Στο άρθρο του στο «Βήμα» (5.8.2006) ο κ. Παπαθεμελής κάνει κριτική σε ένα δικό μου άρθρο με τίτλο «Ελληνικές παρωπίδες» («Το Βήμα της Κυριακής», 23.7.2006) όπου αναπτύσσω τη θέση πως συχνά ακολουθούμε πολιτικές που έχουν τα αντίθετα αποτελέσματα από τα αναμενόμενα.


Δεν θα απαντήσω με λεπτομέρειες στην καλόπιστη κριτική τού Σ.Π. Θα περιοριστώ σε μια γενική παρατήρηση που έχει να κάνει με τη διαφορετική προσέγγιση που έχουμε σε θέματα εξωτερικής πολιτικής.


H προσέγγιση του Σ.Π. έχει έναν καθαρά λογιστικό χαρακτήρα. Βασίζεται σε ένα ζύγιασμα του τι αδικίες μας κάνουν οι άλλοι (Τούρκοι, Σκοπιανοί) και τι κάνουμε εμείς σε αυτούς. Αυτό το ζύγιασμα, με δεδομένη τη γνωστή θέση του Σ.Π. πως εμείς έχουμε σχεδόν πάντα δίκιο, οδηγεί αυτόματα σε μια ανένδοτη στάση, σε μια στρατηγική κλεισίματος του ισολογισμού – ανεξάρτητα αν αυτό προωθεί ή όχι τα εθνικά μας συμφέροντα σε βάθος χρόνου.


H δική μου προσέγγιση εστιάζεται λιγότερο στα συν και πλην των δύο πλευρών και περισσότερο στο ποια στρατηγική θα δώσει τα ευνοϊκότερα αποτελέσματα για τη χώρα μας μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα. Θα δώσω τρία παραδείγματα που δείχνουν την παραπάνω βασική διαφορά προσέγγισης.


* H μειονότητα


Αν βάλουμε σε μια ζυγαριά αυτά που έκαναν οι Τούρκοι στη μειονότητα της Πόλης και αυτά που κάναμε εμείς στη μειονότητα της Θράκης, δεν υπάρχει αμφιβολία, όπως υποστηρίζει ο Σ.Π., πως η ζυγαριά θα κλείνει υπέρ ημών. Από αυτή τη σκοπιά η απαγόρευση του δικαιώματος του αυτοπροσδιορισμού της μειονότητας ως τουρκικής όχι μόνο βασίζεται στη Συμφωνία της Λωζάννης αλλά και είναι σταγόνα εν τω ωκεανώ σε σχέση με τις τουρκικές βιαιοπραγίες εναντίον των Ελλήνων στη γείτονα χώρα.


Ολα αυτά είναι σωστά. Μας συμφέρει όμως να επιμένουμε στην απαγόρευση του αυτοπροσδιορισμού; Αν θέλουμε να πετύχει η τουρκική στρατηγική που, όπως λέει ο Σ.Π., συνίσταται στην «ανάδειξη των μουσουλμάνων σε στρατηγική μειονότητα», τότε η απαγόρευση είναι ενδεδειγμένη. Αν όμως θέλουμε να αποτύχει η τουρκική στρατηγική και να πετύχουμε τον στόχο της ειρηνικής ενσωμάτωσης της μειονότητας στην ελληνική κοινωνία, η απαγόρευση απλά δεν μας συμφέρει.


* Το κυπριακό βέτο


Ο Σ.Π. σωστά υποστηρίζει ότι η Τουρκία, σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο, είναι υποχρεωμένη να δεχθεί το άνοιγμα των λιμανιών και των αεροδρομίων της στα κυπριακά πλοία και αεροπλάνα. Το θέμα όμως που προκύπτει είναι τι θα συμβεί αν, με δεδομένη την απροθυμία πολλών χωρών να δεχθούν την Τουρκία στην EE και με αφορμή το κυπριακό βέτο, οι ευρωτουρκικές διαπραγματεύσεις σταματήσουν. Αν συμβεί κάτι τέτοιο, οι ελληνοτουρκικές σχέσεις θα χειροτερεύσουν στο έπακρο. Αυτό θα σημαίνει, αν όχι μια στρατιωτική σύρραξη, σίγουρα τη γεωμετρική αύξηση των αμυντικών δαπανών μας. Θα σημαίνει πως για τις επόμενες δεκαετίες πόροι που θα έπρεπε να πηγαίνουν στην Παιδεία, στην υγεία και στην κοινωνική ασφάλιση θα πηγαίνουν σε όλο και πιο πολυδάπανα οπλικά συστήματα. Μας συμφέρει κάτι τέτοιο; Νομίζω πως όχι.


* Το Σκοπιανό


Για εμένα το πρόβλημα είναι λιγότερο ποιος έχει δίκιο και ποιος άδικο στο θέμα της ονομασίας και περισσότερο αν η μαξιμαλιστική πολιτική που ακολουθήσαμε (δηλαδή, η απόλυτη αντίθεσή μας σε κάθε χρήση του όρου «Μακεδονία» από τους βόρειους γείτονές μας) θα έφερνε καλύτερα αποτελέσματα από μια μετριοπαθή στρατηγική (δηλαδή, αποδοχή της μεικτής ονομασίας). Οπως το παραδέχθηκε εκ των υστέρων ο τότε πρωθυπουργός K. Μητσοτάκης, η μη αποδοχή της λύσης Πινέιρο ήταν λάθος. Ηταν ακριβώς αυτό που οδήγησε στη σημερινή κατάσταση· σε μια κατάσταση όπου η μεν διεθνής κοινότητα αναφέρεται στα Σκόπια με τον όρο Μακεδονία, ενώ εμείς πασχίζουμε χωρίς επιτυχία να πείσουμε τα Σκόπια να δεχθούν τη μεικτή ονομασία – δηλαδή, τη λύση που απορρίψαμε στο παρελθόν.


Συμπερασματικά, κατά τη γνώμη μου το σύνδρομο του «εμείς έχουμε πάντα δίκιο» και ο επακόλουθος σκληρός ανενδοτισμός του K.Σ. οδηγούν σε αδιέξοδα. Δεν εμποδίζει μόνο τα μακρόπνοα εθνικά μας συμφέροντα αλλά και προωθεί μια πολιτική κουλτούρα ξενοφοβικής μισαλλοδοξίας.


O κ. Νίκος Μουζέλης είναι ομότιμος καθηγητής της Κοινωνιολογίας στη London School of Economics.