Οι νεοέλληνες κλασικοί μεταφράζονται στα ελληνικά. Ηδη έχουμε κείμενα του Ροΐδη και του Παπαδιαμάντη στη γλώσσα μας, την καθομιλουμένη. Εύχομαι σύντομα να ακολουθήσουν και ο Κάλβος και ο Καβάφης για να μη μείνει αμετάφραστη και η ποίηση. Για σκεφθείτε και εκείνο το αντιπαθέστατο «έσυρε μέγα μούγκρος» που γράφει ο Καζαντζάκης για έναν από τους γνωστότερους ήρωές του, ενώ με μια μετάφραση στην καθομιλουμένη, παφ! θα μετατραπεί σε κάτι σαν «πάτησε μια δυνατή φωνή». Προσδοκώ το ίδιο και για τον Εμπειρίκο, τον Εγγονόπουλο και τον Ελύτη που μου φαίνονται ύποπτοι ως αποδόσιμοι στην καθομιλουμένη αφού πλήθος στίχοι τους είναι δεκτικοί σε μια, περιορισμένη έστω, ανάταξη.


Ο ενθουσιασμός μου όμως δεν μένει στην τέχνη που εκφράζεται με τη γλώσσα. Σαν το γάλα που φουσκώνει, ξεχειλίζει και προς την τέχνη των εικόνων. Ακόμη πιο επείγουσα χρεία διαμεσολαβητικής επεξεργασίας έχουν κάτι ερμητικοί αφηρημένοι ζωγράφοι τους οποίους μπορούμε να κάνουμε πιο προσιτούς αν έτσι μεταπλάσουμε τις συνθέσεις τους ώστε να είναι κι αυτές στη σημερινή «καθομιλουμένη» των εικόνων. Αλλά, μια που θα βρεθεί ο παπάς, να ξαναδούμε και αρκετούς παραστατικούς με ακατανόητες συσσωρεύσεις θεμάτων και μοτίβων τα οποία χρειάζονται ξεμπέρδεμα.


Στα χρόνια της μέσης εκπαίδευσης τα παιδιά μας έρχονται σε επαφή με όλους τους ανωτέρω αναφερθέντες ονομαστικά στο μάθημα των κειμένων της νεοελληνικής λογοτεχνίας – αμετάφραστους, έτσι, στο σκληρό και ωμό πρωτότυπο. Αυτό όμως παρουσιάζει μια σοβαρή δυσκολία: τα εξαναγκάζει να εξοικειωθούν με ένα γλωσσικό ιδίωμα το οποίο δεν ακούγεται ποτέ στην τηλεόραση. Και ερωτώ, είναι ή δεν είναι η λογοτεχνία απόλαυση για αυτόν που τη διαβάζει; τι διάολο απόλαυση είναι αυτή που για να τη νιώσουν πρέπει να προσπαθήσουν; Στο κάτω κάτω της γραφής (και της καθομιλουμένης) τα ξένα παιδιά μπορούν να διαβάσουν Καβάφη σε μετάφραση στη δική τους γλώσσα και τα αγγλόφωνα π.χ. να καταλαβαίνουν πολύ καλύτερα το «ένα σαπφείρινο μαβί» ως «a sapphire blue». Χάθηκε τίποτα να το κάνουμε και εμείς «ένα ζαφειρένιο μπλε»; Γιατί τα παιδιά μας να πρέπει να μάθουν τι εστί κόνικλος προτού αντιληφθούν τον σαρκασμό του Ροΐδη (στον τίτλο αυτού του σημειώματος) για έναν δημοφιλή ζωγράφο της εποχής του που ζωγράφιζε ασταμάτητα για να ανταποκριθεί στη ζήτηση; Ενώ σε μετάφραση δεν θα χρειάζεται πλέον να ανατρέξουν στο πρωτότυπο για να καταλάβουν.


Τα πρωτότυπα κείμενα χρειάζονται για τη μελέτη της λογοτεχνίας ενώ όσοι ελιτίζουν και είναι ακατάδεχτοι απέναντι στις μεταφράσεις της ελληνικής λογοτεχνίας στα ελληνικά, αργά ή γρήγορα θα πεθάνουν από τα γηρατειά, αν όχι από το κακό τους, και τότε στους πάγκους των βιβλιοπωλείων θα κυκλοφορούν πλέον μόνον οι μεταφράσεις: οι πεθαμένοι με τους πεθαμένους και οι ζωντανοί με τους ζωντανούς.


Τώρα μπορεί κανένας δυσκοίλιος να αντιτάξει ότι η γλώσσα έχει και μια γλώσσα μέσα της που εκφράζεται με εκείνες τις λέξεις – και όχι άλλες – και ότι έτσι μας βάζει μέσα σε έναν άλλο ρυθμό από τον δικό μας, σε άλλο κλίμα από εκείνο της δικής μας καθομιλουμένης. Οτι λέξεις και σύνταξη (με άλλα λόγια μορφή και δομή) του πρωτότυπου δημιουργούν μια ατμόσφαιρα που χάνεται όταν αντικατασταθεί με την εναλλακτική των λέξεων της μετάφρασης. Οτι ένα λογοτεχνικό κείμενο γίνεται ένα άλλο κείμενο όταν μεταφράζεται και ότι χάνοντας τις λέξεις του χάνει τη δυνατότητά του να μεταφέρει νοοτροπία, γούστο και την αυθεντικότητα της εποχής, του τόπου, προπάντων εκείνου του Αλλου που είναι δικός μας, όπως μας βεβαιώνει η ιστορία. Οτι καμιά ιστορική αφήγηση δεν παρέχει τόσο άμεση και ζωντανή εικόνα του παρελθόντος όσο μια λογοτεχνική, και αυτή το κάνει με τα λόγια του συγγραφέα. Οτι δεν μεταφράζουν οι Αγγλοι τον Ντίκενς ή οι Γάλλοι τον Μπαλζάκ στην καθομιλουμένη τους (άλλο καπέλο η βιομηχανία «απλοποιημένων κλασικών» για αλλοδαπούς μαθητές), παρά το γεγονός ότι το γλωσσικό τους ιδίωμα χρειάζεται επίσης καθοδήγηση, μελέτη, σχολείο για να γίνει κατανοητό από τους σημερινούς μαθητές με μητρική γλώσσα τα αγγλικά ή τα γαλλικά.


Πάντοτε όμως υπάρχει ο αντίλογος του απολαμβάνοντος κανονικές κενώσεις, ότι καλύτερα να τους διαβάσουν έτσι παρά να μην τους διαβάσουν καθόλου. Οτι έτσι διατηρείται η επαφή με τους μεγάλους της παράδοσής μας. Οτι καλύτερα να διαβάζεις οτιδήποτε παρά να μη διαβάζεις τίποτε. Οτι όποιος είναι δυσκοίλιος να κάνει κλύσμα. Και τα λοιπά και τα λοιπά, λαμπρά, όπως πάντα, ταιριαγμένα.


Ο κ. Αντώνης Κωτίδης είναι καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.