Τα ξημερώματα της Παρασκευής, 28ης Ιουλίου, ο γνωστός ηθοποιός Μελ Γκίμπσον συνελήφθη από τον περιφερειακό σερίφη στο Pacific Coast Highway γιατί οδηγούσε μεθυσμένος. Κατά τη σύλληψή του ο Γκίμπσον ήταν βίαιος, προσπάθησε να διαφύγει και επιτέθηκε φραστικά στο όργανο της τάξης, υβρίζοντας την εβραϊκή του καταγωγή, διατυπώνοντας αντισημιτικές θεωρίες συνωμοσίας και υποστηρίζοντας με ζέση την άποψη ότι «οι εβραίοι είναι υπεύθυνοι για όλους τους πολέμους» του κόσμου. Για να αποφύγει το σκάνδαλο ο ηθοποιός εξέδωσε ανακοίνωση όπου ομολόγησε το έγκλημά του, δηλαδή την οδήγηση μετά την κατανάλωση αλκοόλ, αποκήρυξε τον δαίμονα της τεκίλας που τον έκανε να ξεστομίσει τις αντισημιτικές χυδαιότητες, ζήτησε τη συγγνώμη αλλά και τη συμπαράσταση του κοινού του στην αγωνιώδη μάχη του κατά του σοβαρότατου προβλήματος υγείας που αντιμετωπίζει και αφορά την υπονοούμενη εξάρτησή του από το αλκοόλ. Καμιά αναφορά δεν έγινε στην ανακοίνωση στο άλλο «προβληματάκι», που φαίνεται να ταλαιπωρεί τόσο εκείνον όσο και τους ίματζ μέικερς, εν προκειμένω στη ρατσιστική και αντισημιτική συμπεριφορά του.


* H «κάλυψη» από τα MME


Το γεγονός καθαυτό δεν έχει βέβαια καμία ιδιαίτερη σημασία. Εξάλλου ο αυστραλός ηθοποιός με επιείκεια αντιμετωπίστηκε από τη δικαιοσύνη, αφού καταδικάστηκε ερήμην σε τρία χρόνια υπό αστυνομική επιτήρηση. Εκείνο που προκαλεί ίσως κάποιο ενδιαφέρον είναι ο διαφορετικός τρόπος με τον οποίο το συμβάν καλύφθηκε ειδησεογραφικά σε διαφορετικές χώρες και πολιτικά συμφραζόμενα. Στις ΗΠΑ η κάλυψη συνδέθηκε αμέσως με το ζήτημα του αλκοολισμού και των δεινών που αυτός προκαλεί. H ηθικοποίηση του συμβάντος διευκολύνει την απάλειψη κάθε λογής πολιτικών προεκτάσεων, καθώς μετατρέπει τον «δράστη» σε θύμα μιας ηθικοσωματικής νόσου, ενδύοντάς τον αυτόματα με τον μανδύα του ήρωα που παλεύει ενάντια στη μάστιγα του αλκοολισμού και που σε αυτή την άνιση μάχη έχει την ανάγκη της υποστήριξης όλων μας. Ο αντισημιτισμός είναι έτσι ένα δευτερεύον παράγωγο του αλκοολισμού, δηλαδή ένα σύμπτωμα της ασθένειας. Τα βρετανικά Μέσα Ενημέρωσης προχώρησαν ένα βήμα παραπέρα, απαλείφοντας τα στοιχεία της ιστορίας που αφορούν τη ρατσιστική συμπεριφορά του πρωταγωνιστή, αναφέροντας απλά ότι αυτός προέβη σε «ανομολόγητα λόγια και χαρακτηρισμούς». Εδώ ο ρατσισμός ανάγεται σε μια μορφή κακής και ανάγωγης συμπεριφοράς που ξεπερνά τα κοινώς αποδεκτά όρια της ευπρέπειας.


Στην Ελλάδα η είδηση μεταδόθηκε ως «ουρά» των πολεμικών ανταποκρίσεων από τον Λίβανο. Για τον υπνωτισμένο θεατή των θερινών τηλεοπτικών ειδήσεων το γύρισμα από τις εικόνες της φρίκης του πολέμου, των ματωμένων μικροσκοπικών σωμάτων νηπίων της Κάνα και της καταστροφής στη φωτογραφία του σταρ που απολογήθηκε για τα σχόλιά του ενάντια «στους εβραίους», μπορεί και να φάνηκε τελείως σουρεαλιστικό. Ο συνειρμός όμως ήταν πρόδηλος. H μετάδοση ζητούσε από τον θεατή να σκεφτεί: «Εδώ ο κόσμος καίγεται και οι Αμερικάνοι ανάγκασαν τον καημένο τον ανθρωπάκο να ζητήσει συγγνώμη από τους εβραίους…που σκοτώνουν και τόσο κόσμο». Και πάλι το θέμα θα ήταν μάλλον ασήμαντο αν δεν ήταν ταυτόχρονα ενδεικτικό του γενικότερου τρόπου με τον οποίο συζητούμε στην Ελλάδα το ζήτημα του αντισημιτισμού.


