Το νεαρό ζευγάρι με τη μοτοσικλέτα δεν είχε αντίρρηση να συζητήσει με τον δάσκαλό του τις πολιτικές συνεπαγωγές που κάθε φορά προκύπτουν από τους τρόπους εφαρμογής μιας πολιτικής «εκμοντερνισμού» («modernization»). Με ρωτούν πώς επιτελείται η ευθυγράμμιση με την εκάστοτε «νέα» φάση του ιστορικού χρόνου και με ποια κριτήρια αυτή καταγράφεται. Υπάρχει, λανθάνον ή όχι, «πρότυπο» σ’ αυτή τη γραφική παράσταση; Τέλος, πώς ορίζεται η «ανάπτυξη»;


Πρόσφατα είχαν εντρυφήσει σε άγγλους μελετητές της εργατικής κυβέρνησης του Wilson που αποφαίνονταν ότι ο «εκσυγχρονισμός» αποτελεί την «ιδεολογία του ατελεύτητου παρόντος». Δηλαδή, στο μέτρο που λειτουργεί ως «εργαλείο για τη ρήξη με το παρελθόν δίχως να προετοιμάζει κανένα μέλλον», δεν μπορεί παρά να υπονοεί ότι «συμβαίνουν όλα τώρα». Αντιστρέφω την αιχμή των προτεραιοτήτων: κάθε απόπειρα «συγχρονισμού» με τα καθ’ ημάς θεωρητικά συμφραζόμενα της ελληνικής πολιτικής σκηνής είναι ευκταία ή απευκταία;


Συχνά ο δημόσιος λόγος πολιτικών, και των δύο φύλων, είναι «υποκριτικός». Αλλα λέγονται και άλλα υπονοούνται. Με ένα περυσινό παράδειγμα: για πρώτη φορά δημοσιοποιήθηκε ο απολογισμός μιας οκτάχρονης διακυβέρνησης της χώρας. Με αρχή, μέση και τέλος για πρώτη φορά, ας το επαναλάβω, συνεκτιμάται η ανάγκη του δημοσίου ελέγχου μιας πολιτικής που ασκήθηκε στη χώρα μας, σε συγκεκριμένη χρονική περίοδο, με ορισμένο «ιδεολογικό στίγμα» και με οριοθετημένο «μέτωπο κοινωνικών δυνάμεων».


Απορώ, τουλάχιστον, με όσους/ες πολιτικούς δήλωναν σε τηλεοπτικό ακροατήριο ότι δεν έχουν διαβάσει ακόμη το βιβλίο του Κ. Σημίτη: Πολιτική για μια δημιουργική Ελλάδα, 1996-2004. Να υποθέσω ότι αδυνατούσαν να το μελετήσουν; Επιπλέον, όταν διατείνονταν ότι τους ενδιαφέρει αποκλειστικά το μέλλον, να συμπεράνω ότι δεν χαλάλιζαν λίγο από τον πολύτιμο χρόνο τους για να διακριβώσουν τι ακριβώς συνέβη κάποια χρόνια νωρίτερα; Απλούστερα, δύο φορές δεν καταλαβαίνουν, δέσμιοι ενός «φιλονεϊσμού» με κάθε τίμημα, ότι όσα διαλαμβάνει αυτό το βιβλίο αφορούν και την τρέχουσα διακυβέρνηση της χώρας από τη Νέα Δημοκρατία, την «παράταξη των κατεχόντων» και των «μεγάλων οικονομικών συμφερόντων». Δηλαδή αποτελούν και τον καθρέφτη του τρόπου άσκησης της δικής τους αντιπολιτευτικής πρακτικής.


