Τα συνδικάτα αποτελούν μαζικές εθελοντικές οργανώσεις των μισθωτών εργαζομένων και έχουν ως έργο τους την εκπροσώπηση, την προάσπιση και την προώθηση των συμφερόντων των μελών τους (Ν. Παλαιολόγος, 2006). Με άλλα λόγια, τα συνδικάτα ως έκφραση της συλλογικής εκπροσώπησης των μισθωτών, με στόχο την ικανοποίηση των συμφερόντων τους απέναντι στην πολιτική του κεφαλαίου, αντλούν τη δυναμική της εμφάνισης και ανάπτυξής τους από την ιστορική και κοινωνική εξέλιξη η οποία συνέτεινε στην παράλληλη ανάπτυξη του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και στη συνεπαγόμενη δημιουργία του κόσμου της μισθωτής εργασίας.


Στο πλαίσιο αυτό, τα συνδικάτα τα οποία δημιουργούνται και αναπτύσσονται με τη βιομηχανική επανάσταση από τις αρχές του 19ου αιώνα κατανοούν αφενός τον εαυτό τους ως εκπρόσωπο των γενικών συμφερόντων του κόσμου της μισθωτής εργασίας και ως κίνημα που δεν αποσκοπεί μόνο στη βελτίωση των συνθηκών ζωής και εργασίας των εργαζομένων, αφετέρου τον ρόλο τους ως κοινωνικού και πολιτικού κινήματος χειραφέτησης της εργατικής τάξης.


Ετσι, η συνδικαλιστική λειτουργία (έννοια είδους) με κοινωνική βάση την εργασία (έννοια γένους) αποτελούν συστατική συνιστώσα της κοινωνικής και δημοκρατικής οργάνωσης των σύγχρονων κοινωνιών.


Η παρατήρηση αυτή σημαίνει ότι οι απόψεις για περιορισμό ή κατάργηση της δράσης των συνδικαλιστικών οργανώσεων με διάφορες μορφές και τρόπους στον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα της ελληνικής οικονομίας ακουμπούν, εκτός των άλλων, τον εύθραυστο φλοιό του πυρήνα της δημοκρατίας (πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα), η διάρρηξη του οποίου θα δημιουργήσει κοινωνικές εκρήξεις και σοβαρές παθογένειες στη λειτουργία της ελληνικής δημοκρατίας.


Ειδικότερα, τα ελληνικά και ευρωπαϊκά συνδικάτα σήμερα αντιμετωπίζουν νέες προκλήσεις από τις εφαρμοζόμενες μακροοικονομικές πολιτικές, οι οποίες αναφέρονται κυρίως στην ανατροπή του προτύπου της κρατικής παρέμβασης στις αγορές αγαθών, χρήματος και εργασίας(κατάργηση συλλογικών συμβάσεων εργασίας, αμφισβήτηση της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, ευελιξία στις εργασιακές σχέσεις, ποινικοποίηση των απεργιακών κινητοποιήσεων κτλ.), στο πλαίσιο ενός μοντέλου φιλελευθεροποίησής τους, διεθνοποίησης των αγορών κεφαλαίου, χρήματος και εργασίας, καθώς και αυτονόμησής τους από την πραγματική οικονομία.


Ακριβώς αυτές οι εξελίξεις στην Ελλάδα και στις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης συνιστούν το «νέο κοινωνικό ζήτημα», την επίλυση του οποίου οι κοινωνικές δυνάμεις δεν μπορεί να μη θέσουν στις στρατηγικές τους διεκδικήσεις. Από την άποψη αυτή, αξίζει να σημειωθεί ότι το συνδικαλιστικό κίνημα έχει μακρά και ιστορική εμπειρία επίλυσης, τηρουμένων των αναλογιών, του «κοινωνικού ζητήματος» που δημιουργήθηκε τον 19ο αιώνα με την κοινωνική εξαθλίωση μεγάλου μέρους του πληθυσμού, με την οργανωμένη και έντονη αντίδραση της εργατικής τάξης.


Πράγματι, στην εποχή του «κοινωνικού ζητήματος» του 19ου αιώνα η οργανωμένη αντίδραση των συνδικάτων διέψευσε τις φιλελεύθερες προσδοκίες ότι η ανεξέλεγκτη λειτουργία της αγοράς θα οδηγούσε στην αρμονική κοινωνική αυτορρύθμιση, συνοχή και ευημερία. Κατέστησε επίσης αναγκαία την επανατοποθέτηση του ζητήματος της κοινωνικής και πολιτικής θέσης των εργατικών στρωμάτων και της οικονομικής και κοινωνικής αναπαραγωγής του συστήματος παραγωγής, με αποτέλεσμα την αποτροπή της κοινωνικής αποδιοργάνωσης που είχε αρχίσει να συντελείται με τη δημιουργία και εμφάνιση του «κοινωνικού ζητήματος» του 19ου αιώνα.


Στα τέλη του 20ού αιώνα και στις αρχές του 21ου αιώνα, δηλαδή εκατό χρόνια μετά, η κυρίαρχη πρόκληση που αντιμετωπίζει το ελληνικό και το ευρωπαϊκό συνδικαλιστικό κίνημα είναι η επίλυση του «νέου κοινωνικού ζητήματος».


Τα συνδικάτα σήμερα προκαλούνται με τους αγώνες τους να διαψεύσουν την προσδοκία ότι η μετεξέλιξη της ελληνικής και ευρωπαϊκής οικονομίας σε κοινωνικοοικονομικούς σχηματισμούς φθηνού κόστους εργασίας και εργασιακής και κοινωνικής ανασφάλειας θα οδηγήσει σε βελτίωση του επιπέδου ανταγωνιστικότητας και σε μείωση της ανεργίας στην Ελλάδα και στα άλλα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης.


Στην κατεύθυνση αυτής της στρατηγικής, οι συνδικαλιστικοί αγώνες στην Ελλάδα και στην Ευρωπαϊκή Ενωση θα γίνουν περισσότερο εναλλακτικοί για τους εργαζομένους και αποτελεσματικοί για την κοινωνία με την αποτροπή της συντελούμενης κοινωνικής και συνδικαλιστικής αποδιοργάνωσης, εφόσον θα εμπνεύσουν τους/τις νέους/ες εργαζόμενους/ες και θα προτάξουν μια σαφή, συνεκτική και συγκροτημένη εναλλακτική πρόταση κοινωνικοοικονομικής προοπτικής με ποιότητα, καινοτομία, ασφάλεια στην εργασία, πραγματική σύγκλιση, αναδιανομή του εισοδήματος και ενδυνάμωση της κοινωνικής προστασίας και συνοχής.


Το αποτέλεσμα αυτής της συνδικαλιστικής στρατηγικής θα είναι η συνειδητοποίηση για την αναγκαιότητα υλοποίησης της εναλλακτικής πρότασης του συνδικαλιστικού κινήματος των «αποτελεσματικών οικονομιών και των αλληλέγγυων κοινωνιών», αναδεικνύοντας, για μία ακόμη φορά μέσα σ’ έναν αιώνα, τον καθοριστικής σημασίας ιστορικό ρόλο του εργατικού κινήματος, ως κοινωνικού πρωταγωνιστή και όχι ως παθητικού θεατή των οικονομικών και κοινωνικών εξελίξεων.


Ο κ. Σάββας Γ. Ρομπόλης είναι καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου, επιστημονικός διευθυντής του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ.