Με ποιους τρόπους θα μπορούσε κανείς να αντιμετωπίσει το τιτλοφορούμενο ως «Προσχέδιο πρότασης για αλλαγές του θεσμικού πλαισίου για τη δομή και λειτουργία των Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων»; Ηδη έχει γραφεί σειρά σχετικών κειμένων και έχουν κωδικοποιηθεί οι αρχικές αντιδράσεις, γραπτές ή προφορικές.


Μία ακόμη απόπειρα στάθμισης όσων νοεί και υπονοεί το «Προσχέδιο» θα έπρεπε να συνυπολογίσει το εκλογικό Πρόγραμμα της Νέας Δημοκρατίας, τις προτάσεις της Επιτροπής για την Πανεπιστημιακή Εκπαίδευση που συγκρότησε το Εθνικό Συμβούλιο Παιδείας και προφανώς την κείμενη νομοθεσία ως υποκείμενη αναθεώρησης. Μέσα από αυτό το τετράπτυχο θα διαφανούν πληρέστερα προθέσεις αδήλωτες και ρητές σκοπεύσεις, προβλέψεις χωρίς τεκμηρίωση και ανέξοδες ρητορείες.


Με αυτό λοιπόν το πρίσμα μια επαρκής κατάταξη των ρυθμίσεων που προβλέπει το «Προσχέδιο» θα μας έδιδε τα εξής:


α) ενίσχυση του κρατικού ελέγχου,


β) περιορισμός της αυτοτέλειας των AEI,


γ) εδραίωση της ενδοπανεπιστημιακής γραφειοκρατίας,


δ) περιστολή ακαδημαϊκών ελευθεριών,


ε) υποστολή του επιστημονικού έργου για χάρη της επαγγελματοποίησης των σπουδών,


στ) επαύξηση των μέτρων «πειθάρχησης», για διδάσκοντες και διδασκόμενους,


ζ) ευκαιρίες για υποχρηματοδότηση,


η) υιοθέτηση κανόνων και πρακτικών ιδιωτικοποίησης,


θ) μορφές περιορισμού της φοιτητικής συμμετοχής,


ι) επιλεκτική «πολιτική ορθότητα»,


ια) ρυθμίσεις αμφίβολης συνταγματικότητας,


ιβ) περίγραμμα ιδεολογικά ασαφές,


ιγ) κάποια, δευτερεύουσας σημασίας, μέτρα για την απεμπλοκή από τη σημερινή λιμνάζουσα κατάσταση.


Αυτή ακριβώς η αποβλεπτικότητα, ρητή ή διαφαινόμενη, του «Προσχεδίου» αποδεικνύει τι δεν μπορεί να δρομολογήσει, όπως εδώ και χρόνια πανεπιστημιακοί δάσκαλοι που ενδιαφέρονται για το έργο τους έχουν με πολλούς τρόπους δημοσιοποιήσει τις εκτιμήσεις τους. Ενδέχεται μάλιστα το «Προσχέδιο» να μην καταστεί νομοθέτημα, για «υποκειμενικούς» και «αντικειμενικούς» λόγους ως προς το υπουργείο και τους «συνομιλητές» του. Αν συμβεί διαφορετικά, θα επανέλθω με μια διεξοδική κριτική του «Προσχεδίου» και συνάμα με μια αναλυτική παρουσίαση θέσεων για το πού πάει το Πανεπιστήμιο, εδώ και διεθνώς.


Για την ώρα τα έλατα των Τζουμέρκων και τα μελτέμια των Κυκλάδων δεν μου επιτρέπουν να αφήσω ασχολίαστη μία ακόμη πτυχή του «Προσχεδίου», το οποίο θα μπορούσε να αποτελέσει τμήμα της πανεπιστημιακής νομοθεσίας, δηλαδή για χρόνια να «κείται» ως κείμενο που θα αποπνέει και ως τρόπος γραφής κραυγαλέα προχειρότητα. Αρχίζω βέβαια από τον τίτλο της ταυτολογίας και της επανάληψης των προθέσεων: «Προσχέδιο πρότασης για αλλαγές του θεσμικού πλαισίου για τη δομή και λειτουργία» των AEI.


Θα συνεχίσω, ευχόμενος τα ίδια στους συντάκτες του «Προσχεδίου», με την «επιτυχή πρόοδο» των φοιτητριών και φοιτητών ανά εξάμηνο. Θα μείνω στο «μετά η λήξη της διακοπής» ή στο «δεν υποβάλουν εμπρόθεσμα», χωρίς να παραλείψω το «έχει συντάσσει το αρμόδιο Συμβούλιο». Απαρατήρητο δεν θα μπορούσε να είναι το γεγονός ότι τα Πανεπιστήμια και τα TEI θα αποτελέσουν «δύο παράλληλους τομείς», δηλαδή ουδέποτε συναντώμενους, ούτε το «ορίζονται υποχρεωτικά τα συγκεκριμένα υποχρεωτικά μαθήματα» ή το «λιγότερους από δέκα φοιτήτριες ή φοιτητές». Και αν ο «υποψήφιος ανακοινώνει την εισήγησή του» και απαντά σε «ερωτήσεις από τις φοιτήτριες και τους φοιτητές», γιατί να μη διαιρεθούν τα μεγάλα ακροατήρια σε «κλιμάκια των ογδόντα κατά ανώτατο όριο»; Και αν τέλος κάτι «αναριθμείται» γιατί να μην αφεθεί στο «όπως-όπως»; Εννοώ το «όπως αναφέρονται στην απόφαση σύστασης του τομέα, όπως εκάστοτε ισχύει».


Ολα αυτά, και κάποια άλλα που τα προσπερνώ, θα έπρεπε να περιληφθούν στον «Πρότυπο Γενικό Εσωτερικό Κανονισμό Λειτουργίας των AEI» και στον «Διαδικτυακό τόπο» του υπουργείου Εθνικής Παιδείας με στόχο να «επιψηφισθούν από την Ολομέλεια της Βουλής», δηλαδή από την κυβερνητική πλειοψηφία… Ακόμη, το «Προσχέδιο» θα έπρεπε να περιληφθεί στον «εθνικό κατάλογο συγγραμμάτων» που θα συντάξει το Επιστημονικό Συμβούλιο του ΣΑΠΕ για να διανέμεται δωρεάν ως παράδειγμα προς αποφυγήν, τόσο για το περιεχόμενο όσο και για τη μορφή του. Προφανώς είναι σελίδες που «οφείλουν να τηρούνται στην ελληνική και αγγλική γλώσσα».


Ο κ. Παναγιώτης Νούτσος είναι καθηγητής της Κοινωνικής και Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.