TI ΣΟΥ είναι οι συνειρμοί!


Οταν ο κ. Καραμανλής, στις αρχές της πρωθυπουργίας του και σ’ ένα ταβερνοσυμπόσιο, μίλησε για «νταβατζήδες», η λέξη προκάλεσε πολλά ειρωνικά σχόλια. Επειτα, ξεχάστηκε. Και να που τώρα ξανάρχεται στην επικαιρότητα – όχι με την ελληνοτουρκική μορφή της αλλά στην ουσία της, όχι σ’ ένα πολιτικό φαγοπότι αλλά στη διεθνή πολιτική αρένα, όχι σαν σχήμα λόγου αλλά σαν τραγική πραγματικότητα.


Γιατί τι άλλο είναι αυτά που διαδραματίζονται στις μέρες μας παρά ένα τεράστιο, τρομαχτικό νταβατζηλίκι; Μια πανίσχυρη χώρα προάγει (με την πεζοδρομιακή έννοια) μια μικρή προστατευόμενή της, την οπλίζει, την ψωμίζει και την χρησιμοποιεί για να πετύχει τους δικούς της ανομολόγητους (;) σκοπούς. Είναι μια άλλη «προαγωγή εις ασέλγειαν», όχι σεξουαλική βέβαια, αλλά πολιτική και πολεμική, όπου ύψιστη ηδονή παρέχει η καταστροφή και ο αφανισμός όλων των άλλων που αρνούνται να δεχτούν την προστασία του αρχινταβατζή.


ΤΟ νεόκοπο τούτο νταβατζηλίκι έχει πολλές ιδιαιτερότητες. Στην πλατύτερη έννοια και εφαρμογή του, διακρίνεται σε «ενεργητικό» και «παθητικό».


Για το ενεργητικό νταβατζηλίκι δεν χρειάζεται να γίνει και άλλος λόγος· είναι εξόφθαλμο, απερίφραστο, αδίστακτο, κραυγαλέο. Δεν κρύβεται και δεν ντρέπεται για τίποτα. Ακόμα και η σφαγή 57 αμάχων στο χωριό Κανά δεν ήταν παρά ένα «ατυχές λάθος σκόπευσης», όπως διαβεβαίωσε η κ. Ράις, που ζήτησε σεμνά συγνώμη και ύστερα πήγε να κοιμηθεί τον ύπνο του δικαίου.


Ισως μου αντιταχθεί πως η παρομοίωση δεν είναι σωστή, αφού στο «κλασικό» νταβατζηλίκι, ο μαστροπός βουτάει όλη σχεδόν την είσπραξη της προστατευόμενης, ενώ εδώ αντίθετα οι ΗΠΑ ακριβοπληρώνουν το Ισραήλ. Ω της αφελείας! Μα οι νταβατζήδες της Ουάσιγκτον προσδοκούν άλλα, πελώρια κέρδη από την προστασία τους: όχι μερικά ευτελή χαρτονομίσματα, αλλά εξάπλωση της επικυριαρχίας τους σ’ όλη τη Μέση Ανατολή (και βάλε) και απομύζηση των πλουτοπαραγωγών πόρων των εκεί χωρών. Για μερικά ψωρομεροκάματα θα μιλάμε τώρα ή για την αυτοκρατορία ενός μυριοπλόκαμου πολύποδα;


ΥΠΑΡΧΕΙ, όμως, και το παθητικό νταβατζηλίκι. Εννοώ τη σιωπή ή τα υποκριτικά και δείλαια ψελλίσματα καταδίκης του λιβανέζικου εγκλήματος από διεθνείς οργανισμούς και μεγάλα κράτη. Σωπαίνοντας ή εκδίδοντας κοινότοπα πένθιμα ανακοινωθέντα, πιστεύουν τάχα πως έκαναν το χρέος τους απέναντι στο διεθνές δίκαιο, την παγκόσμια κοινότητα και τον στοιχειώδη ανθρωπισμό; Και δεν βλέπουν (ή νομίζουν πως δεν βλέπουν οι άλλοι) ότι, αδρανώντας, γίνονται και αυτοί νταβατζήδες της αμερικανο-ισραηλινής γενοκτονίας και θηριωδίας;


«Αδικεί πολλάκις ο μη ποιών τι, ου μόνον ο ποιών τι» («Συχνά, αδικεί εκείνος που δεν κάνει κάτι, όχι μόνο εκείνος που κάνει») έγραφε ο Μάρκος Αυρήλιος1.


H απραξία μπροστά σε μια κατάφωρα εγκληματική πράξη είναι σχεδόν τόσο εγκληματική όσο και η πράξη η ίδια.


ΙΔΟΥ, όμως και ένα άλλο σύνδρομο, μικρότερης (φαινομενικά) έστω ολκής.


Σε μιαν απ’ τις πιο καυστικές σάτιρές του, ο μεγαλύτερος ρωμαίος σατιρικός ποιητής, ο Ιουβενάλης (A’ μ.X. αιώνας) καυτηριάζει ανελέητα τη διαφθορά, τη σκληρότητα, τα βίτσια, τα εξωφρενικά καπρίτσια των «κυριών» της γενικά έκλυτης εποχής του. Και παραθέτει το ακόλουθο επεισόδιο:


Μια απ’ αυτές τις «ματρόνες» διατάζει μανιασμένα τους δούλους της:


«Σταυρώστε αυτόν τον σκλάβο» – που, άγνωστο γιατί, είχε περιπέσει στη δυσμένειά της.


«Μα γιατί», διαμαρτύρεται ο υπομονετικός σύζυγός της. Τι έγκλημα έκανε ο άνθρωπος για να του αξίζει ο θάνατος; Τι μάρτυρες έχεις; Ποιος τον κάρφωσε; Αφησέ τον πρώτα να μιλήσει.


«Τι λες, βρε μπούφο;» αποκρίνεται εκείνη. «Λες άνθρωπο έναν σκλάβο; Δε με νοιάζει τι έκανε και τι δεν έκανε. Εγώ έτσι θέλω, αυτό διατάζω, η θέλησή μου είναι ο (μοναδικός) λόγος» («hoc volo, sic jubeo, sit pro ratione voluntas»2).


Είκοσι αιώνες αργότερα, στην ίδια πόλη, μια γυναίκα επίσης αποκρίθηκε με τα ίδια σχεδόν λόγια στις πανταχόθεν εκκλήσεις για εκεχειρία και κατάπαυση του πυρός στον καθημαγμένο Λίβανο: η γερακίνα Κοντολίζα Ράις, στη Διεθνή Διάσκεψη της Ρώμης, της 26 Ιουλίου. Και όχι για έναν σκλάβο αλλά για μια χώρα ολόκληρη…


Ενας άλλος ρωμαίος συγγραφέας της ίδιας εποχής, ο Πλίνιος ο πρεσβύτερος, έγραφε:


«Είναι να θαυμάζεις σε τι καταχρήσεις φτάνει η αλαζονεία της ανθρώπινης καρδιάς, μόλις την σπρώξει η παραμικρή επιτυχία»3.


Αλλά εμείς δεν θαυμάζουμε διόλου. Συνηθίσαμε πια…


1. «Εις εαυτόν», Θ, 5. – 2. Σάτιρα VI, 223. – 3. «Φυσική Ιστορία», II, XXIII.