Αν ξεκινήσουμε από την παραδοχή ότι το μεγαλύτερο κεφάλαιο αυτής τής χώρας ήταν και παραμένει ο πολιτισμός που ανέπτυξε διαχρονικά (Αρχαιότητα – Βυζάντιο – Νέος Ελληνισμός), τότε οφείλουμε να παραδεχτούμε και ότι η προβολή τού ελληνικού πολιτισμού στο εξωτερικό δεν είναι υπόθεση μόνο τού αρμόδιου Υπουργού (Πολιτισμού) και των συνεργατών του ή μόνο τού Διοικητικού Συμβουλίου ενός αρμόδιου φορέα (τού Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού). Ο ελληνικός πολιτισμός ως μέγεθος και ως μέριμνα για την προβολή, διάδοση και αξιοποίησή του στο εξωτερικό είναι υπόθεση όλων μας.


Ετσι πρώτοι απ’ όλους όσοι συνέβη να κληθούμε να προσφέρουμε τις υπηρεσίες μας στο Ελληνικό Ιδρυμα Πολιτισμού (Ε.Ι.Π.) έχουμε συνειδητοποιήσει ότι μόνοι μας δεν μπορούμε να σηκώσουμε αυτό το τεράστιο βάρος. Θα εργαστούμε επιτελικά, συντονιστικά και εκτελεστικά, με σύστημα, με πρόγραμμα και ιδέες, αλλά χρειαζόμαστε παράλληλα τη γνώση, τις ιδέες, τις εκτιμήσεις, τις προτάσεις ενός πολύ ευρύτερου αριθμού ικανών και καταξιωμένων ανθρώπων που μπορούν να συστρατευθούν στο έργο τής προβολής τού ελληνικού πολιτισμού ακόμη και με συγκεκριμένους ρόλους, δηλ. όχι μόνο σε συμβουλευτικό επίπεδο.


Ενα μεγάλο πλήθος σημαντικών Ελλήνων παρήγαγε ανά τους αιώνες και παράγει και σήμερα πολιτισμό στα γράμματα, τις τέχνες, τις επιστήμες αλλά και στη σκέψη, στις ιδέες, στη γλώσσα, στη θρησκεία, στις ίδιες τις εκφάνσεις τής καθημερινής ζωής. Η δύναμη και η αδυναμία τού ελληνικού πολιτισμού είναι ακριβώς η τεράστια (σε χρόνο, χώρο, πρόσωπα και επίπεδα) παρουσία και προσφορά του στον κόσμο, που καθιστά εξαιρετικά δύσκολη τη γνώση, την αποτύπωση και την προβολή του. Ιδίως στους ανθρώπους των χωρών που θέλουν ή θέλουμε εμείς να μάς γνωρίσουν στο πνεύμα «τής συνάντησης των πολιτισμών», η οποία διευκολύνεται πλέον από το ξεπέρασμα των ορίων και των όρων που παλιότερα λειτουργούσαν ανασταλτικά. Εχει και η παγκοσμιοποίηση τα καλά της…


Η γνωριμία μ’ έναν πολιτισμό κινείται κατ’ ανάγκην σε δύο άξονες: βαθύτερη γνώση ενός πολιτισμού από τους πολίτες τής χώρας που τον παράγει και γνωριμία ενός πολιτισμού από τους πολίτες άλλων χωρών. Το πρώτο είναι ζήτημα παιδείας: πώς το σχολικό σύστημα μιας χώρας εξοικειώνει τους μαθητές με το σύστημα των αξιών τού εθνικού πολιτισμού τους και, κατ’ επέκταση, πώς μια χώρα εξοικειώνει τους πολίτες της με τον πολιτισμό τής χώρας τους. Το δεύτερο είναι ζήτημα πολιτισμικής πολιτικής στο εξωτερικό μιας χώρας. Εδώ θεσμικοί φορείς και, βεβαίως, τα αρμόδια Υπουργεία (ιδίως των Εξωτερικών) εφαρμόζουν, συνεργαζόμενα καταλλήλως, τη λεγόμενη «πολιτισμική διπλωματία», που συνίσταται στην προβολή τού πολιτισμού στις χώρες τού εξωτερικού.


