Τη 13η Δεκεμβρίου 1791, ημέρα Τρίτη, η πρωινή συνεδρίαση της Νομοθετικής Εθνοσυνέλευσης, που προέκυψε από την άγουρη ακόμη τότε Γαλλική Επανάσταση, προκαλεί το έντονο ενδιαφέρον των εκλεγμένων αντιπροσώπων, γιατί η αίθουσα των συνεδριάσεων είναι κατάμεστη. Η ημερήσια διάταξη ωστόσο, τουλάχιστον σε πρώτη ματιά, δεν φαίνεται να δικαιολογεί το ενδιαφέρον των βουλευτών. Το μοναδικό θέμα, πράγματι, είναι η σχολιασμένη ανάγνωση ενός Μνημονίου, το οποίο συνοψίζει την «καινοτόμο αρχή για την κατασκευή κτιρίων επιθεώρησης και ειδικά σωφρονιστηρίων του Ιερεμία Μπένθαμ». Πρόκειται βεβαίως για το περίφημο Πανοπτικόν, την αρχιτεκτονική επινόηση του Αγγλου φιλοσόφου, σύμφωνα με τον οποία πρέπει να οικοδομηθούν οι φυλακές, έτσι ώστε να εξασφαλιστεί η καλύτερη δυνατή λειτουργία τους. Η Γαλλική Εθνοσυνέλευση έκρινε την αρχή του Πανοπτικού ενδιαφέρουσα, σε σημείο που να αναθέσει σε ένα από τα μέλη της να συνοψίσει το ομώνυμο έργο του Μπένθαμ και να αναδείξει τις αρετές του στη συνεδρίαση των μελών της.


Είναι αναγκαίο να σημειώσω στο σημείο αυτό, πριν συνεχίσω, ότι η ιδέα του Πανοπτικού, την οποία μελέτησε συστηματικά ο Φουκό στο βιβλίο του Επιτήρηση και Τιμωρία, συνίσταται στην κατασκευή ενός κυκλικού κτιρίου, στο κέντρο του οποίου ορθώνεται ένας κεντρικός πύργος. Στον πύργο είναι εγκατεστημένοι οι παρατηρητές, οι οποίο μπορούν να βλέπουν και να επιτηρούν όσους βρίσκονται στα κελιά του κυκλικού κτιρίου, ενώ οι τρόφιμοι των κελιών δεν μπορούν να δουν τους επιτηρητές. Ακριβώς στην ασυμμετρία αυτή, όπως θα το δούμε στη συνέχεια, βρίσκεται η καινοτομία του Πανοπτικού.


Το πρώτο πράγμα που υπογραμμίζει στην εισήγησή του ο γάλλος βουλευτής αφορά στην καθολική ισχύ της αρχής του Πανοπτικού, η οποία «είναι εφαρμόσιμη παντού όπου πρόσωπα κάθε είδους πρέπει να βρίσκονται υπό επιτήρηση: φυλακές, εργοστάσια, σχολεία, άσυλα, νοσοκομεία κτλ.». Αν ο βρετανός φιλόσοφος περιορίστηκε στις φυλακές, το έκανε για άμεσους πρακτικούς λόγους, αλλά τίποτε δεν μας εμποδίζει, σύμφωνα με τον γάλλο εισηγητή, «να προβούμε στη διαδοχική εφαρμογή της ίδιας αρχής σε πολλές άλλες περιπτώσεις, προσαρμόζοντάς την ανάλογα με τις περιστάσεις». Πώς θεμελιώνεται όμως η καθολική ισχύς του Πανοπτικού; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό έχει, κατά τη γνώμη μου, ξεχωριστό ενδιαφέρον και της αξίζει όλη μας η προσοχή. «Κύριοι», λέει ο βουλευτής απευθυνόμενος στους συναδέλφους του, «αν βρισκόταν ένας τρόπος να κυριαρχήσουμε σε όλα όσα μπορούν να συμβούν σε έναν ορισμένο αριθμό ανθρώπων, αν μπορούσαμε να κυριαρχήσουμε σε όλα όσα τους περιβάλλουν ώστε να τους επιβάλουμε την εντύπωση που θέλουμε να τους προκαλέσουμε, να επιβληθούμε στις πράξεις τους και σε όλες τις περιστάσεις της ζωής τους, ούτως ώστε τίποτε να μην μπορεί να διαφύγει από το επιθυμητό αποτέλεσμα ούτε να το εμποδίσει, ο τρόπος αυτός θα ήταν ένα πολύ αποτελεσματικό και πολύ χρήσιμο εργαλείο, που οι κυβερνήσεις θα μπορούσαν να εφαρμόσουν σε διάφορα αντικείμενα ιδιαίτερης σημασίας».


