Στη χώρα μας, η τάση να ακολουθούνται πολιτικές που οδηγούν ακριβώς στο αντίθετο αποτέλεσμα από αυτό στο οποίο στοχεύουν έχει μακρά ιστορία. Στη μεταπολίτευση ίσως το πιο χτυπητό παράδειγμα είναι η πολιτική την οποία όλες οι κυβερνήσεις ακολούθησαν στο Μακεδονικό: η μαξιμαλιστική στρατηγική στο πρόβλημα της ονομασίας οδήγησε σε μια κατάσταση όπου όλες σχεδόν οι χώρες σήμερα αναφέρονται στη γείτονα χώρα με την ονομασία Μακεδονία. (βλ. σχετικό άρθρο μου, «Το Βήμα της Κυριακής» 24.9.95).


Δύο πρόσφατα παραδείγματα του ίδιου φαινομένου είναι η στάση μας απέναντι στη μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης, καθώς και η στάση μας απέναντι στις διαπραγματεύσεις για την ένταξη της Τουρκίας στην EE.


* H μειονότητα της Θράκης


Με την επίσκεψη του τούρκου πρώην υπουργού Εξωτερικών στη Θράκη βλέπουμε την επανάληψη της διαμάχης που είχαμε με την παρόμοιου τύπου επίσκεψη του τούρκου υπουργού Ακτουνά το 1995. (Για την τότε διαμάχη βλ. άρθρο μου, «Το Βήμα της Κυριακής» 7.5.95). Ο τούρκος επισκέπτης αποκάλεσε τη μειονότητα τουρκική ενώ εμείς υποστηρίζουμε, σύμφωνα με τη Συνθήκη της Λωζάννης, πως ο μειονοτικός πληθυσμός της Θράκης δεν είναι τουρκικός αλλά μουσουλμανικός-ελληνικός.


H ελληνική θέση στο ζήτημα της ονομασίας μπορεί να στέκει νομικά αλλά όχι σε ό,τι αφορά την ουσία του προβλήματος και αυτό για δύο βασικούς λόγους. Υπάρχει πρώτα από όλα ένα θέμα ορολογίας. Το να λέμε ότι οι μειονοτικοί της Θράκης δεν είναι Τούρκοι αλλά έλληνες μουσουλμάνοι είναι σαν να λέμε πως ο ελληνικός πληθυσμός στην Αλβανία ή στη Γερμανία είναι απλώς Αλβανοί ή Γερμανοί ορθόδοξοι! Αρα δεν πρέπει να αυτοπροσδιορίζονται (τουλάχιστον συλλογικά) ως Ελληνες. Ακολουθώντας την ίδια λογική, αν για τους μουσουλμάνους απαγορεύεται να έχουν συλλόγους στην ονομασία των οποίων να εμπεριέχεται ο όρος τουρκικός, τότε το ίδιο πρέπει να συμβαίνει για συλλόγους Ελλήνων που ζουν π.χ. στην Αυστραλία ή στις ΗΠΑ. Αυτό είναι αδιανόητο, αν όχι γελοίο, στο πλαίσιο δημοκρατικών κοινωνιών.


Με βάση τα παραπάνω και αφήνοντας στην άκρη τον νομικίστικο φορμαλισμό, η ουσία είναι πως οι μειονοτικοί της Θράκης είναι στην πλειονότητά τους μουσουλμάνοι στο θρήσκευμα, Τούρκοι στην εθνότητα και Ελληνες στην υπηκοότητα. Ως έλληνες υπήκοοι έχουν όλες τις υποχρεώσεις (π.χ. σεβασμός στο Σύνταγμα, στρατιωτική θητεία κτλ.) αλλά και τα δικαιώματα κάθε άλλου έλληνα πολίτη. Μέσα στα τελευταία υπάρχει και το δικαίωμα στον πολιτισμικό αυτοπροσδιορισμό, ένα δικαίωμα που κατοχυρώνεται και από το Σύνταγμα και από τις διάφορες διεθνείς συνθήκες τις οποίες έχουμε υπογράψει.


Αν η απλή λογική και το κυρίαρχο καθεστώς των ανθρωπίνων δικαιωμάτων συνηγορούν υπέρ της άρσης της απαγόρευσης σε ό,τι αφορά την ονομασία, ένας τρίτος λόγος είναι το εθνικό μας συμφέρον. Με την απαγόρευση του αυτοπροσδιορισμού παρέχουμε στην Τουρκία μια θαυμάσια για αυτήν ευκαιρία να επεμβαίνει στα εσωτερικά της μειονότητας και να κινητοποιεί τα μέλη της ενάντια στην ελληνική πολιτεία. Με άλλα λόγια, με την απαγόρευση της τουρκικής ονομασίας δημιουργούμε σοβαρά εμπόδια στην ειρηνική ένταξη της μειονότητας στην ελληνική κοινωνία. Τη σπρώχνουμε συστηματικά «εις τας αγκάλας» της γείτονος χώρας.