Από πλευράς Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού η προβολή αυτή μπορεί να γίνει σε μόνιμη μεν βάση με εστία τη διδασκαλία τής ελληνικής γλώσσας, γύρω από την οποία θα εξακτινώνονται ποικίλες εκδηλώσεις γραμμάτων, τεχνών, επιστημών. Η δραστηριότητα αυτή, η οποία θα διοχετεύεται από μόνιμες Εστίες Ελληνικού Πολιτισμού, εκτεινόμενες σταδιακά σε διάφορες χώρες (με προτεραιότητα τις Βαλκανικές, τις χώρες διεύρυνσης τής Ευρωπαϊκής Ενωσης, την Ασία, την Ευρώπη και την Αμερική), πρέπει να συνοδεύεται από μερικά μεγάλα πολιτισμικά γεγονότα που θα συμπληρώνουν και θα ενισχύουν αυτή τη δραστηριότητα και θα μεταφέρονται σε περισσότερες χώρες. Εννοώ λίγες μεγάλες ουσιαστικές, εντυπωσιακές θα έλεγα, πολιτισμικές εκδηλώσεις, που για να ξεχωρίσουν πρέπει να είναι πραγματικά εκλεκτές σε ποιότητα, πρωτότυπες σε σύλληψη και σύνθετες σε χαρακτήρα, ώστε να προβάλλουν τον ελληνικό πολιτισμό στο πραγματικό του μέγεθος.


Ερώτημα: Ποιος πληρώνει τον λογαριασμό; Μόνο η Πολιτεία; Μόνο το κράτος και μάλιστα το αρμόδιο Υπουργείο Πολιτισμού με τον πενιχρό προϋπολογισμό του; Απάντηση: Αν ο πολιτισμός είναι υπόθεση όλων μας, αν ο πολιτισμός μας είναι το μέγα κεφάλαιό μας με πολλά ανταποδοτικά οφέλη, τότε η προβολή τού πολιτισμού μας στο εξωτερικό -χωρίς εκζήτηση και σπατάλες, αλλά με την επιβαλλόμενη αξιοπρέπεια και φειδώ- πρέπει να ενισχυθεί οικονομικά (πέρα από την περιορισμένη τακτική επιχορήγηση) και απευθείας από τον Γενικό Κρατικό Προϋπολογισμό καθώς και από τους μεγάλους οικονομικούς παράγοντες τής χώρας (Τράπεζες, Ιδρύματα, Επιχειρηματίες, Εφοπλιστές κ.ά.).


Δική μας υποχρέωση είναι να πείσουμε και να αποδείξουμε ότι γίνεται ή ότι μπορεί να γίνει έργο ουσιαστικό, απτό και μακράς πνοής, υποκείμενο συνεχώς σε έλεγχο και αξιολόγηση.


Υ.Γ. περί μηδενικής βάσεως…


Αξιόλογοι άνθρωποι (μεταξύ των οποίων και η Πανδώρα τού «Βήματος») παρερμήνευσαν το σημείο τής δημόσιας παρέμβασής μου για την ανάγκη διαλόγου στην Ανώτατη Παιδεία «από μηδενική βάση». Τους ενόχλησε η «μηδενική βάση». Εξηγώ ότι στην πανεπιστημιακή μεταγλώσσα ο όρος αυτός σημαίνει διάλογο χωρίς περιορισμό τής συζήτησης μόνο στα σημεία μιας συγκεκριμένης πρότασης (εν προκειμένω μόνο αυτής τού Υπουργείου Παιδείας). Σημαίνει ευρύτερο διάλογο για τα θέματα τής Παιδείας και μάλιστα τα καίρια και ουσιαστικά ζητήματα που οι πανεπιστημιακοί πιστεύουμε ότι είναι η θεσμική κατοχύρωση μιας πραγματικής αυτοδιοίκησης των ΑΕΙ μέσα στα όρια ενός νόμου-πλαισίου. Ισως η σχεδόν μηδενική γνώση τού προβλήματος, τής ουσίας των θεμάτων και των πραγματικών αιτημάτων των ΑΕΙ οδήγησε μερικούς σε μια κυριολεκτικά «μηδενιστική ερμηνεία»(!) τής έννοιας «από μηδενική βάση».


Ο κ. Γεώργιος Μπαμπινιώτης είναι καθηγητής τής Γλωσσολογίας, πρόεδρος τού Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού, τ. Πρύτανης τού Πανεπιστημίου Αθηνών.