Ενα τέτοιο εργαλείο είναι το Πανοπτικόν, το οποίο έρχεται να δώσει λύση σε σημαντικά προβλήματα. Πράγματι, πώς θα μπορούσε ένας άνθρωπος μόνος του να επιτηρήσει αποτελεσματικά έναν μεγάλο αριθμό ατόμων; Και πώς ένας μεγάλος αριθμός ατόμων θα μπορούσε να επιτηρήσει αποτελεσματικά έναν που είναι μόνος του; Το Πανοπτικόν είναι ακριβώς το εργαλείο «που δίνει σε έναν άνθρωπο τη δυνατότητα να επιτηρήσει πολλούς, δυνατότητα η οποία ως τώρα ξεπερνούσε κατά πολύ τις ενωμένες δυνάμεις του μεγάλου αριθμού». Και ο γάλλος βουλευτής, του οποίου το όνομα δεν αναφέρεται δυστυχώς στα πρακτικά, βαδίζει ευθέως στην αποκάλυψη του πυρήνα της σκέψης του: «Πώς ιδρύεται μια καινούρια τάξη πραγμάτων; Πώς εξασφαλίζεται το ότι δεν θα εκφυλιστεί; Η επιτήρηση. Ιδού η μοναδική αρχή και για την ίδρυση της τάξης και για τη διατήρησή της. Αλλά μια επιτήρηση καινοτόμος, η οποία πλήττει τη φαντασία μάλλον παρά τις αισθήσεις, θέτοντας εκατοντάδες ανθρώπους υπό την επιτήρηση ενός και μόνον, αποδίδοντας στον άνθρωπο αυτόν ένα είδος καθολικής παρουσίας στα όρια της περιοχής του».


Σχεδόν πανταχού παρών ο επιτηρητής, σχεδόν θεός. Γιατί «το οικοδόμημα που είναι το Πανοπτικόν, μοιάζει με κυψέλη που το κάθε κελί της είναι ορατό από ένα κεντρικό σημείο. Ο επιτηρητής, αόρατος ο ίδιος, βασιλεύει σαν πνεύμα, αλλά αυτό το πνεύμα μπορεί, όταν παραστεί ανάγκη, να αποδείξει αμέσως την πραγματική του παρουσία». Στο σημείο αυτό βρίσκεται η πραγματική καινοτομία του Πανοπτικού, το «ουσιαστικό του πλεονέκτημα: η ικανότητα να βλέπει κανείς με μια ματιά όλα όσα συμβαίνουν».


Σήμερα μπορούμε, χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία υποθέτω, να καταλάβουμε πολύ καλά το μεγάλο ενδιαφέρον που προκάλεσε η εισήγηση του γάλλου βουλευτή στη συνεδρίαση της 13ης Δεκεμβρίου 1791. Και να εκτιμήσουμε το γεγονός ότι τα στοιχειώδη τεχνικά μέσα που είχαν στη διάθεσή τους δεν τους εμπόδισαν σε τίποτε να γίνουν οι προάγγελοι του ηλεκτρονικού πανοπτισμού. Για την ώρα είμαστε το τελευταίο βήμα της προόδου. Τελευταίοι και καταϊδρωμένοι.


Ο κ. Γεράσιμος Βώκος είναι καθηγητής της Φιλοσοφίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.