Στις μέρες μας η γλώσσα των δικαιωμάτων έχει υπέρμετρα «εμπλουτισθεί» και η αλματώδης ανάπτυξη της βιοηθικής δεν είναι αμέτοχη στην κατάχρηση της ρητορικής τους σε γλωσσικά παιχνίδια και μορφές ζωής για τα οποία δεν προσφέρεται η γραμματική τους. Επιθυμίες, αιτήματα, συμφέροντα, επιλογές, ελευθερίες και ανάγκες μεταφράζονται σε «δικαιώματα» και διεκδικούνται στ’ όνομά τους. Ετσι, ενώ η βιοτεχνολογία φάνηκε αρχικά ότι έθετε σε κίνδυνο την ιδέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ώστε γρήγορα να προκύψει η ανάγκη της προστασίας τους, δημιούργησε καινοφανή δικαιώματα που δύσκολα αντέχουν στη λογική ανάλυση και στους όρους νοήματος των δικαιωμάτων, ελάχιστα επιδέχονται κατηγοριακή ένταξη στα γνωστά σχήματα και προπαντός αντιστέκονται σε επιστημολογική δικαίωση. Η πρακτική της ιατρικώς υποβοηθούμενης αναπαραγωγής δημιούργησε αρκετά αμφιλεγόμενα δικαιώματα που αντικειμενικοποιούν επιθυμίες και συμφέροντα και νομιμοποιούνται με βάση άλλα αναγνωρισμένα δικαιώματα. Αλλά και έξω από τον χώρο αυτόν στην περιοχή γενικά της γενετικής και της μοριακής βιολογίας η «βιομηχανία των δικαιωμάτων» αποτελεί πρόκληση για τη φιλοσοφία και το δίκαιο. Ωστόσο το πιο πολυσυζητημένο «δικαίωμα» των ημερών μας, είναι το λεγόμενο «δικαίωμα στον θάνατο».


Για ένα τέτοιο δικαίωμα έγινε πρώτη φορά λόγος το 1951 σε άρθρο με τίτλο «Το δικαίωμά μας να πεθάνουμε» και σταθμό στην προβολή του απετέλεσε η μετονομασία της Αμερικανικής Εταιρείας Ευθανασίας το 1975 σε «Εταιρεία για το δικαίωμά μας να πεθάνουμε». Τότε έγινε έκκληση σε ένα τέτοιο δικαίωμα στην υπόθεση της Karen Quinlan, και από το 1990 άρχισαν να εμφανίζονται οι λεγόμενες «διαθήκες ζωής» ή «οι εκ των προτέρων εκφρασμένες επιθυμίες». Γρήγορα αναπτύχθηκε μια σημαντική βιβλιογραφία και το θέμα κατέστη επίκεντρο έντονης διαμάχης στο πλαίσιο συζητήσεων για την ευθανασία. Επεκράτησε η διατύπωση «δικαίωμα να πεθάνουμε» (a right to die), δηλαδή «να επισπεύσουμε τον θάνατό μας» και όχι «δικαίωμα στον θάνατο» (a right to death), γιατί ο θάνατος είναι αναπόφευκτος και είναι οπωσδήποτε κατά το κοινό ηθικό αίσθημα κάτι κακό, ώστε ένα «δικαίωμα στον θάνατο» να φαίνεται πιο απερίφραστα λογικά αντιφατικό.


Σύμφωνα με τη φιλελεύθερη προοπτική και την έμφαση που έδωσε στην ποιότητα της ζωής, στις επιλογές (pro-choice) και όχι στη βιολογική ζωή καθαυτή (pro-life) και κυρίως στο πλαίσιο της λεγόμενης εκκοσμικευμένης (secular) ηθικής, μιας ηθικής προσωποκεντρικής και δεσμευτικής ορθολογικά σκεπτόμενων ατόμων, αρκετοί φιλόσοφοι και επιστήμονες αναγνωρίζουν και δικαιολογούν ένα τέτοιο «δικαίωμα». Η δικαίωσή του στηρίζεται στη θεμελιώδη βιοηθική αρχή της αυτονομίας, στην ελευθερία δηλαδή του ατόμου να αυτοκαθορίζεται, να ελέγχει τη ζωή του και να επιλέγει το τέλος του, αλλά και στην αξιοπρέπεια, που δεν επιτρέπει στο ανθρώπινο είδος να πέσει πολύ χαμηλά, ίσως και στην αρχή της αγαθοποιίας, που όμως κατά τον Ιπποκράτη απέκλειε οποιαδήποτε ιατρική επέμβαση θα αποσκοπούσε να επιφέρει το μοιραίο. Από τους υπέρμαχους της ευθανασίας το «δικαίωμα» αυτό επαναδιατυπώνεται ως «δικαίωμα στην αξιοπρέπεια», «ελευθερία να ορίζω τον εαυτό μου», και ίσως πιο εύστοχα ως «δικαίωμα άρνησης τεχνητής παράτασης της ζωής» και «μάταιης ιατρικής θεραπείας» σε εξακριβωμένα μη αναστρέψιμες καταστάσεις.


