κύρος τους είναι αναγκασμένες να δρουν αντικειμενικά / ορθολογικά.


* Εσωτερικοί έλεγχοι


Η χρήση υπηρεσιών ελέγχου από το εξωτερικό σε ό,τι αφορά τα μεγάλα έργα δεν μπορεί βέβαια από μόνη της να λύσει το πρόβλημα της διαφθοράς / διαπλοκής. Οι εσωτερικοί έλεγχοι είναι απαραίτητοι. Οι κρατικές ελεγκτικές υπηρεσίες, επειδή είναι μέρος του προβλήματος, δεν επαρκούν. Υπάρχει άμεση ανάγκη ενός νέου θεσμικού οργάνου που, με διακομματική συναίνεση, θα δρα ανεξάρτητα από τα κόμματα και την εκάστοτε κυβέρνηση. Ενα τέτοιο όργανο θα μπορούσε να έχει επικεφαλής μια προσωπικότητα κοινής αποδοχής (π.χ. από τον χώρο της Δικαιοσύνης), καθώς και ειδικευμένο προσωπικό το οποίο δεν θα διορίζεται από την κυβέρνηση (όπως η «γαλάζια» Επιτροπή Ανταγωνισμού).


Με βάση την ουσιαστική αυτονομία από κυβέρνηση και κόμματα, ένας τέτοιος οργανισμός θα είχε ως στόχο τη συστηματική έρευνα για την εντόπιση των διαφόρων παράνομων μηχανισμών διαπλοκής που, ως γνωστόν, διαφέρουν από χώρο σε χώρο. Θα είχε επίσης ως στόχο την επιβολή κυρώσεων καθώς και τον συστηματικό έλεγχο της εφαρμογής αυτών των κυρώσεων. Οσο για τη δημοκρατική νομιμοποίηση θα μπορούσε, όπως ο Συνήγορος του Πολίτη, να υπαχθεί κάτω από τον έλεγχο διακομματικής κοινοβουλευτικής επιτροπής της Βουλής.


Με τα παραπάνω δεν θέλω να υποτιμήσω τον ρόλο που άμεσα νομικά μέτρα μπορούν να παίξουν στην άμβλυνση της διαφθοράς / διαπλοκής. Το πιο προφανές είναι η αλλαγή του εκλογικού μας συστήματος. Το σύστημα του σταυρού προτίμησης, ιδίως στις πολυεδρικές περιφέρειες, οξύνει τον ανταγωνισμό μεταξύ υποψηφίων του ίδιου κόμματος. Μέσα στο ανταγωνιστικό αυτό πλαίσιο τα χρηματικά ποσά που είναι αναγκαία για μια σοβαρή εκλογική καμπάνια είναι τεράστια.


Αυτό οδηγεί αναγκαστικά (τουλάχιστον τους μη εύπορους πολιτευτές) στη διαπλοκή (βλ. σχετικό άρθρο του Π. Τσίμα στα «Νέα», 23.9.2006). Ετσι ο σταυρός προτίμησης γίνεται ένας από τους κύριους μηχανισμούς με βάση τους οποίους η οικονομική δύναμη μετατρέπεται σε πολιτική.


Η πρόσφατη πρόταση του υπουργού ΠΕΧΩΔΕ για την αλλαγή του εκλογικού συστήματος και την υιοθέτηση του γερμανικού μοντέλου μπορεί να δημιουργεί προβλήματα και σε πρακτικό και σε συνταγματικό επίπεδο, αλλά σαφώς δείχνει προς ποια κατεύθυνση πρέπει να πορευθούμε αν θέλουμε πραγματικά την άμβλυνση της διαπλοκής. Βέβαια πέρα από αυτή τη δύσκολη αλλά σημαντική αλλαγή, έχουν προταθεί διάφορες άλλες συνταγές για την πάταξη της διαφθοράς, όπως για την άρση του φορολογικού απορρήτου, την υποχρέωση όλων των δημοσίων οργανισμών / επιχειρήσεων να δημοσιεύουν ισολογισμό, τη μεγαλύτερη διαφάνεια στον χώρο των ΜΜΕ κ.λπ. (βλ. «Καθημερινή», 24.9.2006, σελ. 7).


Η βασική προϋπόθεση όμως για να πετύχουν όλα τα παραπάνω μέτρα είναι μια διακομματική συμφωνία που θα έχει ως στόχο την άμβλυνση της κομματικοκρατίας, δηλαδή τη μεταφορά εξουσιών από τα κόμματα και την κυβέρνηση σε θεσμούς που θα λειτουργούν ως αντίβαρα στην κομματική αυθαιρεσία.


* Εσωτερικευμένοι έλεγχοι


Στη χώρα μας αγαπάμε την πατρίδα μας κατά έναν γενικό, αφηρημένο τρόπο. Είμαστε υπερήφανοι για την αρχαιοελληνική μας κληρονομιά, για τον ηρωισμό των προγόνων μας, για τη «μοναδικότητα της φυλής», για τις φυσικές ομορφιές της χώρας μας κ.λπ. Οταν όμως ως πολίτες βρισκόμαστε αντιμέτωποι με συγκεκριμένα προβλήματα που αφορούν το κοινωνικό σύνολο και η λύση των οποίων απαιτεί συμμόρφωση σε βασικούς κανόνες συμπεριφοράς τότε ο πατριωτισμός μας εξαφανίζεται. Από την έλλειψη σεβασμού για το περιβάλλον ως τη συστηματική φοροδιαφυγή και τη συχνή εμπλοκή μας σε ρουσφετολογικού τύπου μικροσυναλλαγές – όλοι μας λίγο-πολύ συμπεριφερόμαστε κατά τρόπο που αναπαράγει τα πελατειακά χαρακτηριστικά της κοινωνίας μας. Οι επιμεριστικές συμπεριφορές που αποτελούν συστατικό στοιχείο της πολιτικής μας κουλτούρας (και που έχουν εν μέρει τις ρίζες τους στην οθωμανική κληρονομιά) δεν αλλάζουν βέβαια από τη μια μέρα στην άλλη. Μπορεί όμως να αλλάξουν σταδιακά μέσω της εκπαίδευσης. Μέσω της εκκοινώνησης της εσωτερίκευσης αξιών και κανόνων που συνδέονται με αυτό που οι αγγλοσάξονες ονομάζουν civic spirit (το ότι δεν υπάρχει αντίστοιχος ελληνικός όρος είναι ενδεικτικό της απουσίας της συγκεκριμένης νοοτροπίας από την κουλτούρα μας).


Ο κ. Νίκος Μουζέλης είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας της London School of Economics.