Το πανεπιστήμιο είναι τόπος αναζήτησης και μετάδοσης γνώσεων. Για να εκπληρώσει την αποστολή του αυτή έχει ανάγκη να προστατευθεί από τον περίγυρο, πολύ περισσότερο όταν ο περίγυρος έχει αυταρχικές τάσεις. Γι’ αυτό οι πανεπιστημιακοί χώροι θεωρήθηκαν από παλιά άσυλο με την έννοια της απαγόρευσης βίας και επεμβάσεων από έξω (ιδίως από την κρατική εξουσία), που θα μπορούσαν να θίξουν την ελεύθερη έκφραση και διακίνηση ιδεών και φρονημάτων, με μια λέξη την ελευθερία του πνεύματος. Σκοπός έτσι του ασύλου είναι η διασφάλιση των ελευθεριών αυτών στους πανεπιστημιακούς χώρους. Για αυτούς τους λόγους ορθώς ο ισχύων νόμος κατοχυρώνει το άσυλο, απαγορεύοντας την επέμβαση της δημόσιας δύναμης χωρίς πρόσκληση από τα αρμόδια όργανα του πανεπιστημίου.


Σε περίπτωση κατάληψης από μικρές μειοψηφικές ομάδες, που παρεμποδίζουν ακριβώς την ελεύθερη διακίνηση ιδεών, η πρόσκληση αυτή, δηλαδή η άδεια επέμβασης πρέπει βέβαια να παρέχεται μόνο ως ύστατη λύση, όταν εξαντληθούν τα όρια του διαλόγου και όλα γενικά τα άλλα μη δυναμικά μέσα, όταν η πανεπιστημιακή κοινότητα δεν μπορεί πια με τις δικές της δυνάμεις να θέσει τέρμα στη βία της κατάληψης.


Αποκλείοντας τυχόν, κατά τρόπο απόλυτο, την πρόκληση αυτή, οτιδήποτε και να συμβαίνει μέσα στο πανεπιστήμιο (για παράδειγμα, πέρα από την κατάλυση της λειτουργίας του πανεπιστημίου και ζημίες, καταστροφές κτλ., που δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν αλλιώς), ανάγουμε το άσυλο σε θρησκευτικής φύσης άβατο, σε ταμπού, μια έννοια που θυμίζει ξεπερασμένες εποχές και κοινωνίες.


Για τα αρμόδια όργανα του πανεπιστημίου υπάρχει το χρέος να βρίσκουν λύσεις προστασίας του πανεπιστημίου και να έχουν, αν χρειασθεί, την τόλμη να δεχθούν τη λήψη και μέτρων που θα επαναφέρουν την ελευθερία του πνεύματος στον χώρο του πανεπιστημίου. Ο νόμος υπάρχει. Δεν χρειάζεται τροποποίηση. Χρειάζεται εφαρμογή του (επαναλαμβάνω, μόνο για ακραίες περιπτώσεις παρατεινόμενης βίας της κατάληψης). Αλλά, δυστυχώς, η ιστορία του ασύλου στα ΑΕΙ τα τελευταία χρόνια είναι ιστορία ατολμίας των πανεπιστημιακών οργάνων, αλλά και λαϊκισμού της μεγαλύτερης μερίδας του πολιτικού κόσμου, καθώς και διαμορφωτών της κοινής γνώμης που έμμεσα όχι μόνο καλύπτουν, αλλά και ενθαρρύνουν τη στάση αυτή των πανεπιστημιακών οργάνων.


Ο κ. Μιχ. Σταθόπουλος είναι καθηγητής


της Νομικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.