«Τι σημαίνει να υπάρχουν στο Δημόσιο η ΔΑΚΕ και οι άλλες συνδικαλιστικές οργανώσεις; Να πάνε να γραφτούν στην οργάνωση της γειτονιάς τους. Ο κομματισμός βλάπτει τη δημόσια διοίκηση» τόνισε ο υπουργός ΠΕΧΩΔΕ κ. Γ. Σουφλιάς μιλώντας με δημοσιογράφους στα Γιάννενα στις 28 Σεπτεμβρίου, όπου βρισκόταν στο πλαίσιο περιοδείας του. Η δήλωσή του αυτή προκάλεσε οξύτατες αντιδράσεις από τα κόμματα της αντιπολίτευσης, από τους εκπροσώπους των συνδικαλιστικών οργανώσεων, συμπεριλαμβανομένης και της ΔΑΚΕ, αλλά και από στελέχη της ΝΔ που δεν συμφωνούν με το γερμανικό μοντέλο που προωθεί ο κ. Σουφλιάς. Εθεσε όμως και ερωτήματα προς συζήτηση και προβληματισμό: Η άμβλυνση της τάσης των κομμάτων να χειραγωγούν τις συνδικαλιστικές ηγεσίες μπορεί να οδηγήσει στην αναζωογόνηση του συνδικαλισμού; Εκφράζουν τα συνδικάτα την κοινωνία; Μπορούν να αντεπεξέλθουν στις σύγχρονες προκλήσεις; Σε αυτά απαντά το σημερινό αφιέρωμα των «Νέων Εποχών».


Στην πρώιμη εκβιομηχάνιση η έλλειψη οργάνωσης των εργατών οδήγησε σε μια ανισορροπία μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας. Οδήγησε σε μισθούς πείνας, σε απάνθρωπες συνθήκες εργασίας και στη γενική εξαθλίωση της εργατικής τάξης. Η ανάπτυξη της μαζικής συνδικαλιστικής οργάνωσης και δράσης προς τα τέλη του 19ου αιώνα άμβλυνε την παραπάνω ανισορροπία. Οι αγώνες των δυτικοευρωπαϊκών συνδικάτων και των εργατικών κομμάτων δεν προώθησαν μόνο τα δικαιώματα των βιομηχανικών εργατών, αλλά και αυτά όλου του εργαζόμενου πληθυσμού – αφού οδήγησαν στην ανάπτυξη του κράτους πρόνοιας και, πιο γενικά, στον εξανθρωπισμό του καπιταλισμού.


Στη σημερινή κατάσταση όμως βλέπουμε μια νέα ανισορροπία μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας. Οι ψηφιακές τεχνολογίες και το άνοιγμα των παγκόσμιων αγορών δημιούργησαν ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο το κεφάλαιο έχει πολύ μεγαλύτερη κινητικότητα από την εργασία. Αυτό το συγκριτικό πλεονέκτημα θέτει στενά όρια στην αποτελεσματικότητα της συνδικαλιστικής δράσης. Στις διεκδικήσεις των συνδικάτων για υψηλότερους μισθούς και καλύτερες συνθήκες εργασίας το κεφάλαιο μπορεί να απαντήσει με τη φυγή σε χώρες όπου η εργασία είναι φτηνή και η νομοθετική θέσπιση των εργατικών δικαιωμάτων καχεκτική ως ανύπαρκτη.


Μια σαφής ένδειξη της αδυναμίας του συνδικαλιστικού κινήματος σήμερα είναι η σταδιακή συρρίκνωση της συμμετοχής των εργατών στις συνδικαλιστικές οργανώσεις. Αυτή η ζοφερή κατάσταση δεν μας ξαναπάει πίσω στις βάρβαρες συνθήκες του 18ου αιώνα, αλλά τείνει να δημιουργεί υψηλά επίπεδα ανεργίας, γενικευμένη ανασφάλεια και περιθωριοποίηση ενός μεγάλου μέρους του εργατικού δυναμικού.