* Το κυπριακό βέτο


Περνώντας τώρα σε ένα δεύτερο επίμαχο θέμα, η ελληνική κυβέρνηση και κατά πολύ πιο επιθετικό τρόπο η κυπριακή θέτουν το θέμα της αναγνώρισης της Κυπριακής Δημοκρατίας από την Τουρκία ως προϋπόθεση για τη συνέχιση των ευρωτουρκικών διαπραγματεύσεων το φθινόπωρο. Αυτή η στρατηγική ακολουθείται σε ένα πλαίσιο όπου η συντριπτική πλειονότητα των πολιτών σε πολλές χώρες της EE εναντιώνονται στην τουρκική ένταξη και όπου οι διάφορες κυβερνήσεις είναι αρνητικές ως προς την παραπέρα διεύρυνση της κοινότητας (το περίφημο θέμα της «απορροφητικότητας»).


Λόγω των παραπάνω εξελίξεων ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού στη γείτονα χώρα αρχίζει να παίρνει τη στάση «αν εσείς δεν μας θέλετε, άλλο τόσο δεν σας θέλουμε και εμείς». Αυτή η νέα κατάσταση δυναμώνει τη θέση των σοβινιστικών, αντιευρωπαϊκών ελίτ και υποσκάπτει τον δημοκρατικό εκσυγχρονισμό της Τουρκίας, γεγονός που προφανώς δεν συμφέρει τη χώρα μας. Με βάση τα παραπάνω είναι πολύ πιθανό η εμμονή του κύπριου προέδρου να θέσει βέτο στη συνέχιση των διαπραγματεύσεων τον Οκτώβριο, αν η Τουρκία δεν δεχτεί το άνοιγμα των λιμανιών και αεροδρομίων της στο κυπριακό εμπόριο, καθώς και η υποστήριξη της κυπριακής θέσης από χώρες όπως η Γαλλία, μπορεί να οδηγήσει όπως δήλωσε ο Ερντογάν, στην απόσυρση της τουρκικής αίτησης για ένταξη. Και αυτό γιατί αν λάβουμε υπόψη μας τους εσωτερικούς συσχετισμούς δύναμης στη γείτονα χώρα, καμία κυβέρνηση δεν μπορεί να επιβιώσει αν αναγνωρίσει έστω de facto την Κυπριακή Δημοκρατία πριν από την οριστική διευθέτηση του κυπριακού προβλήματος (στο πλαίσιο του Σχεδίου Αναν ή σε άλλο πλαίσιο).


Τι θα σημαίνουν αυτές οι εξελίξεις για τη χώρα μας; Θα σημάνουν πως η Κύπρος όχι μόνο δεν θα πετύχει τον συγκεκριμένο στόχο της (δηλαδή τη διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Τελωνειακής Ενωσης), αλλά επιπλέον θα προσφέρουν στις χώρες που δεν θέλουν την τουρκική ένταξη ένα θαυμάσιο άλλοθι. Με άλλα λόγια, αν η κυβέρνηση Σημίτη κατόρθωσε να βγάλει τη χώρα μας από τη θέση του αποδιοπομπαίου τράγου (μέσω της αλλαγής στρατηγικής στο θέμα της τουρκικής ένταξης), η τωρινή κυβέρνηση, συρόμενη παθητικά από τον κύπριο πρόεδρο θα μας καταστήσει πιόνι στην αντιτουρκική στρατηγική διαφόρων ευρωπαϊκών χωρών.


* Ο φοβικός εθνικισμός


Τέλος, πρέπει να θέσουμε το προφανές ερώτημα: Γιατί οι πολιτικοί μας οδηγούν τη χώρα σε τέτοιου είδους αδιέξοδα; Πώς εξηγούνται τα πολυάριθμα αυτογκόλ; Μια απάντηση είναι πως ο φοβικός εθνικισμός οδηγεί στο να βλέπουμε με παρωπίδες, στο να βλέπει κανείς μόνο το δέντρο και όχι το δάσος, μόνο το βραχυχρόνιο κέρδος και όχι τη μακροχρόνια απώλεια. Οδηγεί επίσης στην εσφαλμένη ιδέα πως ό,τι βλάπτει τον εχθρό μας αυτόματα μας ωφελεί. Πέρα όμως από την παραπάνω εξήγηση υπάρχει και το περίφημο πολιτικό κόστος. Πόσοι από τους πολιτικούς μας, ακόμη και αν το πιστεύουν, είναι διατεθειμένοι να δηλώσουν δημόσια πως η μειονότητα της Θράκης είναι μουσουλμανική στο θρήσκευμα, τουρκική στην εθνότητα και ελληνική στην υπηκοότητα; Επίσης, ποιος έλληνας πολιτικός τολμάει να υποστηρίξει στην τωρινή συγκυρία δημόσια πως ο κ. Τάσσος Παπαδόπουλος, πρώην φανατικό μέλος της ΕΟΚΑ B’, δολίως ξεκίνησε τις διαπραγματεύσεις στο πλαίσια του Σχεδίου Αναν (δηλαδή από την αρχή δεν είχε καμία πρόθεση να συζητήσει σοβαρά την πρόταση) και ότι τότε, όπως και σήμερα, ακολουθεί πολιτικές που είναι αντίθετες στα ελληνικά συμφέροντα και στον χώρο της EE και σε αυτόν των ελληνοτουρκικών σχέσεων;


Ο κ. Νίκος Μουζέλης είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας στη London School of Economics.