To «δικαίωμα στον θάνατο» ωστόσο ως ηθικό δικαίωμα έχει θεωρηθεί από άλλους με φιλοσοφικά κριτήρια λογικά ασυνεπές και αυτο-αντιφατικό και ως νομικό δικαίωμα ύποπτο έως και επικίνδυνο. Υποστηρίζεται δηλαδή ότι τα δικαιώματα είναι από την αρχή της σύλληψης της ιδέας τους διεκδικήσεις θετικών αξιών και πρωτίστως της αξίας της ζωής και ότι οι θεμελιωτές της ιδέας των δικαιωμάτων απέρριπταν την αυτοκτονία. Το γεγονός μάλιστα ότι γίνεται επίκληση του «δικαιώματος» αυτού σε οριακές καταστάσεις και πολλές φορές όχι από τον ίδιο τον ασθενή καταστρατηγεί την αρχή της αυτονομίας και θέτει σε παρένθεση την έννοια της αξιοπρέπειας. Σε πολλές μάλιστα περιπτώσεις, κυρίως όταν κάποιος δεν θέλει να επιβαρύνει τους οικείους του, γίνεται λόγος για ένα «καθήκον να πεθάνεις» και όχι για «δικαίωμα». Αρκετοί φιλόσοφοι δεν βλέπουν ότι η επιθυμία για ένα καλό τέλος μπορεί να υποστηριχθεί ως δικαίωμα οπωσδήποτε και αν διατυπωθεί.


Οσο ο θάνατος δεν ήταν διαπραγματεύσιμος, αυτό που μπορούσε κανείς να ευχηθεί ήταν η «ευθανασία» με το αρχαιοελληνικό νόημα του όρου. Τώρα όμως λόγω της παντοδυναμίας της βιοτεχνολογίας ο θάνατος έχει γίνει αντικείμενο ιατρικής διαχείρισης, προγραμματίζεται ως εσκεμμένη επιλογή και ελάχιστα καθορίζεται από την αυτονομία του ασθενούς αν αυτός δεν μπορεί να συναινέσει. Το φάσμα ενός επώδυνου μακρόχρονου τέλους σε μη αναστρέψιμες καταστάσεις είναι βασανιστικά έντονο για όσους πλησιάζουμε την άλλη όχθη. Το αίτημα για ένα αξιοπρεπές τέλος θέλουμε να είναι σεβαστό. Οι λεγόμενες «διαθήκες ζωής» ή «οι εκ των προτέρων οδηγίες», εφόσον γίνονται σε ανύποπτο χρόνο και αποτελούν συνισταμένη των μεταφυσικών, θρησκευτικών και ηθικών πεποιθήσεων, των αρχών και αξιών του ανθρώπου, παρά τις όποιες πρακτικές δυσκολίες ενεργοποίησής τους σε καταστάσεις που δεν εγγυώνται ότι και τότε αντιπροσωπεύουν τον ενδιαφερόμενο, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη. Οχι ίσως ως «δικαίωμα στον θάνατο» αλλά ως «επιθυμία για ένα ανώδυνο και αξιοπρεπές τέλος της ζωής».


Η βιοηθική δοκιμάζει τραγικά τις ευαισθησίες και τις αντοχές μας. Η μεταβιοηθική ίσως δικαιώσει επιστημολογικά ή εξοστρακίσει ως καταχρηστικά αρκετά νεόκοπα δικαιώματα.


Η κυρία Μυρτώ Δραγώνα-Μονάχου είναι ομότιμη καθηγήτρια Φιλοσοφίας, μέλος της Ελληνικής Εθνικής Επιτροπής Βιοηθικής και μέλος της Αρχής της Ιατρικώς Υποβοηθουμένης Αναπαραγωγής.