Το Ισραήλ υπήρξε ανέκαθεν μια χώρα με ισχυρό φιλειρηνικό κίνημα. Ανεξάρτητα από τις κεντρικές πολιτικές του, τμήματα της ισραηλινής Αριστεράς αλλά και ευρύτερες πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις είχαν συνταχθεί επί μακρόν στην υπόθεση της λύσης του Μεσανατολικού στη βάση των διαπραγματεύσεων με τους Παλαιστίνιους και στην ανεύρεση μιας κοινά αποδεκτής και βιώσιμης λύσης. Ισραηλινοί διανοούμενοι, στοχαστές και απλοί πολίτες άσκησαν επί δεκαετίες κριτική στη λογική της στρατιωτικής υπεροχής της χώρας τους και αναζήτησαν διόδους ειρηνικής πολιτικής δράσης και συνύπαρξης με τους Παλαιστίνιους. H σιωπή αυτών των δυνάμεων στο εσωτερικό της ισραηλινής κοινωνίας ως αυτή τη στιγμή, αλλά και οι τοποθετήσεις διακεκριμένων προσωπικοτήτων του Ισραήλ υπέρ της επίθεσης στον Λίβανο ή έστω υπέρ των στρατιωτικών επιχειρήσεων κατά της Χεζμπολάχ, έχει προκαλέσει αμηχανία, αθυμία ακόμη και οργή στα μέλη της διεθνούς κοινότητας που κάποτε συμπορεύτηκαν μαζί τους στην υπόθεση της ειρήνης.


Είναι εξαιρετικά δύσκολο να διακρίνει κανείς τι συμβαίνει στο εσωτερικό μιας κοινωνίας εν μέσω πολέμου. Για πολλούς, μια τέτοια απόπειρα δεν αποτελεί καν προτεραιότητα μπροστά στις σφαγές των αμάχων στον Λίβανο. Συχνά άλλωστε, οποιαδήποτε απόπειρα διερεύνησης του θέματος με Ισραηλινούς προσκρούει στην ίδια απάντηση: «Ελάτε να ζήσετε εσείς εδώ, περικυκλωμένοι από εχθρούς, οιονεί θύματα βομβιστών αυτοκτονίας την ώρα που πηγαίνετε στη δουλειά σας, χωρίς να ξέρετε αν τα παιδιά σας θα γυρίσουν ζωντανά ή αρτιμελή από το σχολείο. Ελάτε να ζήσετε δίπλα σε φανατικούς που θέλουν τους εβραίους στη θάλασσα».


Πολλές απαντήσεις μπορούμε να δώσουμε εμείς «οι απ’ έξω» σε αυτή την τοποθέτηση. Απαντήσεις για το τι σημαίνει να ζεις στη Ραμάλα ή στην Κάνα ή στη Βηρυτό σήμερα, στην Τζενίν χθες, στη Σάμπρα και στη Σατίλα προχθές. Πολλές υποθέσεις ακόμη μπορούμε να κάνουμε για τη φθορά και την κόπωση μιας κοινωνίας αλλά και ενός κινήματος ειρήνης που έζησε τα αδιέξοδα του Οσλο και του Καμπ Ντέιβιντ και ήλθε αντιμέτωπο με τον ισλαμικό φονταμενταλισμό, με τον φανατισμό αλλά και με την τρομοκρατία. Αν κάτι έχει όμως σημασία πέρα από τις ατέρμονες αναλύσεις για το Μεσανατολικό, είναι να αποκρούσει κανείς σήμερα την έμμονη ιδέα ορισμένων, Ισραηλινών και μη, για τη διηνεκή αρνητική εικόνα του Ισραήλ στο διεθνές στερέωμα. Αυτή η έμμονη ιδέα δικαιολογεί συνήθως και τις κατηγορίες για υφέρποντα αντισημιτισμό. Σε αντίθεση ενδεχομένως με τα παγιωμένα αντιεβραϊκά και αντιισραηλινά στερεότυπα μέρους της ελληνικής κοινωνίας, η εικόνα του κράτους του Ισραήλ δεν υπήρξε ανέκαθεν αρνητική στη διεθνή κοινότητα. Οπως ανέλυσε πρόσφατα ο ιστορικός Tony Judt στο άρθρο του «The country that wouldn’t grow up» (Ha’aretz, 5.5.2006), ο μεταπολεμικός κόσμος, βαθιά στιγματισμένος από τη θηριωδία του Ολοκαυτώματος, υποστήριξε τη δημιουργία του ισραηλινού κράτους. Στις δεκαετίες του 1950 και του 1960, η παλαιστινιακή Νάκμπα (καταστροφή) του 1948 ήταν μια μάλλον άγνωστη λέξη, η σοβιετική αντισιωνιστική ρητορική δεν αποτελούσε ακόμη πρόσφορο προϊόν για εξαγωγή, η μη κομμουνιστική Αριστερά σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες γοητεύτηκε από τη ρομαντική εικόνα του κιμπούτς ως αναβίωσης σχεδόν του αγροτικού σοσιαλισμού του 19ου αιώνα, για πολλούς το Ισραήλ αποτελούσε μια νησίδα προόδου και εκσυγχρονισμού μέσα στην έρημο.