* H δική μας εκδοχή


Οπως δείχνει και η πρόσφατη σχετική αρθρογραφία και ανταλλαγή απόψεων, ο προβληματισμός μας γύρω από τον αντισημιτισμό στην Ελλάδα ξεκινά αλλά και καταλήγει στο ζήτημα της αραβοϊσραηλινής διένεξης, σε σημείο που καθίσταται αδύνατο να συζητήσει τα δύο ζητήματα ανεξάρτητα. Είναι βέβαια φυσικό ότι ο σημερινός πόλεμος στον Λίβανο δημιουργεί τις συνθήκες εκείνες που απαιτούν ένα ευρύτερο προβληματισμό γύρω από την ιστορία, τη γεωπολιτική κατάσταση, τις πολιτικές θέσεις, τις ιδεολογικές σταθερές, τα πολιτισμικά αντανακλαστικά, τις αγκυλώσεις, τη ρευστότητα των συμμαχιών, τη συναντίληψη των συμφερόντων. Ως αποτέλεσμα της εμπόλεμης συγκυρίας, η συζήτηση για τον αντισημιτισμό στη χώρα μας παίρνει τη μορφή μιας ιστορικής διερεύνησης του «τις πταίει» στην περίπτωση του Μεσανατολικού ζητήματος.


Είναι όμως άραγε απαραίτητο να αποφανθούμε για το δίκαιο και το άδικο κρατών, κινημάτων, οργανώσεων προκειμένου να συζητήσουμε τα αντισημιτικά αντανακλαστικά μεγάλων τμημάτων των δυτικών κοινωνιών αριστερά και δεξιά του πολιτικού στερεώματος; Μήπως τελικά είναι αδύνατο να αναλύσουμε γόνιμα το φαινόμενο του αντισημιτισμού μέσα από το εννοιακό πλαίσιο του «δίκαιου» και του «άδικου», όπως είναι αδύνατο για παράδειγμα να αναλύσουμε το φαινόμενο του ρατσισμού, προσπαθώντας να απαντήσουμε στο ερώτημα αν είχαν δίκιο οι «λευκοί» ή οι «μαύροι» ή το φαινόμενο του σεξισμού, προσπαθώντας να απαντήσουμε στο ερώτημα αν έχουν δίκιο οι «άντρες» ή οι «γυναίκες»;


Είναι σαφές ότι ο αντισημιτισμός, όπως και ο ρατσισμός και ο σεξισμός, δεν αφορούν το δίκαιο ή το άδικο συγκεκριμένων ομάδων και άρα δεν μπορούν να νομιμοποιούνται μέσα από αναφορές στην ιστορία πολέμων, συγκρούσεων και κατακτήσεων. Αντίθετα, αποτελούν ιδεολογικές δομές και πολιτικές πρακτικές μέσω των οποίων αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο, βιώνουμε την ετερότητα και διαπραγματευόμαστε τη θέση μας στο πλαίσιο πολύπλοκων σχέσεων εξουσίας. Θα μπορούσαμε έτσι να υποστηρίξουμε ότι το ζήτημα του αντισημιτισμού στην Ευρώπη, και στην Ελλάδα πιο συγκεκριμένα, οφείλει να παραμένει εννοιακά διαχωρισμένο από κάθε μορφή ηθικής καταδίκης ή δικαίωσης των πράξεων και των πολιτικών ομάδων και ατόμων στη Μέση Ανατολή.


H συζήτηση για τον δικό μας αντισημιτισμό μπορεί βέβαια να πάρει αφορμή από την τραγική συγκυρία του πολέμου μεταξύ Ισραήλ και Λιβάνου, δεν πρέπει όμως να αφορά τη Μέση Ανατολή, αλλά την Ελλάδα. Οπως ο ρατσισμός δεν έχει τίποτε να κάνει με το αν είναι καλοί άνθρωποι οι λευκοί ή οι μαύροι και ο σεξισμός είναι άσχετος από το αν συμπαθούμε τους άντρες ή τις γυναίκες, έτσι και ο αντισημιτισμός δεν αφορά τη δικαίωση των Ισραηλινών ή των Παλαιστινίων. Σύμφωνα με το παλιό σύνθημα, ας σκεφτούμε λοιπόν παγκόσμια – δηλαδή με αφορμή τον πόλεμο – αλλά ας δράσουμε τοπικά, δηλαδή αντιπαλεύοντας κάθε μορφή ιδεοληψίας, προκατάληψης και μισαλλοδοξίας που καμουφλάρεται τάχα ως συμπαράσταση στους απελπισμένους.


H κυρία Ιωάννα Λαλιώτου είναι επίκουρη καθηγήτρια Σύγχρονης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.