Η στήλη αυτή δεν είναι βιβλιοκριτική. Θα επιλέξω λοιπόν ένα σημείο από το καλογραμμένο πολυσέλιδο βιβλίο για να μετάσχω στη συζήτηση που εξακολουθεί να εμφανίζεται ανοιχτή. Τούτο αφορά τον τρόπο κατανόησης των κοινωνικών ερεισμάτων μιας πολιτικής. Προφανώς υπάρχουν και άλλα συζητήσιμα σημεία. Για παράδειγμα, αν για τις σχέσεις του ΠαΣοΚ με τον Συνασπισμό φταίει αποκλειστικά ο τελευταίος, τι ακριβώς συνέβη με το Χρηματιστήριο ή ποιος πράγματι είναι ο απολογισμός της «μεταρρύθμισης» στη Μέση Εκπαίδευση. Επιπλέον, γιατί η ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ενωση είχε την ευρύτερη επιδοκιμασία και αντίστοιχα το Σχέδιο Αναν την ευρύτερη αποδοκιμασία.


Σύμφωνα με τον συγγραφέα του βιβλίου, «η εφαρμογή μιας εκσυγχρονιστικής πολιτικής», μέσα από «αναγκαίες αντιπαραθέσεις και επιβεβλημένες ρήξεις», προϋπέθετε τη «στήριξή της από όλες τις δυνάμεις της εργασίας». Σε τι συνίστατο αυτός ο «εκσυγχρονισμός» που δεν έχει «ημερομηνία λήξης»; Αντιμετωπίζεται ως μια «διαρκής πολιτική-κοινωνική διεργασία», της οποίας το περιεχόμενο καθορίζεται σε «κάθε συγκεκριμένη ιστορική στιγμή» με γνώμονα «αξίες». Ετσι στις μόνιμες επιδιώξεις ενός σοσιαλιστικού κόμματος ανήκει «κυρίως η επέκταση της δημοκρατίας, η κοινωνική δικαιοσύνη, η συνεχής διεύρυνση των δυνατοτήτων του ατόμου και μια ζωή με ολοένα λιγότερη αλλοτρίωση και καταπίεση».


Για να επανέλθω: προγραμματικά ποιες κοινωνικές δυνάμεις καλούνται να στηρίξουν την εφαρμογή μιας «εκσυγχρονιστικής πολιτικής»; Κατά τον συγγραφέα του βιβλίου οι αποδέκτες ήταν «όλες οι δυνάμεις της εργασίας», δηλαδή «όλοι εκείνοι που η επιβίωσή τους εξαρτιόταν από την προσωπική τους εργασία». Με την αναγνώριση της «πολυμορφίας» της ελληνικής κοινωνίας και συναφώς με την πρόθεση να «μη στηριχτεί σε μια ομάδα ή τάξη», το κυβερνών κόμμα των ετών 1996-2004 απευθύνθηκε σε «όλους όσοι έχουν ως κεντρικό άξονα του κοινωνικού τους προβληματισμού τη δουλειά τους».


Από το πρόγραμμα όμως στην εφαρμογή: υπήρξε τάχα η «παράταξη όχι μόνο των μη προνομιούχων αλλά όλων των εργαζομένων»; Υπήρξε μια τέτοια προσδοκώμενη ανταπόκριση και από την πλευρά των «κοινωνικών δυνάμεων»; Πόσο και γιατί κράτησε και επομένως πότε και γιατί αυτές απέσυραν την εμπιστοσύνη τους; Από τους προγραμματικούς αποδέκτες ως τους πραγματικούς φορείς μιας πολιτικής η γραμμή που τους ενώνει ή που τους διαφοροποιεί επιβάλλεται κάθε φορά να αποτυπώνεται με ακρίβεια. Στο θέμα μας: μήπως τα συγκεκριμένα ερείσματα μιας τέτοιας πολιτικής ήταν η «διεθνοποιημένη επιχειρηματική τάξη», η «μεσαία τάξη του εσωστρεφούς τομέα» και οι «προστατευόμενοι» μισθωτοί; Αν έτσι έχουν τα πράγματα, μπορεί να ερευνηθεί με διαφορετικό τρόπο τι έκρινε και την τελική έκβαση της πολιτικής του ΠαΣοΚ υπό την ηγεσία Σημίτη και του διαδόχου του.


Ο κ. Παναγιώτης Νούτσος είναι καθηγητής της Κοινωνικής και Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.