Η οικειοποίηση της αριστερής συνθηματολογίας από τον Ανδρέα Παπανδρέου και η αποδυνάμωση των αριστερών κομμάτων προς όφελος του ΠαΣοΚ απέτρεψαν μεν τον κίνδυνο μετατροπής της Ελλάδας σε κομμουνιστική Αλβανία, όπως αναλύσαμε την προηγούμενη Κυριακή, αλλά είχαν ολέθριες επιπτώσεις στην οικονομία της χώρας. Κι αυτό μάλιστα όταν η διακυβέρνηση από το ΠαΣοΚ συνέπεσε με την ένταξη της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, οπότε επιβαλλόταν η μεταρρυθμιστική προσαρμογή της σε ανοικτή οικονομία βασιζόμενη στην ιδιωτική πρωτοβουλία. Καθώς μάλιστα είχε προηγηθεί η μεταχουντική «σοσιαλμανία», δηλαδή ο έντονος κρατικός παρεμβατισμός των κυβερνήσεων Καραμανλή προκειμένου να επέλθει η εθνική συμφιλίωση, το έδαφος ήταν πρόσφορο και για τον καταστροφικό θρίαμβο του αριστερού λαϊκισμού.


Η πρώτη κυβέρνηση Παπανδρέου, με τη συνθηματολογία της κατά του κέρδους, του ξένου κεφαλαίου, της ιδιωτικής πρωτοβουλίας γενικότερα, με τη σισύφεια συντήρηση εν ζωή προβληματικών επιχειρήσεων και με τις απερίσκεπτα γενναιόδωρες παροχές, οδήγησε τα ελλείμματα και το δημόσιο χρέος στα ύψη και την ιδιωτική πρωτοβουλία στο εδώλιο του κατηγορουμένου, ενώ διόγκωσε απελπιστικά το κράτος, τη γραφειοκρατία και τη διαφθορά.


Ο αείμνηστος Αγγελος Αγγελόπουλος διαπίστωνε το 1990: «Βουλιάζουμε και δεν το έχουμε καταλάβει». Και ο συνετός διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Δημ. Χαλικιάς προειδοποιούσε από το 1985 τον Α. Παπανδρέου: «Αν συνεχίσουμε την ίδια πορεία θα χρεοκοπήσουμε».


Ιδού μερικοί αριθμοί που αποδεικνύουν τα ανωτέρω, τα οποία υποτίθεται ότι έγιναν για λόγους κοινωνικής δικαιοσύνης. Η ανεργία από 4% το 1981 έφθασε επί ΠαΣοΚ στο 12%. Το έλλειμμα του Δημοσίου από 2,6% ως ποσοστό του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ) το 1980 εκτοξεύθηκε στο 16% το 1990. Η φορολογική επιβάρυνσή μας από 15,8% του ΑΕΠ το 1981 ανέβηκε και αυτή αλματωδώς και το 2000 είχε περάσει το 26%. Ενώ το 1981 η επιβάρυνση των μισθωτών από τη φορολογία εισοδήματος κάλυπτε το 43% των σχετικών εισπράξεων με 25% τη φορολογική επιβάρυνση εμπόρων και βιομηχάνων, το 1984 η «κοινωνικά δίκαιη» δημοσιονομική πολιτική της κυβέρνησης Α. Παπανδρέου ανέβασε τη φορολογική συμμετοχή των μισθωτών στο 51% και μείωσε των εμποροβιομηχάνων σε 17%! Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ από 77,7% του μέσου όρου των 15 χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης το 1981 υποχώρησε το 1990 στο 65,5%, δηλαδή γίναμε συγκριτικά φτωχότεροι. Το δημόσιο χρέος που το 1981 μόλις έφθανε το 35% του ΑΕΠ, το 1990 είχε υπερβεί το 80% για να συνεχισθεί ο ανοδικός καλπασμός του και επί κυβερνήσεων Σημίτη υπερβαίνοντας το 112%. Τα ασφαλιστικά ταμεία, με επικεφαλής το δύσμοιρο ΙΚΑ, για να πληρώνουν τις γενναιοδωρίες της κυβέρνησης υποχρεώθηκαν να δανείζονται με το υπέρογκο επιτόκιο της αγοράς, ενώ τα αποθεματικά τους παρέμεναν άτοκα χωρίς να ενοχλούνται οι σήμερα καθημερινά οχλαγωγούντες συνδικαλιστές τώρα που γίνεται προσπάθεια να συμμαζευτεί το ασφαλιστικό χάος. Τέλος, από 327.000 που ήταν οι δημόσιοι υπάλληλοι το 1981 σχεδόν διπλασιάστηκαν σε 596.000 ως το 2004, ενώ ταυτόχρονα αυξήθηκε η ανεργία!


Τα σημερινά δεινά των ελλειμμάτων, χρεών, ανεργίας, αποβιομηχάνισης και η αγωνία για το μέλλον έχουν δυστυχώς την αφετηρία τους στην ολέθρια (δήθεν φιλολαϊκή) οικονομική και κοινωνική πολιτική των δύο πρώτων κυβερνήσεων του Α. Παπανδρέου, που τιμάται σήμερα. Κι ας είχε ο ίδιος μελαγχολικά διαπιστώσει: «Καταναλώνουμε περισσότερα από όσα παράγουμε» και ότι «το δημόσιο χρέος θα μας πνίξει».