Αυτό δεν σημαίνει πως δεν χρειαζόμαστε πλέον τα συνδικάτα. Αντίθετα, αυτό σημαίνει πως το συνδικαλιστικό κίνημα πρέπει να βρει νέους τρόπους οργάνωσης και νέες στρατηγικές ικανές να ανατρέψουν την τωρινή πτωτική τροχιά. Απαιτείται πρώτ’ απ’ όλα η ανάπτυξη της συνδικαλιστικής εκπαίδευσης – εκπαίδευσης που θα οδηγεί στην απόκτηση δεξιοτήτων και γνώσεων που τα στελέχη των εργατικών σωματείων χρειάζονται σήμερα για να λειτουργούν αποτελεσματικά μέσα στο νέο εθνικό και διεθνές περιβάλλον. (Η ΓΣΕΕ, με την ίδρυση της Ακαδημίας Εργασίας, έχει κάνει σημαντικά βήματα προς αυτή την κατεύθυνση.) Απαιτείται επίσης συνεργασία των συνδικάτων σε υπερεθνικό επίπεδο. Απαιτείται, τέλος, η συγκρότηση μετακεϊνσιανών πολιτικών που να στοχεύουν σε μια νέα ισορροπία μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας, μεταξύ της λογικής της αγοράς από τη μια μεριά και της κοινωνικής δικαιοσύνης από την άλλη.


Για μερικούς στοχαστές μια τέτοια ισορροπία δεν είναι πλέον εφικτή στο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Για άλλους η σκανδιναβική εμπειρία δείχνει ότι μια νέα ισορροπία είναι δύσκολη αλλά εφικτή. Πράγματι, ο σκανδιναβικός συνδικαλισμός (όπου η συμμετοχή των εργαζομένων παραμένει σε υψηλά επίπεδα), σε συνεργασία με το κράτος και τους εργοδότες, κατορθώνει να συνδυάζει υψηλούς δείκτες ανάπτυξης, χαμηλή ανεργία και σημαντική κοινωνική υποστήριξη όλου του πληθυσμού. Αυτό το επίτευγμα βασίζεται στο λεγόμενο σύστημα της ευέλικτης ασφάλειας (flexicurity): δηλαδή, αποδοχή από τα συνδικάτα της ευέλικτης εργασίας με αντάλλαγμα τη σχετική ασφάλεια των εργαζομένων (υψηλό επίδομα ανεργίας και προγράμματα επαγγελματικής κατάρτισης που οδηγούν στην επανένταξη στην αγορά εργασίας ή στην ενεργοποίηση των ανέργων στον κοινωνικό χώρο).


Και δυο λόγια για τον συνδικαλισμό στον δημόσιο τομέα. Η πρόσφατη θέση του κ. Σουφλιά για την αποκομματικοποίηση των συνδικάτων στις δημόσιες επιχειρήσεις δεν οδηγεί, όπως υποστήριξαν πολλοί, στην κατάργηση ή αποδυνάμωση των συνδικάτων. Απεναντίας η άμβλυνση της τάσης των κομμάτων να χειραγωγούν τις συνδικαλιστικές ηγεσίες μπορεί να οδηγήσει στην αναζωογόνηση του συνδικαλισμού. Αποκομματικοποίηση δεν σημαίνει αποπολιτικοποίηση. Σημαίνει απλώς ότι η ψηφοθηρική λογική των κομμάτων θα πάψει να υποσκάπτει τη συνδικαλιστική λογική. Σημαίνει ότι τα συμφέροντα των κομματικών μαγαζιών θα πάψουν να περιθωριοποιούν τα συμφέροντα των εργαζομένων.


Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι, αν οι δημόσιες υπηρεσίες (από την Ολυμπιακή ως τον ΟΤΕ) δεν είναι ανταγωνιστικές, αυτό οφείλεται λιγότερο στον συνδικαλιστικό ανενδοτισμό και περισσότερο στην τάση όλων των κυβερνήσεων και κομμάτων να αναπτύσσουν την κομματική τους βάση με πελατειακούς διορισμούς (κουμπάρων, ανιψιών κτλ.). Με άλλα λόγια, για να εξηγήσει κανείς την αναξιοκρατία, τον παρασιτισμό και τον πληθωρικό χαρακτήρα των δημοσίων επιχειρήσεων θα πρέπει κυρίως να στρέψει την προσοχή του στο ότι στη χώρα μας δεν έχουμε κομματική αλλά κομματικοκρατική δημοκρατία.


Ο κ. Νίκος Μουζέλης είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας στη London School of Economics.