Ο πόλεμος του 1967 συνέβαλε, κατά τον Tony Judt, στην αλλαγή της εικόνας του Ισραήλ. Επιπλέον, οι δεκαετίες του 1970 και 1980 έστρεψαν το βλέμμα πολλών στα κατεχόμενα, στην απροκάλυπτη βία και οι Παλαιστίνιοι φάνηκαν, δικαίως σε πολλές περιπτώσεις, ως «οι εβραίοι των εβραίων». Στον μεταποικιακό κόσμο με τις νέες ευαισθησίες του, οι Παλαιστίνιοι εξακολουθούσαν να είναι ένας λαός χωρίς πατρίδα. Στις δεκαετίες που ακολούθησαν οι ατέρμονες διαπραγματεύσεις ανέδειξαν τις βαριές ευθύνες όλων των πλευρών. Ωστόσο, η από ισχύος θέση του Ισραήλ, ως και τις πρόσφατες μονομερείς αποχωρήσεις, δεν άφηνε περιθώρια για μια πολιτική τοποθέτηση ίσων αποστάσεων.


Τι συμβαίνει σήμερα; Ισραηλινές σημαίες καίγονται σε αραβικές πρωτεύουσες, σβάστικες εμφανίστηκαν στο Μπρούκλιν, βανδαλισμοί πραγματοποιούνται σε εβραϊκά νεκροταφεία στη Γαλλία, αμερικανοί και ευρωπαΐοι φοιτητές – συχνά μαζί με τους δασκάλους τους – ξεκινούν εκστρατείες για μποϊκοτάζ του Ισραήλ. Ακόμη και στο συντηρητικό στρατόπεδο των ΗΠΑ, η καθολική συμπόρευση με το Ισραήλ αμφισβητείται, όπως έδειξε η έντονη συζήτηση για το δοκίμιο των John Mearsheimer και Stephen Walt, «The Israel Lobby» (London Review of Books, Μάρτιος 2006). H κριτική στο κράτος του Ισραήλ διολισθαίνει ορισμένες φορές στον πιο απεχθή και κατάπτυστο αντισημιτισμό, για να συναντήσει δυστυχώς από την άλλη πλευρά ένα είδος θυματοποίησης βασισμένης στην ισχύ των όπλων. H εικόνα του Ισραήλ ποτέ δεν ήταν τόσο αρνητική όσο σήμερα και μόνο η εθελοτυφλία αποδίδει αυτή την πραγματικότητα αποκλειστικά στον αντισημιτισμό.


Υπάρχει στις ΗΠΑ ο διαδεδομένος χαρακτηρισμός «φίλος του Ισραήλ» (a friend of Israel). Δυστυχώς, ο όρος παύει ολοένα και συχνότερα να χαρακτηρίζει όσους και όσες συντάσσονται με τη νομιμότητα της ύπαρξης του κράτους του Ισραήλ. Συνωθούνται πια σε αυτήν την ιδιόμορφη κοινότητα χριστιανοί φονταμενταλιστές, νεοσυντηρητικοί ισλαμόφοβοι και μιλιταριστές. Δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι οι πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις του Ισραήλ που αναζήτησαν ειρηνικές λύσεις στο Μεσανατολικό επιθυμούν τέτοιους φίλους. H αλλαγή της εικόνας του Ισραήλ στη διεθνή κοινή γνώμη, καθώς και η αναζήτηση άλλων φίλων απαιτεί το τέλος του μιλιταρισμού και την επιστροφή στο τραπέζι του διαλόγου, όσο εξαιρετικά δύσκολο κι αν φαίνεται αυτό.


Η κυρία Εφη Γαζή είναι επίκουρη καθηγήτρια Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλίας.